«Canto General», Νερούντα, Μίκης και οι θρύλοι συναντιούνται στο Ηρώδειο
Το οριακό για την ποίηση «Canto General», του Νομπελίστα Xιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα, μελοποιημένο από τον πολύτιμο οικουμενικά Μίκη Θεοδωράκη, παρουσιάζεται στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, απόψε στις 21:00 το βράδυ, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής, που είναι από τη δεκαετία του 60, νομίζω, συνεργάτες ζωής του σπουδαίου σύνθετη θα ερμηνεύσουν αποσπάσματα από το ορατόριο.
Μαζί τους η Χορωδία της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μπουζάνη και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων υπό τον Σταύρο Μπερή, αλλά και δεκαπενταμελής ορχήστρα. Το έργο διευθύνει ο αρχιμουσικός, φίλος και συνεργάτης του σύνθετη μας, Λουκάς Καρυτινός. Μοναδικός νέος συνεργάτης ο Τάσος Νούσιας που θα διαβάσει αποσπάσματα του ποιητικού έργου του Νερούδα.
Το πρώτο μέρος του «Canto General» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1972 στο Παρίσι. Ο Πάμπλο Νερούδα, Πρέσβης της Χιλής στη Γαλλία την εποχή εκείνη, ήταν παρών στις πρώτες πρόβες του έργου, που έγιναν σε παρισινό στούντιο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1973, το έργο προγραμματίστηκε να παρουσιαστεί στη Χιλή σε μια συναυλία αφιερωμένη στον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της Δικτατορίας στην Ελλάδα, παρουσία του Σαλβαδόρ Αλιέντε και του Πάμπλο Νερούδα. Η συναυλία αυτή δεν έγινε ποτέ, το πραξικόπημα του Πινοσέτ αιματοκύλισε τη Χιλή. Χρόνια αργότερα, τη συνεχεία του έργου που δεν είχε ακούσει ο ποιητής, ο Μίκης Θεοδωράκης θα επιλέξει να την δώσει με συναυλία στην ελεύθερη Χιλή, πάνω απ το τάφο του ποιητή. Μεταφυσική και ποιητική λεπτομέρεια ήταν το ότι ένα περιστεράκι πέταξε την ώρα της συναυλίας και αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στο τάφο του Νερούντα.
Και έτσι γιατί αγαπιέται, ο «μεγαλύτερος ποιητής του 20ου αιώνα» όπως τον χαρακτήρισε ο Μάρκες, ένα ερωτικό του ποίημα για να κρατήσουμε λίγο την αίσθηση του:
Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.
Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο
όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.
Απ' το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ
τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.
Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα
κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.
Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη
από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.
Λέγε μου, που ήσουνα?
Με τι κόσμο?
Και τι τους έλεγες?
Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα
μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?
Μου 'φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι
και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε
κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.
Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια
με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ' αγάλματα.