Ζήσαμε μία μέρα στην Αθήνα χωρίς χρήματα

Ζήσαμε μία μέρα στην Αθήνα χωρίς χρήματα

Μπορεί να εφαρμοστεί το ανταλλακτικό σύστημα υπηρεσιών στη χώρα μας;

Το ανταλλακτικό σύστημα δεν είναι κάτι καινούριο. Από την αρχαιότητα κιόλας, οι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν κοχύλια ως χρήμα, ενώ αντάλλασσαν μεταξύ τους προϊόντα που τους περίσσευαν με προϊόντα άλλων παραγωγών που είχαν ανάγκη.

Στη σύγχρονη ιστορία μαθαίνουμε για ιδιαίτερες μεθόδους ανταλλαγής, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου όπου χρησιμοποιούσαν τσιγάρα ως χρήμα προκειμένου να εξασφαλίζουν βασικά αγαθά.

Στη σημερινή εποχή, εν μέσω κρίσης και στα πρόθυρα καταστροφής ολόκληρου του οικονομικού συστήματος, ο σύγχρονος άνθρωπος αναγκάζεται να κάνει στροφή προς τα πίσω αντιγράφοντας και αναπαράγοντας μεθόδους που εφαρμόστηκαν με επιτυχία στο παρελθόν.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πρώην καθηγήτρια κυρία Heidemarie Schwermer ζει στη Γερμανία εδώ και 16 χρόνια χωρίς χρήματα, εφαρμόζοντας το δικό της πείραμα. Αφού δημιούργησε το «Gib und Νimm», δηλαδή «Πάρε – Δώσε» έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με αντάλλαγμα υλικά αγαθά. Κυκλοφορώντας με μια βαλίτσα στο χέρι που περιλαμβάνει κάποια ρούχα αλλά καθόλου προσωπικά αντικείμενα ικανοποιεί όλες τις καθημερινές της ανάγκες με μια ανώδυνη συνεχή ανταλλαγή, χωρίς ποτέ να χρησιμοποιεί χρήματα.

Θα μπορούσε άραγε να εφαρμοστεί κάτι αντίστοιχο στη χώρα μας; Είναι δυνατό να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το χρήμα ως μέσο επιβίωσης καταφεύγοντας στην αρχαία μέθοδο της ανταλλαγής; Το Queen.gr επιχείρησε να εφαρμόσει σε μία μικρή ημερήσια κλίμακα το ανταλλακτικό σύστημα προσπαθώντας να ανταλλάξει προΐόντα και υπηρεσίες με αγαθά και δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Μαζέψαμε οκτώ αντικείμενα που δε θα μας πείραζε να ανταλλάξουμε (μία συσκευασία αποξηραμένα φρούτα, μία ομπρέλα, ένα πακέτο ρόλλεΰ για τα μαλλιά, ένα βερνίκι νυχιών, μία πούδρα για το πρόσωπο, δύο άδεια βάζα, ένα βάζο σάλτσας μακαρονιών), φορέσαμε τα αθλητικά μας, πήραμε βαθιές ανάσες και ξεκινήσαμε το οδοιπορικό μας στο κέντρο της Αθήνας και πιο συγκεκριμένα στην περίφημη γειτονιά των Εξαρχείων που αποτελεί ένα σύγχρονο κράμα ανθρώπων, κουλτούρας, πολιτικών και οικονομικών ζυμώσεων.

Οι πρώτες αντιδράσεις στην προσέγγισή μας θα μπορούσαν να κάμψουν το ηθικό μας αλλά δεν τα κατάφεραν. Φόβος, καχυποψία, γκρίνια, έλλειψη εμπιστοσύνης, αρνητισμός, ήταν μόνο μερικά από τα συναισθήματα που πλημμύρισαν τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων που προσεγγίσαμε, κάνοντάς μας να αισθανθούμε πολύ έντονα την αλλοτρίωση των σχέσεων και την απόσταση που χωρίζει τους πολίτες. Επιμένοντας και συνεχίζοντας το σεργιάνι στα στενάκια της πόλης πολύ σύντομα ανταμειφτήκαμε.

