Athens as usual: Από τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στον λόφο του Φιλοπάππου και το hip Κουκάκι!
Στην περίπτωση, λοιπόν, που θέλεις να θυμηθείς ξανά τους λόγους για τους οποίους «ερωτεύτηκες» την Αθήνα ή να ανακαλύψεις μία νέα, αναζωογονητική διαδρομή για αστικές περιηγήσεις, συνέχισε να διαβάζεις!
Κάθε Παρασκευή, μόλις το ρολόι στη δεξιά άκρη της οθόνης του υπολογιστή δείξει 18.00, ο χρόνος αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τη στιγμή που θα κλείσω επιτέλους τον υπολογιστή και θα ανοίξω την πόρτα του γραφείου, αφήνοντας πίσω τα άγχος, τις σκοτούρες και τα deadlines, για να μπω στον συρμό του ηλεκτρικού που θα με αφήσει στο Θησείο. Αυτή η διαδρομή στην πράσινη γραμμή του ηλεκτρικού μέχρι το κέντρο της Αθήνας, είναι για εμένα η «ιεροτελεστία» που με αποφορτίζει από την ένταση της ημέρας, ενώ συγχρόνως, με προετοιμάζει για το Σαββατοκύριακο που με περιμένει.
Διότι κάθε εβδομάδα, το δικό μου Σαββατοκύριακο ξεκινάει λίγο νωρίτερα και συγκεκριμένα από τη στιγμή που θα πατήσω το πόδι μου στην αποβάθρα του Θησείου. Αυτό είναι για εμένα το σημείο εκκίνησης της καθιερωμένης διαδρομής, η οποία καταλήγει σχεδόν πάντα στην αγαπημένη μου αθηναϊκή γειτονιά, το γραφικό και πολυσύχναστο «μικρό Παρίσι» της Αθήνας, δηλαδή το Κουκάκι.
Ωστόσο, πριν καταλήξω σε κάποιο από τα γνωστά στέκια στα οποία χαλαρώνω συνήθως με τις φίλες μου για δροσιστικά after work drinks, έχω ήδη πραγματοποιήσει έναν αναζωογονητικό περίπατο από την Αποστόλου Παύλου προς τον λόφο του Φιλοπάππου και από εκεί, στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Στην περίπτωση, λοιπόν, που θέλεις να θυμηθείς ξανά τους λόγους για τους οποίους «ερωτεύτηκες» την Αθήνα ή να ανακαλύψεις μία νέα, αναζωογονητική διαδρομή για αστικές περιηγήσεις, συνέχισε να διαβάζεις!
Απολαμβάνοντας ένα επιβλητικό ηλιοβασίλεμα από τον λόφο του Φιλοπάππου
Από τη στιγμή που θα βγω από τον σταθμό, φτάνουν στα αυτιά μου οι μουσικές από τους καλλιτέχνες του δρόμου, μπερδεμένες με τις φωνές και τα γέλια των περαστικών, δημιουργώντας ένα μελωδικό, ζωντανό βουητό, το οποίο με προσκαλεί να εξερευνήσω το αστικό τοπίο. Αφού κάνω την απαραίτητη στάση στο κοντινότερο περίπτερο, για να προμηθευτώ ένα δροσιστικό Somersby, αρχίζω να περπατώ στη λιθόστρωτη ανηφόρα της Αποστόλου Παύλου και κατευθύνομαι προς τον λόφο του Φιλοπάππου. Συχνά, βέβαια, σταματάω μπροστά από τον πάγκο κάποιου πλανόδιου μικροπωλητή και πιάνω κουβέντα μαζί του για ένα ζευγάρι χειροποίητα σκουλαρίκια ή ένα κολιέ.
Φτάνοντας στη συμβολή των οδών Αποστόλου Παύλου, Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ρομπέρου Γκάλι, τα βήματά μου ακολουθούν το «κατάφυτο», πλακόστρωτο μονοπάτι του Δημήτρη Πικιώνη. Περνάω τον ναό του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη και «ανοίγω» το βήμα μου, θέλοντας να προλάβω να φτάσω έγκαιρα στο Επτάθρονο, ένα ξέφωτο λίγο πιο πάνω από το θέατρο «Δώρα Στράτου» με επτά σκαλιστά μαρμάρινα καθίσματα στη μέση, για να θαυμάσω το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα. Εκεί θα μπορέσω να καθίσω αναπαυτικά για να απολαύσω τις τελευταίες γουλιές από την ευχάριστη γλυκύτητα και τις φρουτένιες «νότες» του αγαπημένου μου Somersby, παρακολουθώντας συγχρόνως τον ήλιο να «βυθίζεται», βάφοντας την Αθήνα με πορτοκαλί και μαβιές αποχρώσεις.
