Ένα πρωινό με τη Loukia στο πιο διάσημο bridal atelier της Αθήνας
Photo Credits: Νίκος Ραζής
Η Loukia αποκλειστικά στο Queen.gr.
Όταν έλαβα τη θετική απάντηση από το atelier Loukia για αυτή τη συνέντευξη, οριακά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η Loukia, η σχεδιάστρια που προτιμά να αφήνει τη δουλειά της να μιλάει αντί για εκείνη, με συνάντησε ένα μεσημέρι Πέμπτης στο ιστορικό πλέον ατελιέ της στο Κολωνάκι. Ο χώρος είναι έτσι ακριβώς όπως φαντάζεται κανείς τον δημιουργικό κόσμο της. Elegant και sophisticated, με vintage/retro στοιχεία, μοναδικά υφάσματα που προδίδουν την αφή τους και μόνο από την όψη τους, και μία διακόσμηση που σε κάνει αμέσως να χαλαρώνεις.
Η Loukia μας χαιρέτησε από την άκρη του εργαστηρίου ραπτικής και από την πρώτη κιόλας επαφή που έχει κανείς μαζί της διακατέχεται από την αύρα της. Δυναμική και νωχελική ταυτόχρονα, με ήρεμο, στρωτό λόγο, μιλά για τη ζωή και τα επιτεύγματά της σαν να τα βλέπει με απόσταση, όπως ένα μεγάλος τραγικός ποιητής, που περιγράφει τα δεινά και τις επιτυχίες των ηρώων του ως τρίτος. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα χρόνια, που μετράει πλέον η καριέρα της στη μόδα. Γιατί πια τα χρόνια δεν έχουν καμία σημασία. Κάτσαμε η μία απέναντι στην άλλη, και κάπως έτσι βρέθηκα να μιλάω με έναν ζωντανό θρύλο της ελληνικής μόδας, έναν άνθρωπο τόσο δοτικό, που σχεδόν έφυγα συγκινημένη από το ατελιέ της. Συγκινημένη με το πόσο νέα παραμένει.
Η Loukia μας μιλάει για τη ζωή και την καριέρα της.
«Όταν ξεκινάς κάτι δεν ξέρεις τι θα κάνεις ακριβώς,» μου είπε, ξεκινώντας να ξετυλίγουμε μαζί το νήμα. «Την εποχή εκείνη, ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με κάτι που έχει σχέση με το σχέδιο, για αυτό όταν πήγα στην Αγγλία προσπάθησα να πάω στο Saint Martins, που ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα τότε. Αλλά τα κατάφερα. Ασχολήθηκα και με άλλα πράγματα, με το θέατρο, με τα κοστούμια του θεάτρου, με το interior. Είναι όμως αυτή η μαγεία των υφασμάτων που μόνο που τα πιάνεις, μόνο που τα ακούς… Γιατί έχουν και ήχο τα υφάσματα ξέρετε. Κάπως σε μαγεύουν. Οπότε κάπως έτσι κατέληξα σε αυτό το κομμάτι της μόδας».
Η Loukia ξεκίνησε την επαγγελματική της ζωή στο Λονδίνο, πριν πολλές δεκαετίες, σε μία πόλη που της επέτρεψε να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Μια Ελληνίδα με σύγχρονο, ανοιχτό μυαλό, που βίωσε μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις της μόδας τη στιγμή ακριβώς που συνέβαινε. «Για ένα διάστημα τότε δούλεψα στη Biba, δεν ήταν ένα απλό μαγαζί, μία boutique, αλλά ένα μέρος που πήγαιναν όλοι οι διάσημοι. Έτσι, μπήκα στα βαθιά νερά, βλέποντας περίεργα πράγματα και άρχισε το μυαλό μου να δουλεύει με έναν τρόπο διαφορετικό, με έναν δικό μου τρόπο. Θα είχα μείνει εκεί. Αλλά είναι οι συμπτώσεις της ζωής μας, που παίζουν ένα πολύ μεγάλο ρόλο. Έλεγα τότε στη μητέρα μου να έρθει στο Λονδίνο, γιατί ήταν εδώ και ήταν άρρωστη. Και κάπως έτσι γύρισα. Όχι, δεν το μετάνιωσα, ξέρετε δεν πέρασα άσχημα και στην Ελλάδα! Δεν κλαίμε για χυμένο γάλα ποτέ».
