Πώς είναι να φοράς την παραδοσιακή φορεσιά της Ολύμπου Καρπάθου στο κέντρο της πόλης;
Πέντε διαφορετικές γυναίκες, τέσσερις γενιές της ίδιας οικογένειας από την Όλυμπο της Καρπάθου στέκονται μπροστά στο φακό του Queen.gr με την παραδοσιακή φορεσιά του τόπου τους και μας εξηγούν γιατί επιλέγουν να τη φορούν συνέχεια.
Δώσαμε ραντεβού στο σπίτι της οικογένειας στην Πειραϊκή, νωρίς το απόγευμα. Μας υποδέχτηκε ένα όμορφο μπουκέτο γυναικών, ντυμένες ήδη με τις στολές τους, σαν πίνακας ζωγραφικής από μία άλλη εποχή. Η προγιαγιά Άννα, η γιαγιά Μαρία, η μαμά Άννα, η μικρή Αρχοντούλα και η Μαρία. Μία οικογένεια όλο κορίτσια, όπως μου είπανε, γεμάτο γυναίκες, που αν και μένουν εδώ και χρόνια στον Πειραιά, κάθε χρόνο επιστρέφουν εκεί, στην Όλυμπο της Καρπάθου. Εκεί που ξεκίνησαν όλα.
Όταν μίλησα στο τηλέφωνο με την Άννα για πρώτη φορά, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα γνωρίσω μία γυναίκα 94 ετών που θα επέμενε να φοράει ακόμη και σήμερα στην Αθήνα την παραδοσιακή στολή της Ολύμπου, το καβάι, χωρίς να σκεφτεί στιγμή να το αποχωριστεί. Μόλις, όμως, αντίκρισα τη γιαγιά Άννα, τότε κατάλαβα πολλά περισσότερα.
Τα τελευταία χρόνια η Όλυμπος έχει κερδίσει σιγά σιγά τα φώτα του τύπου, ως το απομονωμένο, κρυμμένο χωριό της Καρπάθου, όπου οι γυναίκες ακόμη φορούν την παραδοσιακή τους φορεσιά καθημερινά. Τα φωτογραφικά ρεπορτάζ έχουν αναδείξει αυτό το πολύχρωμο πλήθος από φορεσιές που πηγαινοέρχεται στα στενά, απόκρημνα σκαλιά του χωριού, που μοιάζει λαξευμένο στο βουνό. Κάθε σπίτι έχει και τη δική του αυλή, το δικό του φούρνο, την ίδια παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Όλα παρέμειναν, όπως, τότε, τη δεκαετία του 60', όταν η μετανάστευση έκανε την Όλυμπο να χάσει πολλούς κατοίκους της, που έφυγαν κυρίως για την Αμερική. Έτσι, όπως μου περιγράφει η Άννα, οι γυναίκες έμειναν πίσω στο χωριό, με τους άνδρες να δουλεύουν στα ξένα. Έκτοτε, η μητριαρχία δεν ήταν επιλογή για εκείνες, αλλά ανάγκη καθημερινή, για να ανταπεξέλθουν στα δύσκολα.
Η γιαγιά Άννα έφυγε, λοιπόν, για την Αμερική, όπως τόσοι και τόσοι, φθάνοντας στην Νέα Υόρκη, όπου και έζησε για χρόνια. Εκεί στην άλλη άκρη του γης, κράτησε το μόνο κομμάτι του κόσμου της που μπορούσε να πάρει μαζί της, την στολή της. Το καβάι, που πέρασε έναν ωκεανό, και θα περνούσε και ακόμη έναν, προκειμένου να βρίσκεται μαζί της, ως σημείο αναφοράς της ελληνικής νησιώτικης καταγωγής της. Αν και η ίδια αναγκάστηκε να τη βγάλει τελικά, καθώς εντάχθηκε στο εργατικό δυναμικό του σύγχρονου δυτικού κόσμου, υπήρξαν ωστόσο Ολυμπίτισσες που δεν δίστασαν να την φοράνε και στο κέντρο του Μανχάταν, μοιάζοντας με φολκλόρ αξιοθέατο ανάμεσα στους ουρανοξύστες. Αυτή ήταν, όμως, και η ελπίδα τους, η σύνδεση με την πατρίδα. Το να περιμένουν τις γιορτές, τα γλέντια και τους γάμους για να μπουν ξανά στα ρούχα τους και να πλησιάσουν την ζωή του τόπου τους.