Όταν η show biz ξεπερνάει τα όρια... Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
Μικρή μου βασιλοπούλα, θέλω να σου εκμυστηρευτώ προσωπικά μια πικρή, μικρή μου αλήθεια και να την μεταλάβω μαζί σου. Λοιπόν, είμαι στη δημοσιογραφία, εδώ και έναν αιώνα, απολίθωμα του 20ου αιώνα και των χρυσών δεκαετιών του λαιφ σταιλ και της αλά μπελ εποκ, ανύποπτης, αθώας ελαφρότητας του. Αποθεώσαμε τις μετριότητες, καθιερώσαμε τις ανουσιότητες, πήραμε στα σοβαρά τις κενότητες, από δική μας ευθύνη. Δώσαμε χώρο, χρόνο και βαρύτητα στην ανοησία, στην αταλαντοσύνη, στο μιμητισμό, στο μαϊμουδισμό, στην ωμότητα, στο απροκάλυπτο, στο μη ποιητικό, στο κρέας, στο υπερφίαλο, στο ματαιόδοξο, στο αμόρφωτο και αστοιχείωτο.
Ελαφρυντικά δεν υπάρχουν. Όχι. Μόνο η νεότητα μας, η αισιοδοξία, η χαλαρότητα να λειτουργήσουν υπέρ μας, αλλά δεν αρκούν για να αθωωθούμε από ενοχές και όχι, δεν απαλασσόμαστε λόγω βλακείας!
Βαφτίσαμε με ξένες ονομασίες το τίποτα, νομιμοποιώντας το, σε έναν ευφημισμό όλο φαντασία, είναι αλήθεια, αλλά το ξύδι, όσο κι αν το βαφτίσεις γλυκάδι, ξύδι παραμένει. Η χαζή, πρόθυμη, αμόρφωτη βαμμένη ξανθιά ονομάστηκε μπίμπο, οι ανούσιες λεπτομέρειες για την φωτογραφική καθημερινότητα αδιαφορών ανθρώπων λαιφ σταιλ, το πρόστυχο κουτσομπολιό γκόσιπ, η ανεπάγγελτη εξαρτημένη και εκχωρούμενη νεαρή παρτι γκερλ και πάει λέγοντας, σε μια εικονοκλαστική αποθέωση της πόζας και μιας πλήρως ασύδοτης αδιαφορίας για την ουσία.
Και καταδικαστήκαμε στο πυρ το εξώτερον της περιθωριοποίησης και της απαξίας πια γιατί κανείς δε νοιάζεται για το αν βούρκωσε η Παπουτσάκη, ή τι όργανο παίζει αυτή τη βδομάδα το παιδί – θαύμα, μετά το Μότσαρτ, Σάσα Μπάστα και το πόσο υπέροχη ζωή ζει στο λευκό της, ντιζαϊνάτο σπίτι η Αννίτα Ναθαναήλ –συγνώμη απ' τις κυρίες, δράττομαι της υπερφωτισμένης τους, υπέρλαμπρης ζωής και τις φέρω ως παράδειγμα που φυσικά ουδεμία σχέση έχει με καταστάσεις που αναφέρω, μπας και αποφύγω και τις γκρίνιες.
Όλα αυτά στα λέω, βασιλοπούλα μου, για να σου εκφράσω πως τα 19 χρόνια που βγάζω το ψωμί μου γράφοντας και η ταυτότητα μου γράφει «δημοσιογράφος», όσα καλά κι αν έχω γράψει, ή έχω πει, σχεδόν κανείς και καμιά δε με πήρε να μου πει «ευχαριστώ», πλήν των τεσσάρων, μετρημένων στα δάκτυλα κυριών Μπακοδήμου, Τσαπανίδου, Πολίτη, Μακρυπούλια. Ολοι, θεωρούν πως το αξίζουν, πως έτσι πρέπει, πως ίσως, να είναι και υποχρέωση μου ο καλός ο λογος.
Κι όμως. Μια υπόνοια μομφής, μια φρασούλα, ένα σχολιάκι για μια δήλωση, μια στιλιστική επιλογή, μια συμπεριφορά και βροντάνε τα τηλέφωνα! Να οι καβγάδες! Να τα κλάματα! Να οι απειλές!
Μου χει τύχει βεβαία και σύζυγος – σταρ, κάποιας συζύγου - σταρ, πολύ λαϊκά και αυθεντικά παιδιά κατά τη δημοσιά χτισμένη εικόνα τους, να πάρει πρώην αφεντικό μου και να ζητήσει από το να με μαλώσει, μέχρι να με απολύσει. Και φυσικά όσο πιο καυστικός είναι ο λόγος σου, τόσο πιο πολύ υπάρχεις! Σε υπολογίζουν. Θέλουν να σε κάνουν φίλη. Θες λοιπόν, κονέ, δημόσιες σχέσεις, δημόσια φιλι – τήρια; Βρίσε τους! Τότε υπάρχεις!
Προσωπικά, αποφάσισα και στο 'χω ξαναπεί, μικρή μου ευγενική βασιλοπούλα, να βλέπω το καλό, να στο δείχνω όσο μ' αφήνεις, να μιλάω για αυτό και σκασιλάρα μου οι φιλίες τους. Γραφείο τύπου δεν είμαι κανενός. Και αν ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο μου για παράπονα, απειλές και όλα τα άλλα που σου ανέφερα, απλά θα κάνω πως οδηγώ και μπήκα σε τούνελ στην Αττική οδό και... «δεν ακούω; Ναι;... Ποιος είναι;... ναι;» και θα το κλείνω. Και θα γράφω για τα όμορφα πράγματα, για τα φωτεινά πλάσματα και τις θεσπέσια εμπνευσμένες στιγμές τους, πιστεύοντας –στο χω ξαναπεί- πως στο τέλος το ΚΑΛΟ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ...
(παρακαλώ;... αχ, σόρι, αλλά είμαι στην Αττική οδό, στην Δουκίσσης
Πλακεντίας, πριν την έξοδο 13 και δεν ακούω;... Ναι;... Ποιος είναι;... ναι;)...