Μία αόρατη χρονιά
Έχω περάσει χρονιές που τις θυμάμαι μαύρες. Μπορεί να είχαν και ήπιες στιγμές, ουδέτερες, ακόμα και ευχάριστες. Προφανώς θα είχαν. Αλλά στο μυαλό μου, στην εσωτερική καταγραφή μου, στη μνήμη μου, μείνανε, απλώς κακές. Όχι χρήσιμες, διδακτικές ή ενδυναμωτικές. Κακές. Χωρίς στην ουσία να στιγματίστηκαν από μεμονωμένο αρνητικό γεγονός. Δεν ήταν οι χρονιές που κάτι έπαθα, κάποιον έχασα, κάτι με πλήγωσε. Δεν είχαν κάτι συγκεκριμένο.
Ήταν περίοδοι που χάρηκα που πέρασαν, που επ ουδενί δεν θα ήθελα να ξαναζήσω, που με δήθεν τάχα μου κεκτημένη ωριμότητα, περιγράφω ως σταθμούς που ξεπέρασα όταν θέλω να δώσω συμβουλές σε άλλους που θεωρούν ότι περνάνε δύσκολα. Ήταν αυτά τα αρνητικά πρόσημα.
Έχω περάσει χρονιές που τις θυμάμαι φωτεινές. Κερδισμένες, πλούσιες, απολαυστικές. Χρονιές ερωτευμένες, κάπως χρωματιστές, με μένα να τις περιδιαβάζω ικανοποιημένη με τον εαυτό μου και συνεπής σε αυτά που στην δεδομένη συγκυρία απαιτούσα από μένα. Άλλα κάθε φορά. Να είμαι διεκδικητική και επιτυχημένη επαγγελματικά. Να είμαι αδύνατη – αποφασιστικής σημασίας-, να είμαι με τον άντρα που επιθυμούσα, να είμαι υγιής – σχεδόν δεδομένο κάποιες στιγμές, άλλες πάλι περιστασιακά ζητούμενο. Υποβόσκουσα συχνά η θετική χροιά, αλλά ακόμα κι έτσι υπερέβαινε όποια δυσκολία, πόνο ή έλλειψη, χαρίζοντας γενναιόδωρα, το θετικό πρόσημο.
Κάθε μία χρονιά τοποθετημένη στο αρχείο σε συγκεκριμένο σημείο. Με περιγραφή γεγονότων και συναισθημάτων, με χαρακτηρισμό, με γεύση, συχνά και με όψη. Με εικόνες να εναλλάσσονται σαν παλιό view master. Και σίγουρα, με υφή. Τραχιά, βελούδινη, απαλή. Κάθε μία με διαφορετικό σχήμα, με γωνίες ή καμπύλες, σε κίνηση ή σε στάση. Βαριά ή ανάλαφρη. Με θέση στην εξιστόρηση, δικαιωματικά κερδισμένη. Ξεκάθαρη.
Και είναι και η χρονιά που μόλις ολοκληρώθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου που δεν ξέρω πού να την βάλω. Ο ψυχαναγκασμός μου, μου επιβάλει να την κατηγοριοποιήσω , αλλά σα να μην ταιριάζει πουθενά. Σάστισα. Τα παίρνω από δω, τα βλέπω από ‘κεί, κι είναι σα να μην είχε τίποτα διάσταση και υπόσταση. Σα να μην ξέρω από πού να την πιάσω να μη διαλυθεί. Σα να τη ρουφάει ολόκληρη η άμμος η κινούμενη , η δίνη. Σα να μην είχε τίποτα ουσία, απ’ όλα όσα συνέβησαν, αλλά μόνο περίγραμμα. Άδειο.
Δεν είναι η πρώτη σκέψη, η πρώτη ανάγνωση και δικαιολογία, μόνιμος τίτλος εδώ και μήνες τίτλος στα Δελτία Ειδήσεων και στα αφιερώματα. Δεν είναι η χρονιά του κορονοϊού. Τουλάχιστον δεν είναι μόνο. Αυτό θα της έδινε εύκολα και ασκεπτί ένα χορταστικό πλην και θα τελείωνε η υπόθεση. Όπως άλλωστε προσπαθήσαμε να ξορκίσουμε το 20 πριν διμήνου. Για να ανακαλύψουμε ότι ο συμβολισμός του ημερολογιακού τέλους δεν είναι παρά μόνον αυτό. Ένας συμβιβαστικός συμβολισμός.
Δεν είναι ο κορονοϊός που σάρωσε τη χρονιά. Δεν είναι η απομάκρυνση, η απομόνωση, η απόσταση. Θεωρώ με κάποιον αδιόρατα ευφυή τρόπο, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, προσαρμόστηκαν δείχνοντας αξιέπαινη ευελιξία. Δεν είναι η «κανονικότητα» που καραμέλα το πρώτο διάστημα, ξεπεράστηκε και σιγά σιγά άρχισε να εξαλείφεται σαν όρος ακόμα και από την καθημερινή συζήτηση. Στην αρχή την αναπολούσαμε, την μελετάγαμε, τώρα σχεδόν την απαξιώσαμε. Την ξεχάσαμε.
Τι εύκολα τελικά που εναλλάσσονται οι κανονικότητες για να κατευνάσουν τις αγωνίες;! Κανονικότητα έγινε το Zoom και η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση, και τα insta lives, η μάσκα και το αντισηπτικό. Η κλεμμένη αγκαλιά και οι διαδικτυακές εκδηλώσεις. Οι μπουνιές και η αγκωνιές. Ποιος να το έλεγε;
Κανονικότητα έγινε το μήνυμα και το περπάτημα. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσο κόσμο με ολοκαίνουρια αθλητικά, να κάνει πάνω κάτω το Λυκαβηττό και ας μένω στην περιοχή από τότε που γεννήθηκα.
Κανονικότητα έγινε το «να τα πούμε, όταν θα βγούμε» και η αναβολή, η μετατόπιση για αργότερα. Μια χρονιά που θα ξετυλιχτεί ολόκληρη αργότερα, αλλά ήδη προστέθηκε στα κεριά της τούρτας, που δεν περίσσευαν για σπατάλες.
Δεν είναι η ασθένεια, η πανδημία ή ο φόβος. Είναι η έλλειψη τελικής ημερομηνίας. Είναι η αδυναμία να το χωρέσεις όλο αυτό σ’ ένα χρονοδιάγραμμα. Κι ας είναι μακροπρόθεσμο. Να γνωρίζεις μέχρι πότε. Σαν σε πόλεμο, σε κατοχή. Ξέρεις τι εύχεσαι, γιατί προσπαθείς αλλά δεν έχεις καταληκτικό σημείο ή όριο, κι ας είναι αυτό άπιαστο. Κάτι να περιμένεις. Να κάνεις κουμάντο στις δυνάμεις σου, στις αντοχές σου. Κι έτσι συνηθίζεις στα καταφύγια.
Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ζήσω, θα ζήσουμε, μία αόρατη χρονιά.
Που ξοδεύτηκε πριν καν ξεκινήσει.