Η ανακουφιστική γοητεία της αναμονής
Θα τολμήσω να πω ότι μέχρι πρότινος η πανδημία κάπως με βόλευε, με εξυπηρετούσε. Θα τολμήσω να παραδεχτώ ότι καμία φορά δεν γκρίνιαξα αυτό τον έναν χρόνο αληθινά, αλλά παρίστανα σε όλες τις συζητήσεις με φίλους και συνεργάτες την «μπουχτισμένη», την κουρασμένη απ’ τις αποστάσεις και τους περιορισμούς. Βρισκόμουν καθημερινά στη δουλειά, δεν έχω παιδιά στο σπίτι να πρέπει να παρακολουθήσω την διαδικτυακή εκπαίδευσή τους και να κατευνάσω την δικαιολογημένη αδιοχέτευτη ορμή τους και δεν αισθάνθηκα καμία ακατανίκητη τάση να ταξιδεύσω, πέραν των αποδράσεων που έκανα το καλοκαίρι. Ταυτόχρονα, μέχρι πολύ πρόσφατα, δεν είχα φίλους ή γνωστούς που ταλαιπωρήθηκαν από την αρρώστια, ενώ στάθηκα πολύ τυχερή και μόλις προ μηνός άρχισα να συναντώ την απώλεια ανθρώπων που γνώριζα καλά προσωπικά. Με λίγα λόγια, σα να ζω όλο αυτό το διάστημα σε ένα παράλληλο σύμπαν.
Μία παράλληλη πραγματικότητα, εικονική, αντιμετωπίσιμη και ελαφρώς ενδιαφέρουσα, με καθημερινά σταθερά σημεία σημεία αναφοράς, κοντά αλλά και πολύ πολύ μακριά μου.
Λίγο πολύ, το διαχειρίστηκα. Το συνήθισα. Σε κάποιες στιγμές ηρεμίας, που τις είχα τόσο ανάγκη αλλά πάντα ένιωθα ένοχη να τις επιζητώ, σχεδόν το απόλαυσα.
Το θέμα είναι ότι καθυστέρησα να συνειδητοποιήσω, ότι αυτή η συνθήκη του βολέματος και της τύχης να μην αισθάνομαι κανένα πνίξιμο, ήταν η μεγαλύτερη παγίδα την οποία θα μπορούσα να συναντήσω σε αυτή την φάση ζωής μου. Και έπεσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Με φόρα και αδιανόητη για την ηλικία μου και τις ανάλογες πλέον αυτογνωσιακές παραδοχές, αφέλεια.
Ο χρόνος αυτός, ήταν – είναι ένας χρόνος στην ουσία χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς στόχο και υφή. Ένας χρόνος αφαίρεσης που δίνει την ψευδαίσθηση ότι πάγωσε. Σταμάτησε και δεν υπολογίζεται στο μέτρημα. Ένας χρόνος τρύπα και φάντασμα.
Ένας χρόνος εγκεκριμένης αναμονής και αναβολής.
Πόσο ανακουφιστικό για έναν άνθρωπο που πάντα αναζητά αποδεκτές δικαιολογίες για να αναβάλει αποφάσεις ζωής. Ασυνείδητα, υποσυνείδητα και συχνά, απόλυτα συνειδητά.
Πόσο καταστροφικό για μία προσωπικότητα που κρύβει τις εγκατεστημένες βαθιά πλέον ανασφάλειες – δεν θα χρησιμοποιήσω ακόμα τη λέξη ριζωμένες για να κρατήσω την ψευδαίσθηση της διεξόδου – με το να περιμένει να γίνουν ιδανικές οι συνθήκες για να ξεκινήσει.
Πόσα χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες κρύφτηκα πίσω από την επίφαση της ιδανικής συνθήκης που απαιτείται για εκκίνηση. Χωρίς να το καταλάβω. Ώσπου σε κρίσεις ωριμότητας αναγνώρισα την στερεοτυπική συμπεριφορά που μόνη μου δημιούργησα με αέναη υπόσχεση να την αλλάξω.
