Εφηβεία είναι... θα περάσει
Το πρωινό ξεκίνησε μ' ένα ακατάπαυστο μουρμουρητό. Και από τις δυο μας. Εκείνη γιατί της τα είχα ψάλει για τα καλά με το που έκανε την είσοδό της στο σπίτι τις πρωινές ώρες κι εγώ γιατί είχα χάσει τον ύπνο μου για πολλοστή φορά. Τώρα πια δεν ανησυχούσα. Μεταμορφωνόμουν σε ταύρο κι εκείνη σε κόκκινο πανί και επαναλάμβανα τα ίδια και τα ίδια, «ένα τηλεφώνημα. Πόσο σου κοστίζει; Γιατί στο έχω πάρει αυτό το ρ...». Αυτά τα ωραία.
Ο βαρύς ουρανός με το ψιλόβροχο δε βοηθούσε την κατάσταση. Με σκυφτό κεφάλι και την ομπρέλα ανοιχτή χώθηκα στο πρώτο take away coffee που «μύρισε» στο δρόμο μου. Μουρμούρισα για ένα σκέτο διπλό cappuccino και πλήρωσα με αγένεια χωρίς να σηκώσω το βλέμμα στην ευγενική φωνή που με ευχαριστούσε για την επιλογή. Με την πρώτη ρουφηξιά καφέ ένιωσα επιτέλους το σώμα μου να ξυπνά. Το πλούσιο άρωμα έδενε με τη γεύση καφέ και κρέμας. Ένας δυνατός, γευστικός καφές στο πόδι; Κράτησα σφιχτά το κύπελλό μου και γεύτηκα μία ακόμη ρουφηξιά. Και άλλη. Και άλλη. Αυτός ο καφές μου έφτιαχνε την πικρή μου γεύση και περιέργως πως –τη διάθεση. Έφτασα στο γραφείο πιο ανάλαφρη απ' ό,τι περίμενα.
Στην επιστροφή μου για το σπίτι πήρα τον ίδιο δρόμο αναζητώντας με την όσφρηση την ίδια μυρωδιά. Μπήκα μέσα με το κεφάλι όρθιο αυτή τη φορά. Η όσφρηση αναμίχθηκε με την όραση και την όρεξη. Φρεσκοψημένα μοσχοβολιστά ψωμιά, τυριά κάθε λογής και αλλαντικά, λαχανικά, συνοδευτικά, σάλτσες, όλα παρουσιασμένα άψογα. Λαχταριστά. Το στομάχι μου γουργούρισε και το μάτι πιο ορεξάτο από ποτέ παραμέρισε τα όσπρια που περίμεναν αφάγωτα από χθες και δημιούργησε ένα σάντουιτς με ψωμί Panini, γαλοπούλα Fouantre με μυρωδικά, αυγό και γραβιέρα Νάξου. «Ζεστό. Και στο τέλος θα μου βάλετε ντομάτα και Caesar's sauce. Ευχαριστώ»! Λίγη ευγένεια τους τη χρώσταγα από το πρωί.
Βολεύτηκα σε μία cozy γωνιά και αφέθηκα. Οι τοίχοι φιλοξενούσαν καδράκια με παιχνιδιάρικη διάθεση, τα χρώματα έδεναν αρμονικά, ο φωτισμός ήταν ήρεμος και φιλικός στα μάτια, η ατμόσφαιρα ζεστή. Μου ήρθε στο νου αυτή η ζεστή γεύση που έλιωνε στο στόμα αργά το βράδυ στην Τσακάλωφ με το θρυλικό παραγεμισμένο ζεστό σάντουιτς στο στόμα να χορταίνει με τον πιο ιδανικό τρόπο τις ορέξεις μου. Everest τότε και τώρα. Ακαταμάχητο σε κάθε εποχή. Έφυγα χαιρετίζοντας με ενθουσιασμό.
Όταν έφτασα στο σπίτι, η έφηβη ήταν εκεί. Χωμένη στον καναπέ, με το i-κάτι στα χέρια και τα ακουστικά στ' αυτιά. Να ακούει το ίδιο τραγούδι... υποθέτω για χιλιοστή φορά. Στριμώχθηκα δίπλα της χωρίς ανάσα. Με κοίταξε σα να ήμουν ένα εξωγήινο φρικιό. Της χαμογέλασα πλατειά. «Αύριο θα πάμε να φάμε έξω» φώναξα. «Δε χρειάζεται να φωνάζεις. Ακούω» μου απάντησε και αμέσως μετά με κοίταξε ακόμη πιο απορημένη. «Έτσι. Για να φάμε μαζί. Για να θυμάσαι όταν μεγαλώσεις και γίνεις μητέρα τι να μην κάνεις. Για να μην ξεχάσεις πως ήσουν παιδί». «Παιδί»; Μόρφασε. «Παιδί». Δυνατά.