Και κάθε φορά που φυσάει εγκλωβίζομαι σε μια 23η Ιουλίου
Η Ερμιόνη Σαρρή, η Γωγώ Δελογιάννη και η Μαίρη Συνατσάκη γράφουν για την 23η Ιουλίου του 2018.
Αυτό δεν είναι άλλο ένα κείμενο για την 23η Ιουλίου. Είναι 12 ολόκληροι μήνες χωρίς αναμνήσεις, χωρίς ανθρώπους και αντικείμενα που μεγάλωσες μαζί τους. Άνθρωποι που τους αγκάλιαζες μέχρι εκείνο το πρωί. Και έτσι χάθηκαν και μερικοί από αυτούς. Αγκαλιασμένοι σε εκείνο το… οικόπεδο του θανάτου. Σε εκείνο το οικόπεδο που ακόμα ακούγονται οι φωνές τους.
Όλα έσβησαν, όλα χάθηκαν, όλα έλιωσαν.
Αλλά η αγκαλιά αυτών των ανθρώπων έμεινε για πάντα.
Τίποτα δεν είναι ίδιο. Και ποτέ δε θα είναι! Ακόμα μυρίζει καμένο και ας μη μυρίζει. Όσο και αν έβρεξε, όσο και αν φύσηξε, όσο και αν άνθισαν μερικά λουλούδια την άνοιξη, σε κάθε μεγάλη ανάσα μυρίζει 23η Ιουλίου. Και κάθε φορά που θα φυσάει εμείς θα εγκλωβιζόμαστε σε εκείνη την προτελευταία Δευτέρα του Ιουλίου.
Τα βράδια κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι την πρώτη εικόνα που είδα μόλις έφτασα στη διασταύρωση της Ραφήνας και τα λόγια του αστυνομικού που έκλεινε το δρόμο προς τον Νέο Βουτζά. "Τι λες κοπέλα μου, όλος ο Βουτζάς καίγεται. Να περάσεις να πας πού; Οι καπνοί είναι πυκνοί, δεν μπορείς να πας πουθενά ". Εκεί έσβησαν όλα μέσα μου.
Ήταν γύρω στις 18.10 όταν το βλέμμα μου χάθηκε ανάμεσα στους μαύρους καπνούς, εκεί που υπολόγιζα πως ήταν το σπίτι μου. Τα μάτια μου δε βούρκωσαν απλά. Έκλεισαν από τα κλάματα και στάθηκα ακίνητη για μερικά λεπτά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε. Είχαμε καεί και άλλες φορές, γνωστό το φαινόμενο. Αυτή όμως δεν ήταν άλλη μια φωτιά στο Νέο Βουτζά. Ήταν το τέλος μας.
Οι επόμενες ώρες διαπερνούν ακόμη το μυαλό μου, δώδεκα μήνες μετά. Κάθε οργισμένη φωνή που άκουσα στο τηλέφωνο. Κάθε απεγνωσμένο βλέμμα που κοίταξα. Η αλμύρα των δακρύων στα χείλη μου είναι μια γεύση τόσο βαθιά καρφωμένη στην ψυχή μου. Μερικές φορές αισθάνομαι τη λάβα εκείνης της ημέρας να διαπερνά το κορμί μου, βλέπω τις σπίθες από τις φωτιές και ακόμα αρνούμαι να συνειδητοποιήσω πως υπήρξα εκεί.
Η αίσθηση του εγκλωβισμού συχνά πυκνά ξαναγεννιέται μέσα μου. Να μην μπορείς να προχωρήσεις ούτε μπροστά, ούτε πίσω και οι φλόγες να βρίσκονται λίγα μέτρα μακριά μας. Πανικός. Φωνές. «Θα καούμε». «Γιατί δεν προχωράμε». «Να αφήσουμε το αυτοκίνητο εδώ και να φύγουμε πεζοί». Τα τηλέφωνα να χτυπούν ασταμάτητα και τα νέα να είναι μόνο κακά. «Έπιασε φωτιά η σκεπή μας», «Καίγεται το σπίτι μας», «Δε βρίσκω τον μπαμπά μου μέσα στους καπνούς». Και ταυτόχρονα τα χέρια μου να τρέμουν και να ιδρώνουν. Το παν ήταν να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Έπρέπε να «απεγκλωβιστώ».
