«Ούτε με τσαμπουκάδες, ούτε με καβγάδες. Μόνο με χαμόγελο επιβιώνεις τη νύχτα»
Μετά από 26 χρόνια στο τιμόνι, μια από τις παλιότερες εν ενεργεία «ταξιτζούδες» που τα βράδια οργώνει την Αθήνα μιλά στο Queen.gr
«Ξέρεις κάτι; Εγώ αγαπάω τον κόσμο. Δεν βαριέμαι να μπεις μέσα στο αυτοκίνητο να πεις το πρόβλημά σου.»
Ξημερώματα, η καλογυαλισμένη Mercedes, γλιστράει στην Σταδίου. Το σαλόνι, μπεζ, δερμάτινο, στην πένα- βουλιάζεις στο πίσω κάθισμα. Στο τιμόνι (και στην ψυχανάλυση) η Βίκυ Βουλγαρίνα. Είναι μία από τις παλαιότερες εν ενεργεία, οδηγούς ταξί και επί σχεδόν τρεις δεκαετίες έχει εξομολογήσει τη μισή Αθήνα.
«Ο κόσμος έχει ανάγκη να τα πει. Τώρα με την κρίση περισσότερο. Εγώ τους έχω περάσει όλους από συνέντευξη- τη δουλειά σου κάνω» λέει. Στη λήξη της βάρδιας, το χαμόγελό της παραμένει στη θέση του. «Το παν είναι η αύρα και η θετική ενέργεια. Δε μ αρέσει η γκρίνια, η μιζέρια.»
Στο ταξί της ίχνος τσιγάρου. «Έχω και wifi αν θέλετε να μπείτε στο ίντερνετ». Μιλάει στον πληθυντικό «ακόμα και στα 15χρονα» μου λέει. «Σας ενοχλεί η έκφραση ''κίτρινη φυλή'';» τη ρωτάω. «Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» απαντάει.
Τόσα χρόνια οδηγός, πήρε «διπλώματα σεφ, στυλίστα, ψυχολόγου, κοινωνιολόγου και ό,τι άλλο θες. Στο ταξί μαθαίνεις τα πάντα, αν είσαι επικοινωνιακός. Γιατρούς; Δεν πάω σε γιατρό. Έρχεται ο γιατρός σε μένα. Είχα έναν πόνο, παίρνω κούρσα έναν γιατρό, μπαίνει μετά κι ένας δεύτερος, διασταύρωσα τις απόψεις, πήγα για γαστροσκόπιση».
Εργάζεται ως επαγγελματίας οδηγός, επί 26 συναπτά έτη. «Δεν έχω λείψει ποτέ. Κανένα ρεπό. Τα τελευταία 7 χρόνια δουλεύω βράδυ. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που περιμένουν δουλειά. Την ψάχνω. Δεν αράζω στην πιάτσα. Αν αποφασίσω να καθήσω, πάω μπροστά στα ξενοδοχεία». «Δεν έχει καμία σχέση αυτή η χρονιά με την περσινή ή με άλλες. Είχαμε ελάχιστα συνέδρια και με λιγότερους καλεσμένους» λέει με σιγουριά τουριστικού πράκτορα. «Τα ζούμε κάθε μέρα»
Νύχτα στις γειτονιές της Αθήνας. «Το βράδυ προσέχω. Δε θα πάω στην Ομόνοια ή στην Αχαρνών. Κι όμως μου ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα».
