Επέτειος του Πολυτεχνείου: Εικόνες της εξέγερσης από δυο φοιτήτριες του '73

Επέτειος του Πολυτεχνείου: Εικόνες της εξέγερσης από δυο φοιτήτριες του '73

Δεν ήταν πρωτεργάτριες του αγώνα. Δεν ήταν οργανωμένες σε κάποια φοιτητική παράταξη. Ήταν όμως εκεί. Με το πάθος της νιότης και την λαχτάρα για ελευθερία. «Με τη χούντα στο πετσί μας» όπως λένε. Νεαρές φοιτήτριες τότε, η κυρία Χρύσα Ζ. και η κυρία Ιωάννα Κ. επιστρέφουν στον Νοέμβρη του 1973 και περιγράφουν τις προσωπικές στιγμές που ζήσανε την ώρα του μεγαλειώδους αγώνα.

«Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι τρέχοντας. Από το Πολυτεχνείο μέχρι τον Κολωνό, δεν το λες και μικρή απόσταση. Έτρεχα κι είχα μάτια και στην πλάτη. Μέσα στο σκοτάδι άκουγες βήματα- δεν ήμουν η μόνη. Φοιτητές όλοι, τρέχαμε δαρμένοι και κυνηγημένοι, προς πάσα κατεύθυνση, μαντεύαμε τον δρόμο, πηγαίναμε στα τυφλά. Λυγμούς και λαχάνιασμα- αυτό άκουγες. Μπροστά μου, έτρεχε ένα ζευγαράκι. Εκείνη με την κοιλιά μέχρι απέναντι, στον μήνα της, κι όμως έτρεχε σαν δρομέας. Ήταν γερή σαν το σκυλί. Την έβλεπα κι έπαιρνα δύναμη. Κρατούσε την κοιλιά της με το ένα χέρι, με το άλλο κρατούσε τον νεαρό. "Αν γεννήσω σήμερα, μου είπε, θα την βγάλω Ελευθερία"»

Σαράντα ένα χρόνια μετά, στα 65 της, η κυρία Ιωάννα ζει το 1973 «σαν να έγινε χθες»:

«Θυμάμαι έναν αστυνομικό που κρατούσε μια μάνικα της πυροσβεστικής κι είχε γίνει το πεζοδρόμιο ένα κόκκινο ποτάμι. Πλησίασα και ρώτησα "τι είναι αυτά;" και μου λένε "είναι μπογιές". Εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Περπατούσα πάνω στο σφαγείο αλλά δεν ήξερα. Δεν μπορούσαν τα μάτια μου να το πιστέψουν. Μετά κατάλαβα».

Περιγράφει τα γεγονότα και τα χέρια γίνονται δυο μπουνιές. «Τους περνούσαμε μέσα από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, σοκολάτες αμυγδάλου και τσιγάρα» λέει. "Κάθε χρόνο στις 17 του Νοέμβρη οι μνήμες ζωντανεύουν. Κάθομαι απέναντι από την αμερικανική πρεσβεία και θυμάμαι... Θυμάμαι εκείνη την γυναίκα που την κυνηγούσαν ετοιμόγεννη και λέω, αυτό το παιδί που βγήκε μέσα στο ξύλο και στα δακρυγόνα, του χρωστάμε μια συγνώμη που δεν τα καταφέραμε. Αγωνιστήκαμε σκληρά αλλά δεν τα καταφέραμε.».

«Εμείς ήμασταν από την επαρχία και η χούντα πέρασε στο πετσί μας. Ήμασταν μαζεμένοι και περιορισμένοι» λέει η Χρύσα Ζ. και επιστρέφει στον Νοέμβρη που σημάδεψε τη ζωή της:

«Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Εμείς είχαμε κρυφτεί στην Μπουμπουλίνας, στο υπόγειο ενός παιδιού, φοιτητή- εγώ δεν τον ήξερα. Κρυφτήκαμε εκεί, για να γλιτώσουμε από τον χαμό. Περίπου δέκα άτομα, εγώ ήμουν με μια φίλη μαζί- δεν είχα κλείσει ακόμα τα 21. Κοριτσάκι... Φοιτήτρια της νοσηλευτικής, από την επαρχία, κατέβαινα κι εγώ τρεις μέρες συνεχόμενα, γιατί εκείνες τις ημέρες, το Πολυτεχνείο ήταν το κέντρο του κόσμου.

Εμείς το βλέπαμε σαν γιορτή, σαν πανηγύρι. Κατέβαιναν τα κορίτσια να δούνε γνωστούς και καλλιτέχνες να κάνουν και τη μόστρα τους, ντυμένες με μίνι και μπότες- έτσι ήταν η μόδα τότε. Έτσι ντυνόμασταν τα κορίτσια, εκτός από αυτές που ήταν γραμμένες στον Ρήγα. Αυτές ερχόντουσαν με τα ταγάρια και τα αμπέχονα. Εγώ δεν ήμουν οργανωμένη. Ήμουν όμως κάθε μέρα εκεί. Τους πηγαίναμε φαγητό και σοκολάτες, χέρι με χέρι, μέσα από τα κάγκελα. Και ξαφνικά, το χάος.

Μείναμε κρυμμένοι 15 ώρες. Όταν άρχισε να ξημερώνει, σηκώθηκα να φύγω. Έτρεμαν τα πόδια μου. Πριν βγω έξω, άφησα πίσω τη φοιτητική μου ταυτότητα για να μην κινήσω υποψίες στους αστυνομικούς. Αν με σταματούσαν για έλεγχο, θα τους έλεγα ότι πάω για δουλειά.

Θυμάμαι ακόμα την εικόνα που αντίκρισα: σκόρπια παπούτσια. Χιλιάδες παπούτσια επάνω στην Τοσίτσα. Οι πυροσβέστες με τις μάνικες έπλεναν τα αίματα από το δρόμο. Σοκ. Το θυμάμαι και με πιάνει ανατριχίλα.».