Πραγματοποιώντας ένα νοητό «ταξίδι» στο μακρινό παρελθόν της Αθήνας
Κοιτώντας το ρολόι, βλέπω πως έχει έρθει η ώρα να συνεχίσω τη διαδρομή μου, αν θέλω να είμαι συνεπής στο καθιερωμένο ραντεβού με τις φίλες μου. Επιστρέφω, λοιπόν, στην αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και ρίχνω μία κλεφτή ματιά στον φωτισμένο και επιβλητικό Ιερό Βράχο, συνεχίζοντας τη διαδρομή μου. Καθώς προχωρώ στον πεζόδρομο, ζευγάρια ηλικιωμένων πιασμένα αγκαζέ, νέοι γονείς με καρότσια, μικρά παιδιά και παρέες νέων με προσπερνούν από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι γνώριμες μελωδίες από τα μουσικά σχήματα που έχουν στήσει τη σκηνή τους επί της οδού, καθώς και ο χαμηλός, διακριτικός φωτισμός, δημιουργούν μία κινηματογραφική, παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα, η οποία μου εμπνέει μεγαλύτερη αισιοδοξία και ξεγνοιασιά.
Παρατηρώ με θαυμασμό τα νεοκλασικά κτήρια που βρίσκονται το ένα πλάι στο άλλο, ακόμη και αν τα έχω δει εκατοντάδες φορές, το Μερόπειο Ίδρυμα, την Ισπανική Πρεσβεία και «πρώην οικία Ντάβαρη» δημιούργημα του Ερνέστου Τσίλλερ, την τριώροφη πολυκατοικία Ζολώτα του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα και τη «Μικρή Πολυκατοικία» του Βασίλη Κουρεμένου, ενώ μέσα μου αναρωτιέμαι, πώς είναι να ζεις σε ένα τέτοιο σπίτι, σε μία τόσο αριστοκρατική και ιστορική συνοικία;
Λίγο πριν φτάσω στον τουριστικό πεζόδρομο της Μακρυγιάννη, κοντοστέκομαι μπροστά από το αρχιτεκτονικό «κόσμημα» της Αθήνας, το Μουσείο Ακρόπολης, «λουσμένο» στο φως και επιβλητικό, να αποτελεί σημείο συνάντησης για το χθες και το σήμερα της πόλης μας. Συνεχίζω την πορεία μου στρίβοντας δεξιά στη Μακρυγιάννη και επιστρέφω κάπως απότομα στο τώρα, έπειτα από ένα νοητό «ταξίδι» πίσω στον χρόνο, στην Αθήνα μίας μακρινής εποχής. Βρίσκομαι πλέον στην τελική ευθεία της διαδρομής μου, εκεί που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Κουκάκι και την παρέα μου.
Στον πεζόδρομο Γεωργάκη Ολυμπίου χτυπάει η «καρδιά» της Αθήνας
Κατεβαίνοντας την οδό Μακρυγιάννη και… ξεγλιστρώντας από τους σερβιτόρους που βρίσκονται στις εισόδους των εστιατορίων, παρακινώντας με στα αγγλικά να ρίξω μία ματιά στα μενού τους, βρίσκομαι στην οδό Χατζηχρήστου, η οποία χωρίζει τη Μακρυγιάννη, δημιουργώντας τις οδούς, Βεΐκου και Φαλήρου. Επιλέγω τη Βεΐκου γιατί ξέρω πως καθώς θα πηγαίνω στον προορισμό μου, θα κοιτώ τις βιτρίνες των συνοικιακών καταστημάτων και ίσως κάνω μία σύντομη στάση στο αγαπημένο μου σαντουϊτσάδικο. Παρατηρώντας τους διαβάτες που ακολουθούν την ίδια πορεία με εμένα, συνειδητοποιώ πως έχω αποκτήσει συνοδοιπόρους στη διαδρομή μου. Όλοι μαζί, αλλά διάσπαρτοι, κατευθυνόμαστε προς τον πεζόδρομο Γεωργάκη Ολυμπίου, εκεί που χτυπάει η «καρδιά» του Κουκακίου.
Μικρά, περιποιημένα ταβερνάκια, gourmet εστιατόρια, ethnic κουζίνες, street food επιλογές, συνεργατικά καφέ και μπαρ, δημιουργούν ένα πολύπλευρο «ψηφιδωτό» διασκέδασης, το οποίο ανταποκρίνεται σε όλα τα γούστα. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε να συναντήσουμε τους πάντες στο Κουκάκι. Φτάνοντας στη γωνία Βεΐκου και Ορλώφ, λοιπόν, και ενώ προσπαθώ να συνεννοηθώ με τη φίλη μου στο τηλέφωνο, τη βλέπω να μου κάνει νόημα από την απέναντι γωνία με σηκωμένο το χέρι. Την πλησιάζω και αφού παραγγέλνω έναν δροσιστικό μηλίτη Somersby με πάγο, αρχίζω να περιγράφω στην παρέα όλα τα υπέροχα πράγματα που είδα στη διαδρομή μου. Το βράδυ μας έχει μόλις ξεκινήσει, με τον πιο όμορφο και αναζωογονητικό τρόπο!
Αν θέλεις και εσύ φέτος το καλοκαίρι να δεις και να απολαύσεις την ξέγνοιαστη πλευρά της Αθήνας, να ξέρεις πως η παραπάνω διαδρομή είναι μία από τις πιο κλασικές και ταυτόχρονα απρόβλεπτες που μπορείς να ακολουθήσεις. Όχι μόνο γιατί έχει ως σημείο τερματισμού την πιο hip και πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας, αλλά γιατί σου αποκαλύπτει σταδιακά όλη την «πλούσια» ιστορία και τη γοητεία της αγαπημένης μας πόλης!
#Somersby #IsntThatWonderful