Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας 2016: 5 σπουδαίες Ελληνίδες που άφησαν το στίγμα τους
Η ζωή και το έργο τους
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου, κάνουμε μια μικρή αναδρομή στην πορεία πέντε σημαντικών Ελληνίδων, που με το έργο και τη ζωή τους αποτέλεσαν -και συνεχίζουν να αποτελούν- εμβληματικές προσωπικότητες της Τέχνης, της Διανόησης και της Πολιτικής.
Ειρήνη Παππά (1926)
Γεννημένη στις 3 Σεπτεμβρίου του 1926 στο Χιλιομόδι Κορινθίας από γονείς δασκάλους, η Ειρήνη Λελέκου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, από μικρή αγαπά τις ιστορίες που της αφηγείται η μητέρα της, μαθαίνει να διαβάζει αρχαίους Έλληνες δίπλα στον πατέρα της και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Και, φυσικά, τα καταφέρνει. Συμμετέχοντας σε παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου, ενσαρκώνει τη δύναμη της Αρχαίας Τραγωδίας, με τις ερμηνείες της σε έργα όπως «Μήδεια» και «Ηλέκτρα» να την κάνουν διάσημη. Παράλληλα, το ταλέντο της καθηλώνει και στη μεγάλη οθόνη, με την κινηματογραφική πορεία της -από την ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου το 1948 μέχρι την Cinecittà, το Hollywood και το Oscar που κέρδισε το 1969 για την ερμηνεία της στην ταινία «Ζ» του Κώστα Ζαβρά- να είναι γεμάτη θριάμβους. Αδιάσειστες αποδείξεις ενός μεγάλου ταλέντου.
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (1926)
Η εμβληματική καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Αυγούστου 1926. Με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, είναι το έκτο παιδί της οικογένειας Γλύκατζη και μεγάλωσε στην περιοχή του Βύρωνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και στη συνέχεια μετακόμισε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές της. Το 1964 έλαβε τον τίτλο της διευθύντριας του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας και, στη συνέχεια, αυτόν της καθηγήτριας στη Σορβόννη, όπου το 1976, έγινε η πρώτη γυναίκα Πρύτανης στην ιστορία των μέχρι τότε 700 χρόνων του πανεπιστημίου. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας της έχει κερδίσει αναρίθμητες σημαντικές διακρίσεις. Θεωρείται μια από τις πιο επιδραστικές σύγχρονες προσωπικότητες του ακαδημαϊκού και πνευματικού κόσμου, με τα βιβλία της να αποτελούν σημείο αναφοράς των μελετητών.
Μαρία Κάλλας (1923-1977)
Η Ελληνίδα υψίφωνος, που με τη χαρισματική φωνή, την εξαιρετική τεχνική, και την καθηλωτική ερμηνεία της κατάφερε να αναδειχθεί στη μεγαλύτερη ντίβα της όπερας, γεννήθηκε τo 1923 στη Νέα Υόρκη, από γονείς μετανάστες. Το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα Μαρία Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου και η κλίση της στη μουσική φάνηκε από νωρίς: Ξεκίνησε ως παιδί μαθήματα πιάνου και το 1937, μετά το διαζύγιο των γονιών της, γύρισε μαζί με τη μητέρα και την αδερφή της στην Ελλάδα, όπου έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Ωδείο. Αν και μικρότερη από το ηλικιακό όριο εισαγωγής, κατάφερε να μπει και, φυσικά, πολύ γρήγορα να ξεχωρίσει, χάρη στην ασύλληπτη έκταση και το μοναδικό μέταλλο της φωνής της. Ο πρώτος μεγάλος της ρόλος στο λυρικό τραγούδι ήρθε πριν από τα 20α γενέθλιά της, το 1942, στην όπερα του Puccini «Tosca». Στη συνέχεια επέστρεψε στις Η.Π.Α, όπου γνώρισε τον διευθυντή της Arena di Verona Giovanni Zenatello, ο οποίος την οδήγησε στην Ιταλία. Το 1949 παντρεύτηκε τον Ιταλό βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini, που, στα χρόνια που ακολούθησαν, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην επαγγελματική πορεία της, πιστεύοντας με πάθος στο ταλέντο της και λειτουργώντας ως αυστηρός αλλά πιστός μάνατζερ. Δίπλα του είδε την καριέρα της να απογειώνεται, με τη μαγική φωνή της να ηχεί στη Σκάλα του Μιλάνου και να φτάνει μέχρι τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Ο χωρισμός τους, η γνωριμία της και η σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, που έμελλε να τη στιγματίσει για πάντα, η μάχη της με τα κιλά και η κατάθλιψη είναι μερικά από τα κεφάλαια της προσωπικής της ζωής που συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της, που κάθε άλλο παρά γκρεμίστηκε με την επαγγελματική καταστροφή της. Η Μαρία Κάλλας έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 54 χρόνων, στο Παρίσι, όμως η μαγική φωνή της και η θυελλώδης ζωή της συγκλονίζουν ακόμα.
Κατίνα Παξινού (1900 - 1973)
Γεννήθηκε στον Πειραιά, σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης καθώς και σε σχολές του Βερολίνου και της Βιέννης, και πρωτοεμφανίστηκε το 1920 στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά ως ηθοποιός του λυρικού θεάτρου, στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη», που έγραψε αποκλειστικά για εκείνη ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Ο Αλέξης Μινωτής ήταν εκείνος που την έπεισε να εγκαταλείψει την μουσική και να στραφεί στο αρχαίο δράμα και το ντεμπούτο της στο θέατρο έγινε τον Δεκέμβριο του 1928, στο έργο «Γυμνή γυναίκα» του Henri Bataille, στο πλάι της Μαρίκας Κοτοπούλη, καθιερώνοντάς την στο δραματικό ρεπερτόριο. Η συνέχεια της θεατρικής της πορείας είναι γεμάτη από μνημειώδεις ερμηνείες που της χάρισαν τον τίτλο του «ιερού τέρατος» της υποκριτικής, ενώ, κινηματογραφικά, υπήρξε ιδιαίτερα εκλεκτική, καταφέρνοντας ωστόσο, να λάβει, μέσα από τις μόλις 11 ταινίες της, παγκόσμια αναγνώριση: Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», κέρδισε το 1944 το Oscar αλλά και τη Χρυσή Σφαίρα Β' Γυναικείου Ρόλου. Πέθανε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 1973.
Μελίνα Μερκούρη (1920- 1994)
Βραβευμένη ηθοποιός, εμβληματική Υπουργός Πολιτισμού, παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα και μια άκρως γοητευτική γυναίκα, η Μελίνα Μερκούρη έζησε με πάθος, είπε «όχι» σε κάθε σύμβαση και άφησε το στίγμα της για πάντα. Πολέμησε για τα πιστεύω και τις επιδιώξεις της (με τίμημα τις απόπειρες δολοφονίας εναντίον της, μία από τις οποίες παραλίγο να της στερήσει τη ζωή) και ήταν ουσιαστικά η γυναίκα που συνέδεσε άρρηκτα το όνομά της με τον εθνικό αγώνα της Ελλάδας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Την περασμένη Κυριακή, 6 Μαρτίου, συμπληρώθηκαν 22 χρόνια από τον θάνατό της. Ο θρύλος της, όμως, ζει. Και το όραμά της, μαζί με το ελεύθερο πνεύμα της, συνεχίζουν να εμπνέουν τροφοδοτώντας τον.