Τίποτα δεν άλλαξα. Ενδεχομένως για λίγο να το «έκλεψα» ανά περιόδους.
Θυμάμαι στο εφηβικό μου δωμάτιο τέλη της δεκαετίας του ‘80, με την πράσινη μοκέτα και την λουλουδάτη ταπετσαρία, να βάζω στη διαπασών τη μουσική στο κασετόφωνο και να φαντάζομαι ρόλους μελλοντικούς. Περιμένοντας να μεγαλώσω, να είμαι πιο ελεύθερη, να μην έχω διάβασμα, να μην πηγαίνω σχολείο, να μη με ελέγχουν οι γονείς, να αποφασίζω μόνη μου.
Μετά στο Λονδίνο, φοιτήτρια, η ίδια διαδικασία, αυτή τη φορά με cd, με μένα να χορεύω παριστάνοντας ότι τελείωσαν οι σπουδές, πάνε τα μεταπτυχιακά, απελευθερώθηκε ο σφιχτός προϋπολογισμός, έχασα τα κιλά της εξεταστικής, επέστρεψε ο διαρκείας ανεκπλήρωτος έρωτας.
Αργότερα, περίμενα να πάρω μεγαλύτερο μισθό, να έχω πιο πολύ ελεύθερο χρόνο, να ολοκληρωθεί η πιεσμένη επαγγελματικά περίοδος, να παραδώσω τα projects, να πάρω την προαγωγή, να αλλάξω εταιρία, να αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο, να ξεπεράσω ένα χωρισμό.
Κι ύστερα ... περίμενα να αλλάξω σπίτι, να αδυνατίσω, να ξεκινήσω διατροφή, να διαβάσω τα βιβλία της ετήσιας μου λίστας, να αισθανθώ καλύτερα, να φτιάξει ο καιρός, να γυρίσει ο ήλιος, να γίνω καλά από κάτι που κατά καιρούς είχα ή σε περιπτώσεις νόμιζα ότι είχα, να ξεπεράσω ένα πένθος, να θρηνήσω μία απώλεια. Να αποκτήσω το επόμενο απ’ όλα, να διορθώσω ανεπαίσθητες πρακτικές και συναισθηματικές κακοτεχνίες, να γεφυρώσω διαφορές, να απομακρύνω τα περιττά, να βρω τα χρήματα.
Να περιμένω κάποιον να γυρίσει σε μένα, με την υποβόσκουσα βεβαιότητα ότι μόλις γυρίσει, η αναμονή θα μετακυλήσει σε άλλο σημείο και πάλι κάτι θα λείπει απ’ την εικόνα.
Και πέρασαν τα χρόνια, περιμένοντας κάτι να αλλάξει πριν ξεκινήσω, κι ήρθε η επίγνωση ότι πλέον κάποια χάθηκαν, καθώς δεν υπάρχει χρόνος και περιθώριο για να αλλάξουν πια.
Κι εκεί που μέτρησα, έκανα το λογαριασμό και μου αναγνώρισα ότι ο αριστοτεχνικός τρόπος που εφηύρα για να προχωράω στάσιμη, δεν είναι πια λειτουργικός, εκεί που με έσπρωξα βίαια μήπως και προλάβω τελικά, ήρθε και εγκαταστάθηκε η απόλυτη νομιμοποίηση της αναμονής.
Και βολεύτηκα, ανακουφίστηκα, παρηγορήθηκα ότι δεν είμαι εγώ η αναβλητική, η δειλή και κρυφά αναποφάσιστη. Τώρα περιμένουμε όλοι να ανοίξουν τα μαγαζιά, να πέσουν τα κρούσματα, να μειωθούν οι διασωληνωμένοι, να γίνουν οι εμβολιασμοί, να ξεκινήσει ο τουρισμός, να μπορούμε να φιληθούμε. Κι έχω κάθε λόγο πλέον να αναβάλλω και να κρύβομαι.
Σήμερα, συμπληρώνοντας έναν χρόνο δικαιολογημένης – για πρώτη φορά στο μοτίβο που έχω εφαρμόσει στη ζωή μου – αναμονής, αποφάσισα.
Θα ξεκινήσω.