«Νομίζω ότι με αγάπησαν οι άνθρωποι εδώ και ακόμη και τώρα με αγαπούν περισσότερο οι νέες κοπέλες. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι όταν μου λένε "η μητέρα μου έχει φτιάξει σε εσάς ρούχα και τα παίρνω και τα φοράω εγώ". Αυτό είναι για μένα ένα μπράβο.»
Και αυτό είναι η αλήθεια, αν κρίνω από τον ενθουσιασμό και της δικής μου μητέρας, που όταν έμαθε ότι θα πήγαινα στη Loukia μου έδωσε και δικές της ερωτήσεις, για να μάθει πράγματα για τη σχεδιάστρια, που διαμόρφωσε μια ολόκληρη fashion era στη χώρα μας. Η γνώμη της, όμως, για την ελληνική μόδα συνοψίζεται σε μία από τις πιο γνωστές της φράσεις: «Η Ελλάδα απαξιώνει τη μόδα». Δεν μπορούσα, λοιπόν, να μην τη ρωτήσω για αυτό.
«Αυτό είναι αλήθεια! Τώρα κάπως κάτι γίνεται, αλλά και πάλι δεν έχει πάρει τη θέση που της αξίζει η μόδα. Η μόδα είναι πολύ σπουδαία ιστορία. Η μόδα έχει τη γοητεία του εφήμερου. Το να αλλάζουν τόσο γρήγορα τα πράγματα και οι σχεδιαστές να είναι έτοιμοι πάντα να δημιουργήσουν κάτι καινούργιο, που να έχει μνήμη όμως από το παλιό, είναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα. Το εφήμερο είναι η γοητεία της μόδας. Η μνήμη είναι που το κάνει διαχρονικό και αυτό φαίνεται στα ρούχα που φτιάχνω. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, πρέπει να έχει μνήμη αλλά να είναι και καινούργιο. Από τους Έλληνες σχεδιαστές υπάρχουν νέα παιδιά που σίγουρα έχουν ταλέντο, αλλά δεν ξέρω αν αυτή η χώρα θα τους βοηθήσει να αναπτύξουν το ταλέντο τους. Η μόδα θέλει πάρα πολύ δουλειά. Θυμάμαι ότι ερχόμουν εδώ το πρωί και έφευγα το βράδυ. Ξεχνούσα πόσες ώρες έμενα μέσα σε αυτό το ατελιέ. Κάποια παιδιά έχουν ταλέντο, αλλά ποιος θα τους βοηθήσει;»
Η Loukia που κάνει τα νυφικά.
«Εμένα δεν μου άρεσε να κάνω νυφικά. Τυχαία έγινε, τελείως τυχαία. Το συνειδητοποίησα όταν κάποιος μου είπε "α, εσύ είσαι η Λουκία που κάνεις τα νυφικά;". Κάποια στιγμή μέσα σε αυτά που δημιουργούσα, έφτιαξα και δύο άσπρα φορέματα. Και τα πήρανε, τους άρεσαν, έφτιαξα και πάλι. Δεν κατάλαβα πώς έγινε αυτό το πράγμα με τα νυφικά. Και μετά έγινα η Λουκία που κάνει νυφικά!». Ένα από τα κορυφαία στοιχεία του atelier Loukia είναι φυσικά το bridal κομμάτι, το οποίο και έχει αγαπηθεί τόσο πολύ από τις Ελληνίδες. Οι ονειρικές της δημιουργίες έντυσαν πολλές γενιές από νύφες. Και όμως η ίδια χαίρεται που βλέπει τώρα τις νέες γυναίκες να απολαμβάνουν την ουσιαστική έννοια του γάμου.