Η πρώτη θετική στάση απέναντι στο πείραμά μας ήρθε από το συμπαθέστατο Παναγιώτη. Ο νεαρός ιδιοκτήτης του ομώνυμου κρεοπωλείου στην Καλλιδρομίου ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό στην πρόσκλησή μας για ανταλλαγή. Όπως και όλοι οι επόμενοι ιδιοκτήτες αρνήθηκε να μπει στη διαδικασία ανταλλαγής προΐόντων και συμφώνησε να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες μας. Καθάρισμα της βιτρίνας κρεάτων και της τζαμαρίας του καταστήματος με αντάλλαγμα λουκάνικα κατευθείαν από τα χεράκια του Παναγιώτη. Όχι κι άσχημα!

Επόμενος σταθμός ο περίφημος φούρνος «Άρτιστον Χριστοδούλου» που μας «έσπασε» τη μύτη από το προηγούμενο τετράγωνο. Η κυρία Αγγελική, η Γιαννιώτισσα ιδιοκτήτρια της οποίας ο προπάππους ξεκίνησε το αρτοποιείο πριν από εκατό χρόνια, αποδείχτηκε αντάξια της φήμης του καταστήματός της. Χωρίς χρονοτριβή και με αίσθηση του χιούμορ, μας έβαλε κατευθείαν πίσω από τον πάγκο προκειμένου να τακτοποιήσουμε τα φρεσκοψημένα κέικ στη θέση τους. Η ανταμοιβή μας; Ένα πεντανόστιμο κέικ που καταβροχθίστηκε μέσα σε λίγα μόνο λεπτά.

Λίγο πιο κάτω, το ψιλικατζίδικο του Βαγγέλη είχε ό, τι μπορούσε κανείς να φανταστεί. Φαίνεται πως αυτό που χρειαζόταν ήταν να γίνει η αρχή καθώς ο γλυκύτατος ιδιοκτήτης δέχτηκε μεμιάς να δουλέψουμε γι΄αυτόν τοποθετώντας τα αναψυκτικά στα ράφια, βάζοντας στη σωστή σειρά τα απορρυπαντικά και καθαρίζοντας τα σκονισμένα μπουκάλια. Δύο πακέτα τσιγάρα και η δουλειά μας είχε τελειώσει.

Στην οδό Τοσίτσα, το κατάστημα «Το Λιβυκόν» δε σε προειδοποιεί για αυτό που πρόκειται να αντικρίσεις. Εισβάλλουμε χαμογελώντας κι ο κύριος Γιώργης μας κερνάει ρακές και χειροποίητες κρητικές λιχουδιές. Το απίστευτο αυτό παντοπωλείο που ειδικεύεται σε κρητικά προΐόντα έχει μία ποικιλία που σπάνια θα βρει κανείς σε αντίστοιχο delicatessen. Ανθοί αλατιού με σολωμό και αυγοτάραχο, ξύδι με άρωμα μάνγκο, απάκι, σύγκλινο και άλλες πολλές νοστιμιές που μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Για άλλη μία φορά δεν τίθεται το θέμα ανταλλαγής προϊόντων, αλλά η χρήση των υπηρεσιών μας που συμβάλλουν στο καθάρισμα των ραφιών και των διαφορετικών συσκευασιών. Ένα βάζο παραδοσιακά μανιάτικα «λούπινα» έγινε δικό μας, με την αξία μας!

Στο νούμερο 20 της ίδιας οδού το πολύχρωμο μανάβικο του Γιάννη και του Λεωνίδα μας προκαλεί να το ανακαλύψουμε. Ο Μιχάλης που χαμογελάει στο άκουσμα του ιδιαίτερου πειράματός μας, δέχεται να μας βοηθήσει βάζοντάς μας να τακτοποιήσουμε τους ξηρούς καρπούς και να κολλήσουμε τιμές στις συσκευασίες. Ένα μπουκάλι κρασί είναι τώρα πια δικό μας!

Μετά από τη διασκεδαστική μας ξενάγηση στον πυρήνα της Αθήνας και αφού εργαστήκαμε σε πολλά και διαφορετικά καταστήματα, θα μπορούσαμε να πούμε σχεδόν με βεβαιότητα πως παρά την καλοσύνη, φιλικότητα και ζεστασιά με την οποία μας αντιμετώπισαν οι περισσότεροι ιδιοκτήτες, η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη για οποιαδήποτε εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος. Μπορεί ο Τολστόι να υποστήριζε πως «τα χρήματα είναι μια νέα μορφή δουλείας και η μόνη διαφορά της από την παλιά μορφή είναι το γεγονός ότι είναι απρόσωπη», αλλά όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσουν για αρκετό καιρό ακόμα να εξυπηρετούν ως συναλλακτικό μέσο τις ανάγκες μας.