Και στο τέλος πέθαναν αγκαλιασμένοι...
Και δεν έζησαν αυτοί καλά. Ούτε και εμείς καλύτερα
Έψαχναν τη σωτηρία τους. Τα γέλια τους ξαφνικά μετατράπηκαν σε φωνές και απόγνωση. Βρισκόντουσαν δίπλα στη θάλασσα, μακριά από το καυσαέριο και το μποτιλιάρισμα της πόλης. Έχασαν τη ζωή τους γιατί «κόλλησαν» στο μποτιλιάρισμα. Γιατί τίποτα δεν προχωρούσε όπως λέμε και στην κοινή όταν έχει κίνηση. Όλα κολλημένα και ξαφνικά μία σιωπή. Μία σιωπή που κάνει περισσότερο θόρυβο από κάθε κολλημένη κόρνα αυτοκινήτου.
Ήταν χαρούμενοι. Ήταν στην εξοχή. Το καταλαβαίνεις; Αυτά τα παιδάκια εύχομαι να μην κατάλαβαν τι συνέβη. Αλλά τι λέω; Πώς μπορεί να γινόταν κάτι τέτοιο; Έτρεχαν να σωθούν; Τι μπορεί να σκεφτόντουσαν εκείνη τη στιγμή; Είχαν κλείσει τα σχολεία, πριν από μερικές ώρες ίσως να έπαιζαν στη θάλασσα ή να έτρεχαν με τους φίλους τους στην αυλή και ξαφνικά βρέθηκαν απανθρακωμένα. Δεν μπορώ ούτε καν να το γράψω.
Αυτήν την τελευταία στιγμή, αυτά τα απάνθρωπα λεπτά υπήρξε αγάπη. Αυτές οι οικογένειες βρέθηκαν αγκαλιασμένες. Ήταν ανάμεσα στη φωτιά και τον γκρεμό. Έβλεπαν το ΤΕΛΟΣ. Δεν μπορούμε να μπούμε στη σκέψη τους. Πώς μπορείς να νιώθεις όταν ξέρεις πως θα καείς. Και εκεί αγκαλιάστηκαν. Και μέσα σε ένα μαύρο τοπίο γεμάτo φλόγες υπήρξε αγάπη.
Και δεν έζησαν αυτοί καλά. Ούτε και εμείς καλύτερα. Και δεν υπήρξε happy end. Ούτε και παραμύθι. Δυστυχώς.
Μας έκαψες ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Ακόμη και τις ψυχές μας.Πόσο ευχαριστημένος ξύπνησες σήμερα;
photo credits: Λευτέρης Παρτσάλης