365 ημέρες μετά και μερικές εικόνες μένουν ανεξίτηλες στο μυαλό όλων. Η λεωφόρος Φλέμινγκ, ο πιο κεντρικός δρόμος της Ραφήνας, είναι ακινητοποιημένη από αυτοκίνητα. Έχουν σχηματιστεί περίπου 5 λωρίδες και ο κόσμος προσπαθεί να σωθεί, να φτάσει στα σπίτια του, δίπλα στα αγαπημένα του πρόσωπα. Ξαφνικά δύο οδηγοί διαπληκτίζονται. Όλοι σε μια απελπισία. Με έναν από τους δύο συναντήθηκα ξανά (εντελώς τυχαία) πέντε ώρες αργότερα. Στο λιμάνι της Ραφήνας. Εκείνος είχε μαυρισμένο μάτι μετά τον καβγά του και κοιτούσε μία μία τις βάρκες που πλησίαζαν. Έψαχνε τους δικούς του. Έψαχνε την οικογένειά του.
Δε θα σου κρυφτώ. 365 ημέρες αργότερα και η καρδιά μου χτυπά δυνατά κάθε φορά που ακούω τις σειρήνες της πυροσβεστικής. Κοιτώ τριγύρω μου και προσπαθώ να καταστρώσω τρόπο διαφυγής. Για κάποιους, αυτό λέγεται μετατραυματικό στρες. Για εμένα, υπόλειμμα μίας 23ης Ιουλίου. Από εκείνη την ημέρα και έπειτα θέλω πάντα να γνωρίζω πώς μπορώ να φύγω από το μέρος που είμαι. Κάνω τις δικές μου «πρόβες σεισμού», έτσι τις λέγαμε στο σχολείο. Κάνω τις δικές μου πρόβες «ΦΥΓΗΣ».
23 Ιουλίου 2019. Και εσύ ίσως αναρωτιέσαι πώς είναι τα πράγματα εκεί. Τόσο ίδια μα τόσο διαφορετικά, θέλω να σου απαντήσω.
Μας ξέχασαν. Οι άλλοι, όχι οι φίλοι μας. Οι φίλοι μας βρίσκονται εκεί, δώδεκα μήνες τώρα. Το τοπίο δε μοιάζει νεκρό. Είναι. Ελάχιστα από τα καμένα σπίτια έχουν «συμμαζευτεί» ώστε τίποτα να μη θυμίζει αυτό που συνέβη. Αυτό δε γίνεται όμως. Βάψαμε τα σπίτια, όχι και τις ψυχές μας. Πίσω από τον σοβά παραμένει το μαύρο. Όπως ακριβώς και στις καρδιές μας. Τα σημάδια θα υπάρχουν πάντα.
Δε θα σου πω πως οι πρώτοι μήνες ήταν δύσκολοι, γιατί ακόμα είναι.
Να ξεκινήσω πρώτα με τις πιο «ψυχρές» και απρόσωπες αποκαλύψεις; Τα λεφτά που μαζεύτηκαν από δωρεές ήταν πολλά και παραμένουν (θεωρώ). Λίγα από αυτά όμως έχουν φτάσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πυρόπληκτων. Τον πρώτο μήνα υπήρξε ενδιαφέρον και τηλεφωνήματα. Οι ελπίδες ήταν πολλές. Ακόμα περισσότερες οι υπογραφές που έπρεπε να βάλεις σε χαρτιά και επίσημα έγγραφα για να αποζημιωθείς. Μέχρι να μπει το φθινόπωρο όλοι ελπίζαμε και νομίζαμε πως αργά ή γρήγορα οι βλέψεις μας θα γίνουν πραγματικότητα. Οι περισσότεροι ακόμα και σήμερα δεν έχουμε αποζημιωθεί στο εκατό τοις εκατό. Οι περισσότεροι δεν έχουν επιστρέψει ακόμα στα σπίτια τους. Δεν έχουν αποζημιωθεί για την ολοκληρωτική καταστροφή της περιουσίας τους και ακόμα φιλοξενούνται σε κατασκηνώσεις και σπίτια φίλων και συγγενών. Άραγε, θα γίνει; Είναι αμέτρητα τα «θα» σε κάθε συνάντηση με τους υπευθύνους και όλα... ΘΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ.