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όπως μου είπε η κυρία Μαρία, η γιαγιά Άννα φόρεσε την στολή της αμέσως και δεν την αποχωρίστηκε ποτέ ξανά. Εκεί, στο κέντρο του Πειραιά, σαν να βρισκόταν στο νησί της, φόρεσε το καβάι και συνέχισε την ζωή της, επιστρέφοντας στην Όλυμπο όσο πιο συχνά μπορεί και φτιάχνοντας παράλληλα τις φορεσιές της κόρης, της εγγονής και των δισέγγονων της. «Αυτή είναι η μοδίστρα,» μου λέει η οικογένεια χαριτολογώντας, ενώ η Άννα μου περιγράφει πως η γιαγιά έχει δημιουργήσει στην ουσία αμέτρητες φορεσιές για την κάθε ξεχωριστή ηλικία των κοριτσιών, από τον πρώτο τους χρόνο, μέχρι και σήμερα. «Οι στολές δεν είναι οι ίδιες, όπως ήταν παλιά. Δεν έχουμε κρατήσει καμία παλιά φορεσιά της γιαγιάς και αυτό γιατί με τα χρόνια η στολή άλλαξε. Άλλαξαν τα υφάσματα και οι ποιότητες,» συνέχισε, δίνοντας μου να καταλάβω όλη την ουσία της στολής για τις γυναίκες της Ολύμπου. Το ότι δηλαδή η φορεσιά τους είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα ρούχο που εξελίσσεται στο χρόνο και πέρασε στο σήμερα, σαν ένα κανονικό κομμάτι της ντουλάπας τους και της καθημερινής ενδυμασίας τους και όχι σαν μουσειακό είδος, που φοράνε σε επετείους.
«Όποτε πηγαίνουμε στην Όλυμπο τη φοράμε σε γάμους, στην εκκλησία και στις διάφορες γιορτές. Όλες οι γυναίκες είμαστε ντυμένες με το καβάι, οπότε νιώθεις πράγματι παράξενα, αν φοράς κάτι άλλο,» μου λέει η Άννα, τονίζοντας παράλληλα και την πρακτική πλευρά του πράγματος. Η στολή κάθε τόπου δημιουργήθηκε εξαρχής από και για τις ανάγκες των κατοίκων της. Έτσι και ένα σκληρό και δύσβατο μέρος σαν την ορεινή Όλυμπο γέννησε το καβάι και το σακκοφούστανο, και όπως μου λένε οι κυρίες της οικογένειας, στην πραγματικότητα δεν σε βολεύει να φοράς οτιδήποτε άλλο τις μέρες που βρίσκεσαι στο χωριό. Η φορεσιά αυτή δημιουργήθηκε για να αντέχεις το κρύο, τον αέρα και το δύσκολο περπάτημα στα ανηφορικά σκαλοπάτια.
Η στολή χωρίζεται σε δύο διαφορετικές εκδοχές: το καβάι, που είναι για τις παντρεμένες και μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες, και το σακκοφούστανο, το οποίο φοράνε τα κορίτσια και οι νιόπαντρες. Το σακκοφούστανο αποτελείται από το μεσοφόρι, την φούστα, τον σάκκο που μπαίνει από πάνω, την ποδιά και το μαντήλι του κεφαλιού, που ονομάζεται τεγρεμί. Από κάτω φοράνε τις δερμάτινες παντόφλες τους. Τα πολύχρωμα διακοσμητικά γύρω από το μαντήλι τους λέγονται πιτσίλια, ενώ τα μικρά κορίτσια συνήθιζαν να πλέκουν και τα μαλλιά τους κάτω από την μαντήλα στα πλεξούδια, μαζί με χάντρες και άλλα στολίδια. Από πάνω η επιβλητική κολαΐνα, το κόσμημα με τα χρυσά φλουριά που φοριέται σε εξαιρετικές περιστάσεις, το οποίο όπως μου είπαν κληροδοτείται από τη γιαγιά στην εγγονή και από τη μάνα στην κόρη, κατά ηλικία, αλλά και κατά όνομα. Ακόμη και σήμερα η οικογένεια φροντίζει να φοράει τα γνήσια φλουριά της στην Κάρπαθο, τα οποία βγάζει από την τράπεζα για κάθε ταξίδι στο νησί. Καμία τους δεν θα έβαζε κάτι ψεύτικο ή μη αυθεντικό εκεί.
Το καβάι από την άλλη έχει την δική του ιδιαίτερη δομή, με την πουκαμίσα με τα κεντήματα σταυροβελονιά, το ίδιο το καβάι που είναι σε μαύρο υφαντό ύφασμα, το οποίο γίνεται στον αργαλειό, τη ζώνη, την πολύχρωμη ποδιά, το μαλίτικο με τα πιτσίλια του(το μαντήλι του κεφαλιού), το οποίο παρόλο που είναι ένα ενιαίο κομμάτι, έχει ιδιαίτερο και περίτεχνο τρόπο που δένεται και τα στιβάνια, τις δερμάτινες μπότες με τις κόκκινες λεπτομέρειες, που ολοκληρώνουν τη φορεσιά. Στις Ολυμπίτισσες αρέσουν τα έντονα χρώματα, οι αντιθέσεις και οι λάμψεις που έρχονται σε αντίθεση με τον γκρίζο τοπίο των βράχων. «Είναι ένας τραχύς τόπος,» μου εξηγεί η Άννα, αποδεικνύοντας και πάλι την άρρηκτη σχέση της ίδιας της γης και της ψυχολογίας γύρω από την συγκεκριμένη ενδυμασία.
Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στο σπίτι παρακολουθούμε την γιαγιά Άννα να είναι ο ενορχηστρωτής μίας παράστασης πίσω από το ντύσιμο και το στήσιμο των φορεσιών. Είναι απόλυτα αυστηρή, απαιτητική και ελέγχει ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια στα ρούχα. Όλες τους εμμένουν στην τελειότητα, θεωρώντας πως οτιδήποτε λιγότερο, είναι απλώς προσβλητικό για την ίδια τη στολή. Πρέπει να φοριέται τέλεια, αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Ο τρόπος που ντύνει η μία την άλλη είναι κάτι παραπάνω από συγκινητικός. Απλές κινήσεις φροντίδας και αγάπης σε κάτι πέρα για πέρα μυσταγωγικό, που έχει την μορφή ιεροτελεστίας, η οποία πρέπει να περάσει από γενιά σε γενιά. Ρωτάμε την κυρία Μαρία, αν έχει ποτέ της σκεφτεί να φορέσει και εκείνη μόνιμα το καβάι. «Αν ήμουν στην Όλυμπο, τότε ναι. Γιατί η στολή θα χαθεί. Και το ράψιμο είναι πολύ δύσκολο να το μάθουμε, έχει πολλή δουλειά,» μου λέει, καθώς συνειδητοποιούμε, ότι η γενιά της γιαγιάς Άννας είναι από τις τελευταίες που έραβαν στο χέρι τις στολές τους. Η κάθε μία φτιάχνει στολές για τα παιδιά και τα εγγόνια της, κρατώντας την όλη διαδικασία σε ένα πολύ ιδιωτικό στάδιο.
Κλείνοντας την συζήτηση μας ρωτάω την Άννα, τι θα έλεγε στα δύο κορίτσια της για το καβάι, μέσα από τα δικά της μάτια και η απάντηση που πήρα ήταν η απόδειξη του τι σημαίνει στα αλήθεια η φορεσιά της Ολύμπου για τις Ολυμπίτισσες. «Η στολή δεν είναι για εμάς μία ανάμνηση, δεν είναι κάτι που το σκέφτομαι, είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας, ένα βίωμα, ένα μέρος της ταυτότητας μας, που χωρίς να πούμε τίποτα νιώθουμε άνετα μέσα σε αυτή, είναι μέρος της ύπαρξης μας,» μου είπε, με την γιαγιά Άννα να μας κοιτάει.
Φεύγοντας ένιωσα ότι γνώρισα κάτι παραπάνω από μία οικογένεια. Είδα τη ζωντανή ελληνική παράδοση στα ρούχα των γυναικών, είδα το τοπίο της Ολύμπου στα κεντήματα των φορεσιών, είδα μία προγιαγιά να ντύνει τις δισέγγονες της με φροντίδα και έμπειρο άγγιγμα, είδα την συνέχεια μίας παράδοσης που δεν πρέπει να σβήσει.
*Ευχαριστώ θερμά την Άννα Τσαμπανάκη που μας άνοιξε το σπίτι της. Την Μαρία Τσαμπανάκη και τις μικρές Αρχοντούλα και Μαρία Βασιλειάδη. Και πιο πολύ από όλους την γιαγιά Άννα Κοντονικόλα. Να είναι καλά και να πηγαίνει κάθε χρόνο στην Όλυμπο.
*Ευχαριστούμε επίσης τον κ. Γιώργο Νικ. Τσαμπανάκη, Σύμβουλο Πολιτισμού της Περιφερειακής Ενότητας Καρπάθου- Ηρωικής Νήσου Κάσου, που μας έφερε σε επαφή με τις υπέροχες κυρίες.
Δες εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα του Queen.gr