Τα «καταραμένα» μπουζούκια...
Μέσα στο μίσος που στάζουν αυτές οι μέρες της οικονομικής πανούκλας, διαβάζω συχνά, ως μέγιστο σνομπιστικό και ελιτίστικο επιχείρημα ό,τι τα «μπουζούκια ακόμα είναι γεμάτα», «έκαναν δωρεές στο Μέγαρο και μετά όλοι μαζί πήγαιναν στου Μαζωνάκη ή στης Πέγκυς Ζήνα», αφοριστικά σχεδόν, ο νεοπλουτισμός, η ρεμούλα, η επιδειξιομανία, το «ζω με τα λεφτά των άλλων», συνδέεται με τα μπουζούκια. Κατανοώ την έπαρση, τα παγωνίσια φτερά της επίδειξης και την αυταρέσκεια σε συνδυασμό με αυτοδιαφήμιση του πρώτου τραπέζι πίστα στα μπουζούκια, με τους λογαριασμούς να φτάνουν μαζί με τα πανέρια στα επίπεδα αγοράς αυτοκίνητου, την αυτοϊκανοποίηση του κοστουμάτου, με ημίγυμνες «μοντέλες» γύρω του και το σετ να συμπληρώνεται με την τραγουδίστρια να τον αποκαλεί με το όνομα του. Ακαλαίσθητο, ρωμαϊκά παχυδερμικό και παρακμιακό, προκλητικό και επαίσχυντο θέαμα.
Τα μπουζούκια όμως τι φταίνε; Από τη «Στέλλα» του Κακογιάννη τα μπουζούκια ήταν για τους αστούς «αυτά τα καταραμένα μπουζούκια», άνδρα χασικλήδων, «ακόλαστων» γυναικών και αμαρτωλών ανδρών. Το να λικνίζεις τους γοφούς, η να χορεύεις ζεϊμπέκικο και χασάπικο ήταν ανυπόφορο για τις καλές οικογένειες των αστών, που η κόρη ήταν άσπιλος παρθένα, άμωμος η γεροντοκόρη, κοσμοκαλόγεροι η χήρα και οι άνδρες αδιαφορούσαν για την ύπαρξη τους ερωτικά, σε οικογένειες που μιλούσαν στον πληθυντικό και μεράκλωναν με Μπαχ, πολύ μέσα στην κουλτούρα του υπόλοιπου έθνους, της υπαίθρου με το κλαρίνο, των νησιών με τη λύρα και των ας πούμε λούμπεν, με το μπουζούκι.
Ωνάσηδες στα πρώτα τραπέζια, Τζιτζιφιές, Αθηναίες, χρυσές παρέες από το σινεμά, Καρέζη, η Αλίκη, ο Ζαμπέτας και «οαααα» και ενοχοποίηση ελαφρώς της πενιάς. Ελαφρώς, πάντα! Και στις τελευταίες δεκαετίες τα μπροστά τραπέζια στην επίδειξη. Τα πίσω όμως; Τα όρθια παιδιά στις μπάρες και στους εξώστες; Οι ανάγκη τους για εκτόνωση, τραγούδια που μιλάνε για νταλκάδες και που για να τα τραγουδήσεβις δε πρέπει να έχεις μεταπτυχιακό στην μουσικολογία;
Η διάθεση για λίκνισμα, για ερωτοτροπία με το σώμα χωρίς αγγίγματα, για φωνές βαθιές και βραχνές σα της Θεοδωρίδου που μιλάνε για αγάπες απελπισμένες, για χωρισμούς, για δάκρυα, το κρύσταλλο της Βίσση να λέει ιστορίες ανθρώπων, για νέες αγάπες, για κακά παιδιά και ξενύχτια, για μαύρα γυαλιά, η λαϊκότατη χροιά της Πεγκυς Ζήνα να τραγουδάει για βλέμμα και σύννεφα και αιώνια σ' αγαπώ, ο Γονίδης με τα πατήματα στο νησιωτικό και τις ανατολίτικες τσερκάτζες, η Βανδή με το συνδυασμό ανατολής και pop και την δυνατή φωνή – αναστεναγμό. Γιατί είναι στο πυρ το εξώτερον; Τι επιτρέπεται δηλαδή; Μόνο η ανάγνωση ποιημάτων, με μουσική υπόκρουση μια άρπα και στο τσακίρ κέφι, κάτι με ούτι πάντα μινόρε και ποτέ μαντζόρε;
Και ποιος λέει πως δεν επιτρέπεται να σου αρέσει και η συμφωνική μουσική αλλά να μην ευχαριστιέσαι και με έναν Πασχάλη Τερζή; Τι δογματισμός είναι αυτός, τι ιεροεξεταστική διάθεση, λεμφατικών αγέλαστων ανθρώπων που υποτιμούν ότι έχει να κάνει με λαϊκό, με το ομαδικό, με τον νταλκά, το τσιφτετέλι, την εκτόνωση, την καψούρα, στο κάτω κάτω ρε αδελφέ; Αν περνούσε απ το χέρι τους θα απαγόρευαν και το γέλιο, ή ακόμα και το χαμόγελο; Και το να διασκεδάσεις επειδή δεν είναι περισπούδαστο, σοβαροφανές, αγέλαστο, οφείλει να καεί στην πυρά (γεια σου Άννα Βίσση, με τα ωραία σου!), με τις ξενέρωτες.
Και τι με ενοχλεί πιο πολύ; Ότι όταν γράφετε κάτι, αναπαράγεται χωρίς αμφισβήτηση σε επίπεδο κοινοτoπίας, προβλεψιμότητας και πληκτικότητας. Μα αυτά και με αυτά αναγορεύεται τα μπουζούκια σε κολασμένα, άρα μποντλερικά σχεδόν, ποθητά.