«Θα φτιάξουν όλα». Δε θυμάμαι πόσες φορές το άκουσα τους πρώτους μήνες. Άλλες τόσες το είπα εγώ η ίδια. Υπήρχαν αυτά τα αγγίγματα στον ώμο, οι αγκαλιές που σε έκαναν να ελπίζεις ξανά. Οι εθελοντές έδωσαν μαθήματα ζωής. Όλοι εκεί με ένα χαμόγελο στα χείλη, κουρασμένοι στην όψη, ξεκούραστοι στην ψυχή. Δεν ήταν εκεί γιατί έπρεπε. Ούτε που μας ήξεραν. Δεν ήμασταν φίλοι αλλά γίναμε. Έχοντας κάνει βουτιά στο κενό, δίχως καν αναπνοή, ήταν εκείνοι που μας τραβούσαν δυνατά το σχοινί πάνω και προσπαθούσαν να μας φέρουν ξανά στην επιφάνεια. Εμείς όλο και βυθιζόμασταν στην απελπισία μας αλλά αυτοί όλο και τραβούσαν πιο δυνατά το σχοινί.Θεωρούσαμε πως είχαμε ήδη «πνιγεί». Αυτοί, από την άλλη, άκουγαν ακόμα και τις πιο κρυφές μας ανάσες και μας έδιναν «οξυγόνο». Το φιλί της ζωής. Αμέτρητες φορές.
Τρώγαμε από το συσσίτιο, οι εθελοντές περνούσαν διαρκώς και μας άφηναν παγωμένα μπουκάλια με νερό. Τα βράδια ανάβαμε φακούς (Το ρεύμα άργησε αρκετά, βλέπεις, να επιστρέψει στην περιοχή.) και κάναμε βάρδιες μέσα στους καμένους μας κήπους. Ήταν και εκείνοι που προσπαθούσαν να μας δώσουν την τελειωτική κλοτσιά και να κλέψουν από τα σπίτια ό,τι είχε απομείνει. Ο θάνατός μας, η ζωή τους. Οι τελευταίες μας αναμνήσεις, ο πλούτος τους. Κανονικό πλιάτσικο. Σαν αυτό που βλέπεις στις ταινίες.
Και κάπου εδώ θέλω να σου πω κάτι τόσο κλισέ για εσένα, τόσο αληθινό για εμένα. Να μη θεωρείς τίποτα δεδομένο στη ζωή σου. Όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα αντικείμενα και τις στιγμές. Να ζεις την κάθε στιγμή για το τώρα, γιατί το θες και όχι επειδή στο επέβαλε κάποιος. Να μην έρθει ποτέ στην ζωή σου μια 23η Ιουλίου να σου θυμίσει πως άφησες πολλά «αν» ζωντανά.
Κάθε πρωί φεύγοντας από το σπίτι μου ή τα βράδια επιστρέφοντας, η υπαίθρια πυριτιδαποθήκη της Μαραθώνος είναι η πρώτη εικόνα που συναντώ. «Ένα σπίρτο είμαστε και αυτή τη φορά δεν ξέρω πόσο χειρότερα θα είναι». Το σκέφτομαι ξανά και ξανά όσο αντικρίζω τα καμένα. Έχω σταθεί πολλές φορές απέναντι σε αυτό το «χωράφι των καμένων αναμνήσεων». Εκεί έχουν πεταχτεί όλα μας τα χρόνια και κανείς δεν έχει βρεθεί να μας λυτρώσει από αυτό.
Δε θέλω άλλο να τα βλέπω. Δε θέλω να φοβάμαι πως θα υπάρξει ξανά μια 23η Ιουλίου. Μία Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη που θα ζήσουμε ξανά τα ίδια. Ένα απόγευμα που κάποιος θα με εμποδίσει να φτάσω στο σπίτι μου. Κάποιο επόμενο πρωινό που θα μετράμε νεκρούς, τραυματισμένους και χαμένες περιουσίες.
Η Γωγώ Δελογιάννη μετρά 365 από το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής της
«Από ένα μάθημα που πήρα μόνη μου, εντελώς οικειοθελώς και με τα αυτιά μου ορθάνοιχτα», ήταν η λεζάντα που συνόδευε το παρακάτω κείμενο που μου έστειλε με αφορμή τη μαύρη αυτή επέτειο.
