Γενιά των 500 ευρώ: Η Ράνια ντύνεται με ρούχα που ράβει μόνη της!

Μικρή έντυνε τις Barbie με την Singer της μαμάς της. Στα 26 της, άνεργη με δύο πτυχία και άδειο πορτοφόλι, ξεκίνησε από ανάγκη να φτιάχνει τα δικά της ρούχα. Τέσσερα χρόνια μετά, η Ράνια Κόλλια, προγραμματίστρια που ανήκει στη γενιά των 500 ευρώ, απολαμβάνει το χόμπι που ανανέωσε όχι μόνο την ίδια αλλά και την γκαρνταρόμπα της.

«Εχω δουλέψει από σερβιτόρα και τηλεπωλήτρια, υπάλληλος σε εταιρεία φωτοβολταϊκών και βοηθός λογιστή μέχρι υπάλληλος σεκιούριτι. Τώρα είμαι ημιαπασχολούμενη, βοηθός σε μια μοδίστρα. Το προτιμώ. Η χειρότερη εμπειρία μου ήταν όταν δούλευα σε βιομηχανικό πλυντήριο, καλοκαίρι σε ελληνικό νησί. Μεγάλωσα με αρκετές στερήσεις λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζαμε και όταν ήρθε η περίοδος της κρίσης, αφού κατάφερα με κόπο να βρω ξανά δουλειά αποφάσισα να μείνω μόνη μου για να μην γινομαι βάρος οικονομικα στην οικογενεια μου. Δούλευα και στην βιοτεχνία τυπωτών καμβάδων απο τις 06.00 το πρωί κι οταν σχόλαγα στις 2 το μεσημέρι, έτρεχα να προλάβω τη δουλειά στο προποτζίδικο. Δυο δουλειές για να καταφέρω να έχω τον βασικό μισθό συγκεντρωτικά» λέει η 30χρονη Ράνια.


Η ανεργία την έφερε πιο κοντά, στο παιδικό της όνειρό: «φτιάχνω ρούχα, καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα, αξεσουάρ, κουρτίνες, καλύμματα. Μέχρι νυφικό έφτιαξα, για όταν έρθει η ώρα. Κοιτάζω γύρω μου στο σπίτι και τα περισσότερα είναι φτιαγμένα από τα δικά μου χέρια. Αν δεν είχα μείνει άνεργη, δε θα είχε ξυπνήσει αυτός ο παλιός πόθος. Θα με είχε ρουφήξει η καθημερινότητα.».

Μικρή ήθελε να γίνει σχεδιάστρια. «Επαιρνα υφάσματα, κουμπιά και αγκράφες και έφτιαχνα φορέματα για τις κούκλες». Στο σχολείο, οι καθηγητές μού έλεγαν ότι για να ασχοληθείς με τη ραπτική πρέπει να είσαι από "τζάκι" κι έτσι από κακή πληροφόρηση, σπούδασα προγραμματισμό, για χάρη του πατέρα μου. Πήρα δεύτερο πτυχίο στον τομέα της δημόσιας διοίκησης».

Το 2011 ήταν η χρονιά που η Ράνια πάτησε «γκάζι» στην ραπτομηχανή. «Είχα από καιρό σταματήσει να αγοράζω ρούχα. Δεν είχα κανένα εισόδημα. Οταν μένω άνεργη με αρρωσταίνει η αβεβαιότητα του αύριο. Πήγαιναν γνωστές μου για ψώνια στα μαγαζιά και έσκαγα. Ελεγα "πότε θα ξαναζήσω αυτή την εμπειρία;". Το ρούχο προσδίδει κύρος και αντανακλά την προσωπικότητά μας.».

Ενα μαύρο σατέν φόρεμα με κίτρινο ζακετάκι σε σχήμα «καρδιάς» ήταν η πρώτη της δημιουργία. «Το φόρεσα και βγήκα με μια φίλη μου. Ολοι με ρωτούσαν από πού το πήρα». Τη ρωτάω πόσο της είχε κοστίσει- «έξι ευρώ το μακό, έξι ευρώ το σατέν και τρία ευρώ ένα αθλητικό μπουστάκι» λέει, τονίζοντας οτι τα η εξοικονόμηση χρημάτων δεν είναι πια ο μόνος λόγος που ράβει και μόνη της τα ρούχα της.

