Γιατί αγαπάμε το κιτς στη Eurovision
Χωρίς ερωτηματικό, αλλά με μία ξεκάθαρη κατάφαση.
Αν σου προκαλεί δέος και ενδιαφέρον ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, πρέπει οπωσδήποτε να ανέβεις κάποια στιγμή στη ζωή σου στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και να θαυμάσεις από κοντά τον Παρθενώνα.
Αν, πάλι, σου τραβάνε την προσοχή και σου εξάπτουν την περιέργεια οι κιτς αναφορές, τότε επιβάλλεται να παρακολουθείς τον ετήσιο μουσικό διαγωνισμό της Eurovision. Γιατί η Eurovision είναι η «Ακρόπολη» του κιτς και ίσως το τελευταίο του προπύργιο απέναντι στη σοβαροφάνεια που χαρακτηρίζει το καλλιτεχνικό στερέωμα. Ένα μουσικό show απενοχοποιημένο από τους καθωσπρεπισμούς και τις βαρετές, εμπορικές συμβάσεις που προσδιορίζουν όλα τα υπόλοιπα music events του πλανήτη, καθώς στόχος του δεν είναι η προσωπική καταξίωση κάποιου καλλιτέχνη, αλλά η συσπείρωση μίας ολόκληρης χώρας στο πρόσωπό του.
Από το 1980 και τη συμμετοχή του Λουξεμβούργου με το τραγούδι «Papa pingouin» και τον τραγουδιστή του συγκροτήματος «Sophie & Magaly» να έχει ντυθεί πιγκουίνος πάνω στη σκηνή, μέχρι το 2008 και τη συμμετοχή της Ιρλανδίας που την εκπροσώπησε μία γαλοπούλα, είναι αμέτρητες οι κιτς εμφανίσεις στο πλαίσιο του θεσμού.
Folklore στα όρια του sexy για την Πολωνία το 2004, μία Ρουσλάνα πιστό αντίγραφο της «Ζίνα: H Πριγκίπισσα του Πολέμου» την ίδια χρονιά και φυσικά την Silvia Night με το Congratulations, την συμμετοχή της Ισλανδίας το 2006 η οποία «υστερίαζε» on stage ντυμένη με «φτερά και πούπουλα», είναι μερικές ακόμα ερμηνείες που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας, όχι για μουσικούς, αλλά για ενδυματολογικούς λόγους. Και αυτός είναι ένας ακόμα παράγοντας που μας γεμίζει νοσταλγία κάθε χρόνο που βλέπουμε ολοένα και πιο «πολιτικά ορθές» εμφανίσεις.
Η Eurovision είναι συνυφασμένη με τα παιδικά μας χρόνια -στους over thirty αναφέρομαι- και μπορούμε να δεχτούμε τον εκσυγχρονισμό της ως ένα σημείο. Σε ό,τι αφορά ίσως στα βαθύτερα νοήματα των στίχων των τραγουδιών, την επιλογή να μην είναι όλα αγγλόφωνα, τη μουσική «τελειομανία» πίσω από κάθε ρυθμό, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε να μας αφαιρέσουν το κιτς από τον πυρήνα της. Θα είναι σαν να μας αναγκάσει κάποιος να δούμε το Ρετιρέ χωρίς να παίζει η «Ξυνή» ή καλλιτεχνικό πατινάζ χωρίς την περιγραφή του Αλέξη Κωστάλα.
Το κιτς είναι ο αστείος παράγοντας που κάνει αυτόν τον διαγωνισμό τόσο αυθεντικά ακομπλεξάριστο και έτσι ακριβώς θέλουμε να παραμείνει. Ένα «twisted red carpet», στο οποίο δεν έχει σημασία ο σχεδιαστής ή τα παπούτσια που φοράει η star, αλλά η ευφορία που μας προκαλεί με το που πατάει πάνω σε αυτό. Όπως έχει πει και ο Ιταλός φιλόσοφος-συγγραφέας, Ουμπέρτο Έκο «η υπερβολική συσσώρευση στοιχείων κιτς αποτελεί μια αξιοσημείωτη υφολογική πρόταση». Ποντάρουμε ότι το έγραψε αυτό εκεί κάπου στα 80s βλέποντας Eurovision.