Νταντάδες τρίτης ηλικίας
Η Ιβάνα από την Ουκρανία και η Μαρία από την Αιθιοπία, άφησαν πίσω τις οικογένειές τους και ήρθαν στην Ελλάδα. Δουλειά τους, να φροντίζουν δύο κατάκοιτες γιαγιάδες.
Την έκανε μπάνιο, της φόρεσε το μακρύ της νυχτικό, της έδωσε ζεστό γάλα και τήρησε τη μυστική συμφωνία: «Ένα σοκολατάκι, χωρίς τη μασέλα, πριν την "καληνύχτα".». Η Ιβάνα έχει ακολουθήσει κατά γράμμα, την καθημερινή άτυπη διαδικασία. Εννιά το βράδυ. Ώρα να πέσει για ύπνο η γιαγιά Ευαγγελία. Η οστεοπόρωση την έχει χτυπήσει για τα καλά και κινείται μόνο με αναπηρικό καροτσάκι.
Την ίδια ώρα η Μαρία, βγάζει από την τσάντα της το αιθιοπικό συναξάρι και μεταφράζει στην γιαγιά Όλγα, ιστορίες από τη Βίβλο, γραμμένες στα αμχαρικά. «Αλλιώς δεν κοιμάται!» λέει. Η 87χρονη, έπειτα από την τελευταία εγχείρηση στη μέση, βάρυνε κι άλλο και πλέον δεν αυτοεξυπηρετείται. "Εγώ τη σηκώνω. Μπορώ δεν είναι βαριά" λέει η Μαρία, αν και η ηλικιωμένη, ζυγίζει περίπου μιάμιση φορά το βάρος της ίδιας. Αυτό που βαραίνει την Μαρία είναι η απουσία. «Τα κορίτσια που μου λείπουν πολύ» λέει. Στα 23 της, άφησε δυο μωρά στην Αιθιοπία και ήρθε στην Ελλάδα για να αλλάζει πάνες ακράτειας. Η Ιβάνα ήρθε στα 25.
«Μπράβο σας. Όλα τα περίμενα στη ζωή μου, αλλά ότι θα φέρνατε μαύρη για να με πλένει και να με ντύνει δεν το περίμενα. Θέλετε να με ξεκάνετε με καμιά αρρώστια» είπε η γιαγιά Όλγα στις κόρες της όταν πριν από πέντε χρόνια, αντίκρισε για πρώτη φορά την μελαψή κοπέλα που θα αναλάμβανε χρέη εσωτερικής βοηθού. «Χρειαζόταν έναν άνθρωπο να είναι συνεχώς μαζί της. Όταν της είπαμε το όνομά του κοριτσιού, κόντεψε να πάθει δεύτερο εγκεφαλικό» λέει αστειευόμενη η κ. Δήμητρα, κόρη της γιαγιάς Όλγας. «Ντροπή! Μην το ξανακούσω! Μαρία την λένε. Έτσι να της πεις» διέταξε τότε η γιαγιά. Μέσα σε λίγες μέρες, η Μούνα από την ΑντιςΑμπέμπα, έγινε το «Μαράκι».
Πέρσι ένα βράδυ, η γιαγιά Όλγα απαίτησε μέσα στη νύχτα να ξυπνήσει η μεγάλη κόρη της που κατοικεί στον πάνω όροφο. «Πρέπει να συζητήσουμε για την Χρυσή Αυγή. Έχουμε το κορίτσι μας στο σπίτι. Πώς θα βγαίνει; Θα μας το πειράξουν αυτοί οι ανεγκέφαλοι» της είπε. Κάθε φορά που η Μαρία, της τρίβει την πονεμένη πλάτη εκείνη την αποκαλεί «θησαυρέ μου».
«Είναι η γιαγιά μου που άφησα πίσω στην Ουκρανία» ισχυρίζεται η Ιβάνα. Όταν η 90χρονη, συνταξιούχος φιλόλογος, είναι στις καλές της, την φωνάζει «κόρη μου». «Καμιά φορά ακούω μέσα από το δωμάτιο, να λέει "μαφία Ουκρανή"» αναφέρει γελώντας η Ιβάνα. «Κι αν αργήσω να της πάω κάτι με λέει "τεμπελχανού". Έτσι είναι οι μεγάλοι άνθρωποι. Τα θέλουν όλα τώρα! Σαν παιδάκια».
«Κάνουμε πράγματα μαζί» συνεχίζει η ίδια. «Συζητάμε, εγώ πλέκω, αυτή βλέπει τηλεόραση και τα λέμε. Έχει ακόμα κοφτερό μυαλό. Καμιά φορά όμως ξεχνάει. Έχει κενά μνήμης. Μου λέει "φέρε μου, Ιβάνα, ένα χαρτί και ένα στυλό". Και ξεκινάει να γράφει γράμμα σε μια φίλη της. "Για στάσου" μου λέει "αυτή έχει πεθάνει. Μόνο εσύ μου έμεινες τελικά".».
Η Μαρία στα 28, η Ιβάνα στα 30. Τα τελευταία χρόνια ολόκληρος ο κόσμος τους αποτελείται από πάπιες, πάνες, μασέλες, συνταγογραφήσεις φαρμάκων, μάσκες οξυγόνου, αναπηρικά καροτσάκια και θερμοφόρες. Οι δυο τους, καθρέφτες της αγάπης, για ζαρωμένα πρόσωπα.
