Ο Μιχάλης Μενιδιάτης παίρνει μαζί του μια εποχή...
Δίσκοι 45 στροφών. Τραντζιστορακια παρέα σε σπιτάκια και αυλές. Λαϊκά τραγούδια. Βασανισμένα τέλια. Δημιουργοί και ερμηνευτές μπλεγμένοι σα σε γάμο. Αναπόσπαστοι. Καλδάρας, Καζαντζίδης, Αγγελόπουλος, Μπιθικώτσης, Ακης Πάνου, Στράτος Διονυσίου, Μιχάλης Μενιδιάτης.
«Είδα τα μάτια σου κλαμένα καλή μου», «και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις, όχι όχι μη με παρατάς, όχι, όχι κι ας μη μ αγαπάς», «πετραδάκι, πετραδάκι για τα σένα το φτιαξα», «ξημέρωσε καλή μου», «όπου δεις φωτιά να καίει», «μη περιμένεις πια και όλα τέλειωσαν», «περιφρόνα με γλυκιά μου», «πες μου τι σου έπιανε για μένα».
Αντρική υπόθεση η αγάπη και το βάσανο και το ηχόχρωμα βαθύ και νυχτερινό, με κούραση ζωής να χρωματίζει ανάσες, βαριές, σα στεναγμούς. Πάει κι αυτός! Με ψυχή, καρδιά, φωνή, ρίζες αρχετυπικά λαϊκές, ελληνικές, σα μουσική επένδυση στο φιλμ της ζωής μας.
Γεννήθηκε το 1932 στο Μενίδι με το επώνυμο Καλογράνης. Ο πατέρας του ήταν φύλακας στην Λαχαναγορά. Ο ήχος του μπουζουκιού ήταν το όνειρο. Απαγορευμένο όνειρο και βαριά κατηγορούμενο απ τους διανοουμένους εκείνης της εποχής, που όπως σ όλους τους καιρούς έχουν εύκολους τους αφορισμούς. Μετά την Κατοχή, σε ένα πολιτικό φόντο σπαραγμού και εθνικής παράνοιας, αδικίας και αδυναμίας, ο πιτσιρικάς αγοράζει το δικό του μπουζούκι. Μετά ανεβαίνει στο πάλκο, παρά τις αντιρρήσεις και τις φωνές του πατερά του.
Το κέντρο; Στο Μενίδι! «Δροσιά» λεγόταν! Τότε τα μπουζούκια τα καλά, ήταν σα ταβερνούλες, με δέντρα οπωροφόρα, αναμμένα φώτα, ψάθινες καρέκλες, φίλους στις παρέες, κρασάκι, ούζο και λικέρ για τις κυρίες! Άλλη ζωή. Σα φωτογραφημένη. Και μετά; Columbia! Όλο το λαϊκό τραγούδι κάτω απ την Νέα Ιωνία. Ο Λαμπρόπουλος λέει, δεν τον ήθελε και ο Καλδάρας τον πίστευε πολύ. Είχανε στοιχηματίσει μάλιστα πως αν ο Μενιδιάτης έκανε επιτυχία, θα κανόνιζε ο Καλδάρας τους χρόνους διαφημίσεων της εταιρείας, κάτι βέβαια που, παρά τις τεράστιες επιτυχίες που έκανε ο τραγουδιστής, δεν έγινε ποτέ.
Γίνεται τη δεκαετία του 60 η φωνή του δεδομένη για την Ελλάδα. Η ιστορία του έχει φτιαχτεί ήδη για να τη ξέρουμε όλοι. Ένας γάμος. Μια ζωή δική του και όχι για τα λαϊκά έντυπα. Τα παιδιά του. Ο ένας ο Χρήστος, τελειώνει Νομική, κάνει μάστερ και παρ'όλα αυτά τραγουδά όπως ο πατέρας. Σε άλλο φόντο αυτός, με άλλη ιστορία και πολιτική. Και είναι αυτός που τον αποχαιρετά απ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκαλώντας τον «άρχοντα».
Και πάει και αυτός. Και σιγά σιγά μια εποχή αθωότητας, ειλικρίνειας, που κέρδιζαν τα συναισθήματα και η ουσία και όχι η εικόνα, γίνεται κάτι σα φωτογραφικό, ασπρόμαυρο coffee table. Και μένει αιωνία η απουσία για τους δικούς του και το ξάφνιασμα γιατί σήμερα τον περίμεναν να βγει απ το νοσοκομείο, μιας και πολλές φόρες είχε αναμετρηθεί με αυτή την καταραμένη ασθένεια – μάστιγα και είχε νικήσει. Κουράστηκε; Βαρέθηκε; Δεν βγήκε πάντως απ τον Υγεία ποτέ.
«Είδα τα μάτια σου κλαμένα καλή μου»...