Μαγείρεψα στο Μάτι, σε ένα ξέφωτο στο Νέο Βουτζά για την ακρίβεια, 19 μέρες. Κι έκανα διαλογή προϊόντων και μεταφορές και παράδοση ειδών πρώτης ανάγκης σε ανθρώπους που τα χρειάζονταν, άλλες 4.
Είδα πολλά άσχημα εκείνες τις μέρες. Είδα να κυριαρχεί το χάος και η αλαζονεία. Είδα να βασιλεύει η βλακεία και η ανευθυνότητα. Έχανα την πίστη μου στον άνθρωπο κάθε μέρα. Και κάθε βράδυ, όταν πλέναμε τα καζάνια μας και χαιρετιόμασταν για να τα ξαναπούμε το πρωί, όλοι κατάκοποι και χαρούμενοι που είχαμε βρει ένα τρόπο να βοηθήσουμε, την ξανακέρδιζα.
Κάθε φορά που έβλεπα ένα πιτσιρίκι 12 -15 χρονών, που ήρθε από το κέντρο της Αθήνας με το λεωφορείο για να βοηθήσει, «γιατί εκεί μένουν οι φίλοι του», κάθε φορά που έπεφτα πάνω στην ομάδα προσφύγων που είχε έρθει από τη Μυτιλήνη και αποκαθιστούσε ολόκληρα σπίτια, όταν αυτό ήταν δυνατό, «γιατί οι Έλληνες τους τάισαν και τους πότισαν όταν χρειάστηκε και τώρα θα τους το ξεπληρώσουν»**, κάθε φορά που κάποιος από αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους ερχόταν να βοηθήσει «γιατί κάποιοι άλλοι τη χρειάζονται περισσότερο αυτή τη βοήθεια», την ξανακέρδιζα.
Θυμάμαι 3 πράγματα και θα τα θυμάμαι για όλη μου τη ζωή.
Μέρα 1η. Ένας κύριος με το μαγιό του που από όλα τα αγαθά που μπορούσε να πάρει από εκείνα που συγκεντρώνονταν, φαγητά, ρούχα παπούτσια, θέλει μόνο ένα φτυάρι για να θάψει το σκύλο του.
Μέρα 4η . Δυο κυρίες, μάνα και κόρη, πήραν όσα τρόφιμα και καθαριστικά χρειάζονταν και έκρυβαν και λίγα σε μια δεύτερη σακούλα την οποία νόμιζαν ότι δε βλέπω. Κάποια στιγμή τους είπα να τα βάλουμε όλα μαζί σε μεγάλες κούτες και τραβώντας την ξεχωριστή σακούλα μου είπαν «Αυτά είναι για τον Ιμπραήμ. Κάηκε κι αυτουνού το σπίτι, αλλά δεν έχει χαρτιά και φοβάται να έρθει εδώ. Είναι γείτονάς μας κι είναι πολύ καλός άνθρωπος. Αν δε μπορούμε να τα πάρουμε, δεν πειράζει, πήραμε εμείς πολλά, θα του δώσουμε από τα δικά μας.»
Μέρα 15η . Μια γιαγιά σε ένα στενό στο Νέο Βουτζά, ώρα 8.30 το απόγευμα, περιμένει να της πάμε το βραδυνό φαγητό της γιατί δεν είχε τρόπο να έρθει να το πάρει. Φτάνουμε και μας περιμένει στην αυλή. Μέχρι να της δώσω τη σακούλα, είναι ήδη στο δρόμο, πιάνει τα χέρια μου μαζί με τη σακούλα μαζί τα φιλάει και μου δίνει όσες ευχές της έρχονται πρώτες. Δε βρίσκω να πω τίποτα. Μπαίνω στο αμάξι κλαίγοντας.
Εκείνες τις μέρες φορούσα ένα ζευγάρι καινούργια άσπρα παπούτσια. Από τα καζάνια και τη μουτζούρα κάηκαν, ξεκόλλησαν. Δεν τα ξαναφόρεσα κι ένα χρόνο τώρα τα φυλάω έτσι. Στο σαλόνι μου. Να μου θυμίζουν ότι η συλλογική ανοχή μας οδήγησε στην καταστροφή κι αυτό είναι κάτι που ο καθένας μας το αλλάζει μόνος του και λίγο λίγο.
Cheers to the broken και καλό καλοκαίρι.
**ηταν η ομάδα Refugee 4 Refugees και φτάνοντας στη Βάση της Νέας Μάκρης, μίλησαν με μένα πρώτα μήπως ήξερα να τους κατευθύνω. Όταν ρώτησα τον επικεφαλής της ομάδας τι κάνουν εδώ μου απάντησε «We came to pay the debt».
Μαίρη Συνατσάκη: «Ο εγκέφαλος μουδυσκολευόταν πολύ να συνειδητοποιήσει ότι όπου έβλεπαν τα μάτια μου, όλα ήταν μαύρα,χωρίς χρώμα. Ήταν παράλογο για να το χωνέψω.
Η Μαίρη Συνατσάκη μας έγραψε τη δική της εμπειρία από τις ημέρες αυτές που «έζησε» ως εθελόντρια στο Μάτι και το Νέο Βουτζά.«Η πρώτη μου επαφή με τον εθελοντισμό πέρυσι το καλοκαίρι έγινε αρχικά στις εγκαταστάσεις του tae kwo do, τρεις ημέρες μετά την φωτιά. Εκείνη την ημέρα παρατήσαμε όλα τα κορίτσια το γραφείο και την δουλειά και πήγαμε να βοηθήσουμε στη διαλογή των προϊόντων που γινόταν εκεί. Δεν μπορούσα να πιστέψω τον αριθμό των ανθρώπων και την ποσότητα των αγαθών που είχαν ήδη συγκεντρωθεί. Και την διάθεση για αυτοδιοργάνωση και την προσπάθεια όλων και την οικειότητα ανάμεσα σε αγνώστους εξαιτίας του κοινού σκοπού.
Ήταν σχεδόν εθιστικό το συναίσθημα του να βοηθάς κάπου και από την επόμενη ημέρα ξεκίνησα να πηγαίνω στο Μάτι αφού ήδη η Γωγώ Δελογιάννη είχε στήσει το hotspot του Βουτζά και μαγείρευε καθημερινά. Με παρότρυνε παρά πολύ η παρουσία της Γωγούς εκεί. Γι’ αυτό ξεκίνησα να μιλάω αποκλειστικά για τον εθελοντισμό και τις ανάγκες του Ματιού από το Instagram μου. Γιατί σκεφτόμουν ότι αν εμένα με επηρέασε πολύ θετικά η παρουσία ενός ανθρώπου που γνωρίζω εκεί, κάπως αντίστοιχα μπορεί να σκεφτεί και ο οποιοδήποτε που με ακολουθεί και να έρθει επίσης.
Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που βρέθηκα στην περιοχή. Εκεί όπου όλα στην διαδρομή με το αυτοκίνητο ήταν φυσιολογικά και όπως τα ήξερα, την στιγμή όμως που έστριβες από την λεωφόρο Μαραθώνος προς το Μάτι ήταν σαν να έμπαινες σε κάποιο σκηνικό καταστροφής. Η μυρωδιά από τα καμένα παρέμενε πολύ έντονη κι ας είχαν περάσει έξι μέρες από την φωτιά και θυμάμαι πως ο εγκέφαλος μου δυσκολευόταν πολύ να συνειδητοποιήσει ότι όπου έβλεπαν τα μάτια μου, όλα ήταν μαύρα, χωρίς χρώμα. Ήταν παράλογο για να το χωνέψω.
Τον μήνα που ακολούθησε πήγαινα σχεδόν κάθε μέρα εκεί και επειδή εκτός των άλλων κάναμε και τις κατ’ οίκον παραδόσεις του φαγητού σε όσους παρέμεναν στην περιοχή, είχαμε επικοινωνία με πολλούς. Θυμάμαι πολύ έντονα την επιθυμία των ανθρώπων να μοιραστούν την εμπειρία τους. Όσα είχαν ζήσει και δει. Μου έκανε στην αρχή εντύπωση που ανακαλούσαν τόσο συχνά όλο αυτό το τραγικό που τους είχε συμβεί αλλά σκέφτηκα αργότερα πως θα έκανα μάλλον το ίδιο. Θα έλεγα ξανά και ξανά την ιστορία μου μήπως και την χωνέψω/συνειδητοποιήσω/την βάλω σε μια κανονικότητα για να μπορέσω να συνεχίσω.
Είναι πολλές οι ιστορίες που άκουσα και δεν θα ξεχάσω ποτέ, αλλά πολύ προσωπικές των ανθρώπων για να τις μοιραστώ εγώ εκ μέρους τους.