«Δεν είναι μόνο η υλική ικανοποίηση- ότι φτιάχνεις κάτι πιο φτηνό. Κερδίζεις το γούστο και το κομψό στιλ Δένεσαι συναισθηματικά, το προσέχεις. Σε κοιτάζουν στο σημείο που φοράς κάτι φτιαγμένο από τα δικά σου χέρια και νιώθεις μια τρελή ηθική ικανοποίηση. Μπορεί να μην κάνω κάτι φοβερό αλλά αισθάνομαι περήφανη».

Εμαθε την τέχνη μέσα από εξπρές σεμινάρια ραπτικής που παρακολούθησε στην σχολή της «modistroula»: «Η Δήμητρα Σταμπουλίδου μου έμαθε τί είναι το χαρτοϋφασμα και με πέταξε στα βαθιά. Είναι δύσκολη τέχνη. Πρέπει να ξέρεις να διαβάζεις τα πατρόν, να μάθεις κάθε απόσταση του γαζιού. Φέτος πήρα μια μικρή μηχανή κοπτοράπτη. Στο χολ έχω στήσει το εργαστήριο. Το μόνο που δεν έχω φτιάξει είναι σακάκι και αυτός είναι τώρα ο στόχος».

Οταν πάει για ψώνια, πλέον, μένει μόνο στις βιτρίνες «για να πάρω ιδέες. Σπάνια αγοράζω. Γιατί να δώσω 15 ευρώ για ένα μακό κακής ποιότητας από τη στιγμή που το φτιάχνω μόνη μου, καλύτερο και φθηνότερο; Εχει τύχει να αγοράσω ρούχο από γνωστή φίρμα και να αναγκαστώ να το μεταποιήσω, γιατί έχει ατέλειες». Τον τελευταίο καιρό, μπήκαν και οι φίλες της στο κόλπο: «Εχω μια μπλούζα τι λες να την κάνουμε; Θα μου φτιάξεις ένα φόρεμα να σου δώσω τα λεφτά;» της λένε.

«Πάμε στα μαγαζιά» για την ίδια, σημαίνει «πάμε για υφάσματα» στο κέντρο της Αθήνας, σε στοές, υπόγεια και ορόφους που δεν είναι σε κοινή θέα. «Εκεί υπάρχει μεγάλη γκάμα υλικών. Υπάρχουν υφάσματα με 1 ευρώ το μέτρο υπάρχουν και με 50 ευρώ».

Καλή πηγή πρώτη ύλης, είναι και η ντουλάπα της: «ρούχα που δε μου αρέσουν πια, τα μεταποιώ. Συμφέρει από το να αγοράσω» λέει και μου περιγράφει πώς από ένα παλιό άσπρο τζιν έφτιαξε μια τσάντα.

Κάθε βράδυ στο μικρό διαμέρισμα της στα Πετράλωνα, αντηχεί ο ήχος της ραπτομηχανής. «Ξενυχτάω με τη μηχανή. Ακούω τζαζ, γύρω μου τα πατρόν και τα υφάσματα είναι απλωμένα παντού. Πρέπει να κουραστείς, να έχεις υπομονή για να μάθεις, πρέπει να γίνει η μηχανή προέκταση του χεριού σου, το αποτέλεσμα όμως αποζημιώνει. Με εκνευρίζει που πολλές κοπέλες φοράνε ακριβώς τα ίδια από πάνω μέχρι κάτω. Ενας από τους λόγους που ασχολήθηκα με τη ραπτική είναι ότι μπορείς να παράγεις κάτι μοναδικό. Στο όνομα της παγκοσμιοποίησης χάθηκε η αξία και η μοναδικότητα του ανθρώπου. Μαζική παραγωγή όλα ! Κι έτσι προσπαθούν να περιορίσουν τα ανθρώπινα χέρια και μαζί τη φαντασία τους. Τη ραπτική ακόμα κι αν δεν καταφέρω να την κάνω επίσημο επάγγελμα, την αγαπω και εξελίσσει ένα κομμάτι του εαυτού μου».

© 2014-2024 Queen.gr - All rights reserved
× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης