Ένα μυθιστόρημα απ τον Διονύση Μαρίνο
Παλιά ήταν εύκολο οι εκδότες να βγάζουν πολλά βιβλία. Στόχος υπερφίαλος πολλών, το να εκδίδουν ένα βιβλίο για κάθε μέρα του χρόνου. Τώρα πια μονό όσοι αξίζουν παίρνουν το δρόμο για την επιμέλεια, τις μακέτες, τα πιεστήρια, τα βιβλιοπωλεία. Ξέρω λοιπόν, πως πολλά βιβλία ελληνικά έχουν απογοητεύσει το αναγνωστικό κοινό. Κοινοτοπίες, ροζ σαχλαμάρες όπου μια αγαπήσει έναν, αντρικές ηλιθιότητες για νύχτες με αλκοόλ και μοιραίες γυναίκες που όλες πέφτουν στα πόδια τους, ο Εμφύλιος πάντα, το Πολυτεχνείο φυσικά, ένα περισπούδαστο, εξεζητημένο περιβάλλον βιβλιακό, όπου οι ήρωες αναμασούν κλισέ συγγραφικά, ξεπερασμένα απ την υπέροχη ακόμη του pulp σε πολλές περιπτώσεις, έναντι του δήθεν. Και το κατεστημένο των συγγραφέων να αποκλείει από άλλες θέσεις, καλυμμένες, ως αναγνώστες, ως σύμβουλοι, η απλώς έχοντες επιρροή, όσους διαφέρουν, όσους ξεχωρίζει το κεφάλι τους και πρέπει να κοπεί.
Ευτυχώς στην περίπτωση του Διονύση Μαρίνου δεν ίσχυσε κάτι τέτοιο. Ποιητής κυρίως, τρυφερός, με λόγο στοργικό και απόκτηση μια χαμένης αντρικής υπερευαισθησίας, γράφει –με επηρεασμούς κατά γνώμη μου στην αρχή απ το Περί Τυφλότητας- για τα «Χαμένα κορμιά». Άνθρωποι στην Αθήνα, διαφορετικοί μεταξύ τους, σε ανείπωτες στιγμές, απλά...εξαφανίζονται! Εξαϋλώνονται; Διακτινίζονται; Που πάνε; Τι συμβαίνει;
Παραδοξότητα, τόσο αληθινή, υπάρχει; Ναι, εδώ την ανακαλύπτει ο Διονύσης Μαρίνος! Και εγώ τώρα καμαρώνω, γιατί αυτός ο τύπος, της αθλητικής σύνταξης, μπορεί να δημιουργεί, θυμίζοντας πως ο δημόσιος λόγος, η δημόσια γραφή, συγγενεύει πάντα με την λογοτεχνία και κάποιοι τολμούν να της αφεθούν. Και επειδή ήταν διπλανός μου στο γραφείο, κάποτε και επειδή σαν παιδιά πειραζόμασταν και γελάσαμε και είχαμε ψευδαισθήσεις για ένα μέλλον πολύχρωμο που μας χρωστούσε ευτυχία, τώρα που τον διαβάζω, ξέρω, πως απ όλα τα βιβλία που κυκλοφορούν, ο δικός μου φίλος, έγραψε το καλύτερο!
(εκδόσεις: Τετράγωνο)