«Χαμοστέρνας, με κλείνει ένας με μηχανή, έχω πελάτη μέσα. Δεν κατάλαβα τί κάνει, νόμιζα ότι κάτι έπαθε, φορούσε κράνος. Κατεβαίνω, του λέω έχεις κάτι; Μου λέει δώσε 15 ευρώ για να περάσεις. Γυρίζω στο αμάξι με ένα ειρωνικό χαμόγελο, με προλαβαίνει, τρέχει και μου παίρνει το κλειδί του αυτοκινήτου. Τελικά κάλεσα την αστυνομία και μου τα έδωσε»
«Μια άλλη φορά» συνεχίζει η κ. Βικυ, «όπως είμαι στο φανάρι δεν έχω προλάβει να κλειδώσω. Μπαίνει ένας, μου λέει να τον πάω στην Πάρνηθα. Σιγά μην τον πήγαινα στην Πάρνηθα στις 8 το βράδυ! Στην αρχή μου είπε να τον πάω στο τελεφερίκ. Μισό λεπτό του λέω, μην κατεβείτε θα σας βάλω σε άλλο ταξί, γιατί έχω ραντεβού. Σταματάω στην πιάτσα, δεν κατέβαινε! Κι όταν κατέβηκε, κάθησα να δω αν θα πάρει ταξί. Δεν πήρε.»
«Είμαι στη γέφυρα της Συγγρού, με είχε ακολουθήσει ένα αυτοκίνητο και τσακ μου σκάει από μπροστά και με κλείνει. Πάγωσα». «Και μετά;» τη ρωτάω. «Και μετά όπισθεν» λέει και περιγράφει την κινηματογραφική οπισθοχώρησή της. «Αν σας επιτεθούν;», «Μοναδικό όπλο το χαμόγελό μου. Δεν έχω άλλο όπλο μέσα στο ταξί».
«Από εμένα» μου είχε πει στην αρχή, «δε θα ακούσεις κάτι καυστικό. Γιατί δε μπλέκομαι σε καβγά. Αμα δω κάτι κακό, κάνω πίσω βήμα. Εχω κινδυνεύσει και έχω φοβηθεί αλλά στο τέλος πάντα κερδίζω. Πρέπει να δουλεύει το μυαλό».
Πέφτει για ύπνο, όταν η πόλη ξυπνήσει- ποτέ δεν τραβάει χειρόφρενο πριν το 12ωρο. «Δουλεύω εναλλάξ με τον γιο μου. Σπούδασε χρηματοοικονομικά, αλλά που να βρει δουλειά στον τομέα του» λέει η κ. Βίκυ. «Περίμενα να μεγαλώσουν τα παιδιά μου, για να βρούνε δουλειά κι εγώ που δούλεψα τόσο στη ζωή μου, να ξεκουραστώ. Αντ' αυτού, δουλεύω περισσότερο για να στηρίξω τα παιδιά μου».
«Της έχω πει της κόρης μου, πήγαινε βγάλε άδεια και εδώ είμαστε. Το ταξί δεν είναι ανδρική δουλειά» λέει καταρρίπτοντας το στερεότυπο. «Η γυναίκα επαγγελματίας, είναι πιο λογική, πιο ήρεμη, είναι καλή οδηγός. Ως απλή οδηγός, μπορεί να είναι επικίνδυνη. Αλλο τόσο είναι κι ένας άντρας που κάνει τα ζιγκ ζαγκ και τις μαγκιές του στο δρόμο» συνεχίζει η ίδια.
«Μια φορά –έχουν περάσει χρόνια από τότε- πήγα να ζητήσω να μου χαλάσει ένας 500 δραχμές. Ούτε μου απάντησε. Γύρισε από την άλλη. Οι άντρες τώρα μας έχουν αποδεχτεί. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο. Πριν από 30 χρόνια, την γυναίκα δεν την αποδεχόταν κανείς στο ταξί. Ακούγαμε τα γνωστά: "Πήγαινε πλύνε κανά πιάτο" και τέτοια. Έχω πολλά χρόνια να ακούσω αυτή την φράση...» λέει η κ. Βίκυ.
