Αυτό το Σάββατο έχεις κάθε λόγο να πας στον Εθνικό Κήπο

Αυτό το Σάββατο έχεις κάθε λόγο να πας στον Εθνικό Κήπο

Πικ νικ, γνωριμίες και… φραγκόκοτες σε περιμένουν

Γράφει η Ειρήνη Πολλάλη

Εθνικός Κήπος. Την τελευταία φορά που τον επισκέφτηκα ήταν πριν από δύο χρόνια. Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό και η αλήθεια είναι ότι ο συννεφιασμένος ουρανός, σε συνδυασμό με την καταθλιπτική μουντάδα και τους ελάχιστους επισκέπτες, δεν κατάφεραν να «ανεβάσουν» τη διάθεσή μου και να «χρωματίσουν» το γκριζοπράσινο τοπίο. Όταν, όμως, τον επισκέφτηκα ξανά το περασμένο Σάββατο, βίωσα μια καινούρια, «πολύχρωμη» εμπειρία.

Εδώ και λίγο καιρό προσπαθώ να κοιτώ και να ζω την Αθήνα σαν… τουρίστρια. Όταν πήγα στον Εθνικό Κήπο ήταν 11 το πρωί και κρατούσα στα χέρια μου την κάμερά μου. Μπήκα από την είσοδο που βρίσκεται στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και από τα πρώτα κιόλας βήματα που έκανα, ένιωσα ότι θα ήταν μια βόλτα ξεχωριστή. Η Άνοιξη, το φως που «έλουζε» τα πανέμορφα φυτά και τα δέντρα, ο κόσμος και τα γέλια, έδιναν στον κήπο μια αίσθηση «μαγική». Οικογένειες, ζευγάρια, παρέες, γιαγιάδες που κρατούσαν τα εγγονάκια τους από το χέρι και νεαροί που διάβαζαν τα βιβλία τους. Κάποιοι περπατούσαν, ενώ άλλοι έκαναν πικ-νικ στο γρασίδι.

«Γιατί δεν είχαμε φέρει ποτέ τα παιδιά εδώ; Γιατί δεν είχαμε έρθει; Είναι τόσο κοντά μας…», λέει μια γυναίκα στον σύζυγό της, ενώ κοιτά το γοητευτικό τοπίο. Λίγο πιο κάτω, στη λιμνούλα με τις χελώνες, παιδάκια κρέμονται από τα κάγκελα και ουρλιάζουν από χαρά. Οι χελωνίτσες που σκαρφαλώνουν στα βραχάκια και τα ψαράκια που κολυμπούν «μαγνητίζουν» τα αγοράκια και τα κοριτσάκια τα οποία κοιτούν αποσβολωμένα το νερό και δεν μπορούν να πιστέψουν ότι βρήκαν τέτοιο «θησαυρό» στο κέντρο της Αθήνας. «Όταν δουν τους αίγαγρους, θα ενθουσιαστούν ακόμη περισσότερο», σκέπτομαι.

Κάνω μερικά βήματα και βρίσκομαι σε μια πιο μεγάλη λίμνη. Εκεί, τουρίστες και Αθηναίοι φωτογραφίζονται μπροστά στο γεφυράκι με φόντο τα νερά που καθρεφτίζουν την αντανάκλασή τους. Λίγη ώρα αργότερα τα social media θα «κατακλυστούν» από τις νοσταλγικές και προσεκτικά «πειραγμένες» εικόνες τους. Αλήθεια, τι «φίλτρο» πρέπει να βάλουν για να φωτίσουν ακόμη περισσότερο το λαμπερό τοπίο;

Ο Φουρφουρίκος κολυμπά

Δυο πάπιες πέφτουν στο νερό και τα παιδάκια δεν αργούν να τις ακολουθήσουν ως τις όχθες τις λιμνούλας. Θέλουν να τις αγγίξουν, αλλά οι μαμάδες τους δεν τα αφήνουν. Συνεχίζω τη βόλτα μου η οποία διακόπτεται από τη φωνή μιας ηλικιωμένης κυρίας η οποία καλεί έναν... νέο να… κολυμπήσει.

«Μπράβο αγόρι μου! Μπράβο, κολύμπα», φωνάζει η γυναίκα. Κοιτάω γύρω μου και βλέπω ένα εντυπωσιακό πτηνό να πλατσουρίζει με χάρη στο νερό. Πλησιάζω την κυρία για να μάθω περισσότερες πληροφορίες. Μου λέει ότι τον φίλο της τον λένε… Φουρφουρίκο.

Η ηλικιωμένη κυρία μου αποκαλύπτει ότι της αρέσει να περνά την ώρα της δίπλα στις πάπιες και τις φραγκόκοτες . «Είναι φίλοι μου. Είμαι κάθε μέρα εδώ, από το πρωί μέχρι το απόγευμα», λέει, όταν ξαφνικά «καρφώνει» το ανήσυχο βλέμμα της στον Φουρφουρίκο. «Να κοίτα!», μου λέει. «Πάει στις πάπιες. Θα τσακωθούν. Είναι και αυτός άγριος αλλά και αυτές οι δύο οι πονηρές, γυρεύουν τσαμπουκά».

Παρακολουθώ για λίγα ακόμη λεπτά το κολύμπι του Φουρφουρίκου (δεν έχω δει ξανά φραγκόκοτα) και συνεχίζω. Πριν προλάβω, όμως, να απομακρυνθώ από τη λίμνη, ένας ξανθός νεαρός με σταματά.

Ο τουρίσταςαπό την Αυστραλία

«Με συγχωρείτε», μου λέει στα αγγλικά ο άντρας που φορά μια ανοιχτόχρωμη τραγιάσκα και εγώ υποθέτω ότι είναι ένας τουρίστας που θέλει απλά να πάρει πληροφορίες για την Αθήνα. Σίγουρα, όμως, δεν περίμενα την ερώτησή του. «Are you an assassin?», με ρωτά. Τον κοιτώ με απορία και δεν καταλαβαίνω πώς και γιατί κατέληξε στο «συμπέρασμα» ότι είμαι ή θα μπορούσα να είναι μια…. στυγερή δολοφόνος.

«Σας κοιτώ τόση ώρα να βγάζετε φωτογραφίες, ντυμένη στα μαύρα, από την κορυφή ως τα νύχια. Μήπως βρίσκεστε σε κάποια μυστική αποστολή; Μήπως είστε δολοφόνος;», ρωτά και χαμογελά. Γελάω με το σχόλιό του και του λέω ότι δεν χρειάζεται να ανησυχεί.

Στη συνέχεια, ο νεαρός μου εκφράζει την απορία που τον απασχολεί τις τελευταίες ημέρες. «Γιατί οι Ελληνίδες φορούν συνέχεια μαύρα τζάκετ και μπουφάν;», ρωτά. Δεν ξέρω τι να του πω πέρα από το ότι εγώ φορώ πάντα μαύρα, αλλά μαθαίνω ότι τον λένε Marcus και είναι από την Αυστραλία.


Τα τελευταία χρόνια ο Marcus ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, ωστόσο, αγαπά την Ελλάδα και την επισκέπτεται συχνά. Του ζητώ να μου εξηγήσει το γιατί και απαντά συνοπτικά: «Καλός καιρός, φιλόξενοι άνθρωποι, φανταστικό φαγητό». Αυτά είναι αρκετά για να κάνουν τον Marcus να επιστρέφει ξανά και ξανά στην χώρα μας.

Στο σημείο αυτό ο νεαρός Αυστραλός μου μιλά για την πόλη του, τη Μελβούρνη, αποκαλύπτοντάς μου ότι εκεί ζουν πολλοί Έλληνες. Του λέω ότι έχω κι εγώ συγγενείς στην Αυστραλία. Αρχίζει να γελά και αναφέρει πως του φαίνεται αστείο το γεγονός ότι σε όλες τις αυλές των ελληνικών σπιτιών στην χώρα του, υπάρχουν μικρές, τσιμεντένιες κατασκευές, όπως συντριβανάκια και αγαλματάκια.