Στα ρεπό της, η Μαρία πηγαίνει στην αιθιοπική εκκλησία. «Μία φορά την εβδομάδα, έχω ρεπό ως το βράδυ. Στις 9 γυρίζω. "Άντε που είσαι; Σε περιμένω. Βαρέθηκα.". Έτσι μου λέει το γιαγιάκα.». Αν είχε βρει δουλειά στην Αντίς Αμπέμπα, τα βράδια θα έλεγε στις δύο κόρες της, παραμύθια. Βγάζει από την τσέπη μια φωτογραφία. Δυο μικρογραφίες της, στα σκαλιά του σπιτιού της. «Σήμερα είναι 8 και 10 χρονών» λέει η Μαρία. Πριν από πέντε χρόνια, όταν έφυγε από τη χώρα της, «ακόμα το μικρό κορίτσι φορούσε πάνα. Έπρεπε να φύγω. Εκεί δεν υπάρχει δουλειά. Το μικρό δε θα με γνωρίσει άμα με δει. Τί λες; Θα με γνωρίσει;».
Η Ιβάνα, ήρθε στην Ελλάδα, πριν από 9 χρόνια, αφήνοντας πίσω την μητέρα της και δύο δίδυμους γιους, τριών ετών τότε. «Ο πατέρας τους εξαφανισμένος από τότε που ήταν ενός έτους τα παιδιά. Μεγαλώνουν τώρα με τη γιαγιά τους» λέει η Ιβάνα. Μιλάει άπταιστα ελληνικά. «Κάτσε δυο λεπτά, γιατί λέει για την Ουκρανία». Ανεβάζει την ένταση του ήχου στη διαπασών. Η φωνή της γιαγιάς αντηχεί από τη συσκευή ενδοεπικοινωνίας. «Τί έγινε Ιβάνα;» ρωτάει η ηλικιωμένη. «Τίποτα γιαγιά. Βλέπω τα γεγονότα, ειδήσεις». «Τί γίνεται στην Ουκρανία; Έλα να τηλεφωνήσουμε!»
«Μεγαλώνουν πολύ γρήγορα. Τους βλέπω στο skype. "Μαμά μου πότε θα έρθεις;" ρωτάνε. "Το καλοκαίρι" τους λέω. Τρία καλοκαίρια, δεν πήγα. Πότε θα έρθει αυτό το καλοκαίρι; Τί να τους πω; Αν φύγω η γιαγιά θα πεθάνει.» λέει η Ιβάνα. «Ποιος θα την φροντίσει; Με βλέπει η εδώ που στεναχωριέμαι καμιά φορά και μου λέει "τί αταξία έκαναν πάλι τα εγγόνια μου και σε στεναχώρεσαν;".»
«Να τα φέρεις στην Ελλάδα» της λέει συχνά η γιαγιά Ευαγγελία. Τα δικά της εγγόνια σπουδάζουν και εργάζονται στο εξωτερικό. «Είναι ακόμα μικρά τα αγόρια. Πρώτα θα τελειώσουν το σχολείο. Σε ευρωπαϊκό σχολείο πηγαίνουν! Του χρόνου θα ξεκινήσουν και ελληνικά» λέει υπερήφανη η μητέρα τους.
Απο τότε που έφυγε, έχει ταξιδέψει πίσω στην πατρίδα της τέσσερις φορές. «Είναι δύσκολο να αφήσω τη γιαγιά. Δεν θέλει κανέναν άλλον. Την τελευταία φορά που έφυγα, η υγεία της έγινε χειρότερη. Έχει ρευματικά η καημένη». Η ίδια περιγράφει την αντίδραση της 90χρονης, στην απουσία της. «Έλεγε στα παιδιά της, "η Ιβάνα το κάνει έτσι", "η Ιβάνα το κάνει καλύτερα αυτό το φαγητό". Όταν γύρισα μου κρατούσε μούτρα. "Μα τί έπαθες; Δε σου έλειψα;" την ρωτούσα. Τίποτα. Το δεύτερο βράδυ μου σφίγγει το χέρι και μου λέει στο αφτί "Θα πεθάνω από χωρίς εσένα κόρη μου. Έφυγες και πάγωσε η καρδιά μου". Εκεί λες, ποιος με έχει πιο πολύ ανάγκη;"» συνεχίζει η Ιβάνα. Κάθε μήνα η ίδια στέλνει 750 ευρώ στην Ουκρανία- 670 στέλνει στα παιδιά της η Μαρία.
Η πρώτη έχει να δει τα παιδιά της τρία χρόνια και η δεύτερη τα είδε μια φορά μέσα σε μια πενταετία! Προσωπική ζωή δεν έχει καμία. «Έχω μια φίλη. Αυτό όλο κι όλο. Αντρας φυσικά δεν υπάρχει» λέει η Ιβάνα. «Βλέπω τις φίλες στην αιθιοπική εκκλησία» λέει η Μαρία.
Και οι δυο τους, φροντίζουν όσο καλύτερα μπορούν δύο λουλούδια που μαραίνονται μέρα με τη μέρα.
«Από πέρσι η γιαγιά, έχει γίνει χειρότερα η καημενούλα. Αδυνάτισε πολύ. Θα με πειράξει πολύ αν φύγει. Καμιά φορά, φοβάμαι πως θα πεθάνει στον ύπνο της. Πάω στο κρεβάτι της και βάζω το κεφάλι μου στην καρδιά της. Ντούκου- ντούκου. Την ακούω που χτυπάει. Ουφ! ».
«Πεθαίνω, πεθαίνω» φώναζε τις προάλλες η γιαγιά Όλγα. «Είχε δει όνειρο ότι ήρθαν να την πάρουν οι πεθαμένοι. "Έλα γιαγιάκα, πάει πέρασε. Μη στεναχωριέσαι Ολγα μου! Εγώ είμαι εδώ! Έτσι της λέω και κοιμάται.»