Όταν τελείωσε το σχολείο, έπιασε δουλειά ως κομμώτρια. Ένα πρόβλημα στη μέση και μια οικογενειακή ατυχία, την ώθησαν να βάλει μπροστά το ταξίμετρο. «Στα 22 μου έχασα τον άντρα μου. Και είχα δύο παιδιά, 5,5 και 2,5 ετών. Έπρεπε να κάνω μια δουλειά που θα μου έδινε τα λεφτά που βγάζει ένα ζευγάρι. Το ταξί σου παρέχει ώρες. Μπορείς να δουλεύεις ώρες ολόκληρες, αν αντέχεις».
«Υπήρξε περίοδος χρυσή για τα ταξί» συνεχίζει η κ. Βίκυ. «Όμως κανένας δεν έβγαλε μισθό με άνεση. Τα παραπάνω λεφτά, τα έπαιρνες γιατί δούλευες πιο πολλές ώρες. Όσο δούλευες έβγαζες λεφτά. Τώρα είναι δύσκολα»
Στην αρχή νοίκιαζε αυτοκίνητο. Περίμενε όπως λέει «να κάνει κοιλιά η άδεια». Κι έτσι, το 1999, η επαγγελματική άδεια «είχε φτάσει τη χαμηλότερη τιμή, 27.000.000 δραχμές και εγώ αγόρασα έπειτα από λίγο στα 31.000.000» θυμάται η ίδια.
«Όταν ξεκίνησα να δουλεύω ταξί και πέρασαν τρεις μήνες, είπα ότι εγώ πριν δεν είχα υπάρξει οδηγός». Θυμάται το πρώτο της αυτοκίνητο. «Ενα opel rekord. Μαούνα, σου λέω, το χειρότερο αυτοκίνητο. Δεν έστριβε, τα πετάλια του ήταν σκληρά». Τώρα έχει «την κούρσα».
«Εχει φτάσει 900.000 χλμ. Να δω πόσο θα αντέξει». Σύμφωνα με την ίδια κάθε χρόνο ένα ταξί διανύει 100.000 χλμ ενώ καθημερινά, κοστίζει στον ιδιοκτήτη «περίπου 35 ευρώ. Η ασφάλειά σου, το πετρέλαιο, τα λάστιχα, τα αμορτισέρ, τα λάδια.»
Μέσα στην κρίση, αναφέρει η κ. Βίκυ, «πολλές γυναίκες έπιασαν τιμόνι. Φοιτήτριες πήραν τα ταξί του μπαμπά και όλες σχεδόν οι σύζυγοι πήραν τα ταξί του άντρα τους. Δεν βγαίνει να δουλεύει μόνο ένας. Κι εμείς καταλαβαίνουμε τις δυσκολίες του πελάτη. Ειδικά τώρα που είναι στριμωγμένα τα πράγματα, βλέπεις τον άλλον να κοιτάζει με αγωνία το ταξίμετρο... ».
Πολλές φορές της ζητάνε να τους αφήσει στο μέσο της διαδρομής. «''Οπα όπα, είπες Μαρούσι, γιατί να σ' αφήσω εδώ;''. ''Ξέρετε δε φτάνουν τα λεφτά'' μου λέει. ''Όπως είσαι κάθεσαι και πάμε στο σπίτι''. Δεν πειράζει. Μου συμβαίνει αυτό με νέα παιδιά, που μπορεί να μας πιάσει η κίνηση και να γράψει περισσότερο το ταξίμετρο. Δεν τα αφήνω ποτέ.»
Στον προσωπικό της οδηγό επιβίωσης, πρώτη οδηγία είναι «να σκέφτεσαι θετικά. Μπαίνουν εδώ μέσα πελάτες, ''καλά δε φοβάστε;'' με ρωτάνε. Σκέφτομαι θετικά. Δε σκέφτομαι το φόβο. Δε λέω, αχ βλέπω τον γκρεμό, πέφτω. Λέω, αχ βλέπω τον γκρεμό, ας στρίψω. Αυτή είναι η δουλειά μου και την αγαπάω. Τί να κάνουμε;»