Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Στὴν Παναγία τὴν Κουνίστρα
Εἰς ὅλην τὴν Χριστιανοσύνη
Μιὰ εἶναι μόνη Παναγία ἁγνή,
Κόρη παιδίσκη, Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων,
χωρὶς Χριστόν, θεῖο παιδί, στὰ χέρια,
καὶ τρεφομένη μὲ ἀγγέλων ἄρτον!..
Ἐσὺ 'σαι ἡ μόνη Παναγία Κουνίστρα,
Ποὺ ἐφανερώθης στῆς Σκιάθου τὸ νησί,
εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθημένη,
κ' αἰωρουμένη εἰς τερπνὴν αἰώραν,
ὅπως αἱ κορασίδες συνηθίζουν...
Ἐφανερώθης, κι ὅλος ὁ λαὸς
μετὰ θυμιαμάτων καὶ λαμπάδων
ἐν θείᾳ λιτανείᾳ σὲ παρέπεμψε -
κ' ἐσήκωσεν ὡραῖον λευκὸν ναόν,
ποὺ μὲ πιατάκια ἑλληνικά σοῦ στόλισε!..
Κι ὅλος ὁ ἥλιος ἔλαμπεν εἰς τὸν ναόν σου,
καὶ φῶς τὸν πλημμυροῦσε μαργαρῶδες,
ὅλα τ' ἀστέρια ἐφεγγοβολοῦσαν,
καὶ ἡ Σελήνη ἐχάιδευε γλυκὰ
τὰ ἁπλά τῆς ἐκκλησίας σου καντιλάκια !..
Κ' εἶδες, ἡ Κόρη, τοῦ λαοῦ τὴν πίστιν,
εἶδες καὶ τὴν πτωχείαν κ' εὐσπλαχνίσθης,
ὅπως τὸ πάλαι εἶχε σπλαχνισθῆ ὁ Υἱός σου
τοὺς προγόνους τοῦ ἴδιου του λαοῦ,
ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα...
Κι ἄρχισες νὰ γιατρεύῃς τοὺς ἀρρώστους
καὶ νὰ γιατρεύῃς τοὺς δαιμονισμένους -
(ποὺ ἤρχετο ὥρα κ' εἰς τοὺς τοίχους ἐχτυπῶντο
μὲ φοβερὸν συγκλονισμὸν)
κι ἄρχισες, θεία, νὰ θαυματουργῆς!..
Κ' ἡ χάρη σου ξαπλώθηκε ὡς τὰ πέρατα
τοῦ εἰρηνικοῦ νησιοῦ τῆς Σκιάθου,
ὦ Παναγία μου, κόρη πάναγνη, καλή.
Κι ἴσως να φτάσει κι ως ἐμένα και νἁπλώσει
γαλήνη στην ψυχήμου την ἁμαρτωλή.