«Είναι όπως στις ταινίες», σημειώνει. Δεν ξέρω αν αληθεύουν τα λεγόμενα του Μάρκους, αλλά η αντίδρασή του μου δείχνει ότι δεν ψεύδεται. Γιατί να το κάνει, άλλωστε; Μιλάμε λίγο ακόμη για τους Έλληνες της Αυστραλίας και αποχαιρετώ τον Marcus. Συνεχίζω τη βόλτα μου προς την πέργκολα με τις γλυσίνες. Το θέαμα είναι φυσικά μαγευτικό. Συναντώ κι εκεί τέσσερις παρέες που απολαμβάνουν το πρωινό τους κάτω από το μοβ «πέπλο» με το «μεθυστικό» άρωμα.

Επιστροφήστην πραγματικότητα

Βγαίνω από τον Εθνικό Κήπο. Ο θόρυβος της πόλης με ενοχλεί. Νιώθω σαν να είχα μεταφερθεί για μια ώρα σε άλλη εποχή. Στέκομαι στο φανάρι δίπλα από τη Βουλή και ετοιμάζομαι να διασχίσω τον δρόμο. Ενώ ονειροπολώ, ένας ηλικιωμένος πετάγεται μπροστά μου και σπρώχνει με δύναμη δύο γυναίκες. Επιχειρεί να τις κλωτσήσει και εκείνες περνούν αναστατωμένες τον δρόμο παρά τον κίνδυνο να χτυπηθούν από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Οι γυναίκες εξαφανίζονται και εγώ προσπαθώ να καταλάβω τι έχει συμβεί όταν ξαφνικά ο κύριος που «κυνήγησε» τις δύο καλοντυμένες 30αρες (όπως κατάλαβα) φωνάζει: «Είναι κλέφτρες, τις ξέρω. Τις έχω δει ξανά να το κάνουν».

Αμέσως, δείχνει την τσάντα μιας τουρίστριας. Πράγματι, σε λίγα δευτερόλεπτα, οι δυο γυναίκες προλάβαν να ανοίξουν το σακίδιο της γυναίκας. Ευτυχώς, όμως, δεν κατάφεραν να πάρουν κάτι. Η τουρίστρια κλείνει ατάραχη την τσάντα της και περνά τον δρόμο. Έπειτα από αυτή την ομολογουμένως «βίαιη» επιστροφή στην πραγματικότητα, σκέφτομαι να επιστρέψω στον Κήπο, αλλά βλέπω ότι η ώρα έχει περάσει. Συνεχίζω τη βόλτα μου προς την Πλάκα, έχοντας στο μυαλό μου όμορφες εικόνες. Σίγουρα θα επιστρέψω.

Τι αξίζεινα γνωρίζεις

Αξίζει να γνωρίζεις πως η πρώτη ονομασία του Εθνικού Κήπου μέχρι το 1974 ήταν «Βασιλικός Κήπος». Ο κήπος φιλοξενεί αρχαία ερείπια, κίονες και μωσαϊκά, ενώ στο νοτιοανατολικό του άκρο βρίσκονται οι προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια, του μεγάλου Φιλέλληνα Εϋνάρδου και στο νότιο του άκρο βρίσκεται η προτομή του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Ο κήπος των 155 στρεμμάτων ήταν προγραμματισμένος με εντολή της βασίλισσας Αμαλίας ως επιστημονικός και βοτανικός κήπος. Το 1839 φυτεύτηκαν σε αυτόν 15.000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και αυτοφυή είδη, που μεταφέρθηκαν από το Σούνιο και την Εύβοια. Το ενδιαφέρον της Βασίλισσας για τον Κήπο ήταν, μάλιστα, τέτοιο που λέγεται ότι περνούσε τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα ασχολούμενη προσωπικά με τη φροντίδα του. Μάλιστα, το 1842 μάλιστα φύτεψε η ίδια τις Ουασινγκτόνιες που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην είσοδο της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας!