SYLVIA PLATH: η αυτόχειρας της ποίησης
Η ζωή της πιο πολύ, ακόμα και από αυτή την ίδια την μοντέρνα, τη γυναίκεια ποίηση της, την βουτηγμένη στην απελπισία και στην αγάπη του θανάτου, είναι ένα παράφορο έργο τέχνης. Μανιασμένα ερωτευμένη με τον άντρα της, με οριακούς χωρισμούς και νέες αφετηρίες, νοικοκυρά, τρυφερή γυναίκα, μάνα, παθιασμένη ερωμένη, έβαλε το κεφάλι της στον φούρνο, έκλεισε με βρεγμένη πετσέτα το άνοιγμα στο δωμάτιο των παιδιών της και άνοιξε το γκάζι.
Αν δεν την έχετε υποψιν, βουτήξτε λίγο στο κόσμο της Σιλβια Πλαθ, μιας απ τις πιο αγαπημένες γυναικείες κραυγές της σύγχρονης Αμερικανικής ποίησης. Στο ποίημα της «Χρόνια», η απόδοση είναι της Κλεοπάτρας Λυμπέρη.
Εισβάλλουν σαν ζώα από το μακρινό
Σύμπαν του πουρναριού, όπου αγκάθια
δεν ειν οι σκέψεις που σ αυτές γυρνώ σαν Γιόγκι,
αλλά το πράσινο, η ατόφια σκοτεινιά
που συμπυκνώνουν κι αναδίνουν.
Ω θεέ μου, εγώ δεν σου μοιάζω
μέσα στο άδειο μαύρο σου,
αστέρια κολλημένα παντού, λαμπερό ηλίθιο κομφετί.
Η αιωνιότητα με κάνει να πλήττω,
Ποτέ μου δεν την θέλησα.
Ό,τι αγαπώ είναι
το έμβολο σε κίνηση -
Η ψυχή μου πεθαίνει μπροστά του.
και οι οπλές των αλόγων,
η άσπλαχνη καρδάρα τους.
Κι εσύ, σπουδαία Στάση -
τι το σπουδαίο έχεις!
Είναι μια τίγρις αυτός ο χρόνος, αυτός ο βρυχηθμός
στην πόρτα;
Είναι Χριστός,
το φοβερό
Θεϊκό κομμάτι μέσα του
που ανυπομονεί να φτερουγίσει και να δώσει ένα τέλος;
Τα ματωμένα βατόμουρα είναι ο εαυτός τους, πολύ
ακίνητα.
Οι οπλές δεν θα το δεχτούν αυτό,
Σε μακρινό μπλε τα έμβολα σφυρίζουν.