Ένα «Υστερόγραφο» απ'τον Σεφέρη
Πάντα αγαπημένος των ψυχών μας. Με λέξεις να λένε όσα σκεφτήκαμε αλλά δεν το ξέραμε ώσπου να τον διαβάσουμε. Αυτόπτης μαρτυράς των ζωών μας, επιθυμιών, ματαιώσεων, φοβιών. Σαν ποιητής, γιατί είναι αυτοί οι σπουδαιότεροι των ανθρώπων. Και εμείς είμαστε έθνος ποιητών...
Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα
καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα
τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ
πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας
χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν
τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.
Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους
δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.
Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.
Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας
μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,
Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε
ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε
γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα
ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς
ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,
πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε
μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ
ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας
στὰ χάσματα τῆς μνήμης.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.
Ἂς γίνει ἀλλιῶς τὸ θέλημά Σου.