«Ξέρετε τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα, μην νομίζετε. Παλιά ερχόντουσαν οι κοπέλες με τη μαμά τους, με την πεθερά τους ήταν πολύ σημαντικό το νυφικό. Μια οικογενειακή ιστορία. Τώρα οι περισσότεροι γάμοι είναι γάμος και βάφτιση μαζί. Έχει τελειώσει εκείνη η μυσταγωγία. Τώρα είναι συνηθισμένο. Παλιά δεν τολμούσε μια κοπέλα να πει ότι ζει με τον καλό της. Και να σας πω κάτι, μπράβο που άλλαξαν τα πράγματα! Τι ωραία που είναι που τώρα βλέπω, ότι ο γάμος είναι ένα πάρτι. Και είναι υπέροχο. Γιατί μια νέα κοπέλα να είναι μέσα σε τεράστια φουρό, να αισθάνεται ότι πρέπει να είναι η πριγκίπισσα; Τουλάχιστον εγώ κάνω πάρα πολύ ελαφριά πράγματα, να μπορεί μια γυναίκα να χορέψει και να ευχαριστηθεί το γάμο της».
«Νομίζω ότι οι γυναίκες έχουν αλλάξει τώρα πια τη ζωή τους. Τώρα βλέπουμε περισσότερο τα θέλω των κοριτσιών και μου αρέσει που συνεννοούνται με τους ανθρώπους που παντρεύονται. Ένα έχουν κρατήσει μόνο. Να μην δει ο γαμπρός το νυφικό πριν το γάμο».
Η μόδα του τότε και του σήμερα.
«Η μόδα δεν θα ξαναγίνει όπως ήτανε παλιά. Και δεν λέω ότι αυτό είναι καλό ή κακό. Τα πράγματα εξελίσσονται με έναν τρόπο. Το πώς θα εξελιχθούν, θα το δούμε».
«Είναι ωραίο να φοράς ένα ωραίο φόρεμα. Τώρα βλέπω μερικά πράγματα που δεν μου αρέσουν, βλέπω και άλλα που μου αρέσουν. Επειδή έχω μεγάλη περιέργεια γενικά -μπορεί να χαζεύω σε μια βιτρίνα που πουλάει είδη καγκελαρίας ας πούμε-, τα βλέπω σχεδόν όλα. Μπορεί να βγουν σημαντικά πράγματα, μπορεί με αυτά τα οικολογικά προϊόντα να βγουν νέες ποιότητες υφασμάτων, που να είναι συγκλονιστικές. Δεν λέει κανείς όχι, θα ήταν κουτός να πει όχι κάποιος στην εξέλιξη. Δεν ξέρω αν θα προλάβω να τα δω ακριβώς αυτά, πάντως εγώ χρησιμοποιώ υφάσματα που έχουν να κάνουν με την εξέλιξη, από υφαντές ίνες, το παρακολουθώ ακόμα. Και αυτό είναι το σημαντικό, να μην καθίσεις στο ένδοξό σου όνομα, αυτό είναι το παν».
«Εγώ μαθαίνω πάντα,» συνέχισε με ειλικρινή περιέργεια να διαφάινεται στο βλέμμα της. Πάθος και όρεξη να εξελιχθεί. «Το πατρόν, το ύφασμα. Θυμάμαι ότι στις επιδείξεις ήθελα και ήχο να κάνουν τα ρούχα και έβαζα κάποιες χάντρες ανάμεσα στις πιέτες, ώστε όταν περπατούν τα μοντέλα να αισθάνονται κάποιον ήχο. Είναι τόσο μικρές οι λεπτομέρειες που μπορούν να φέρουν ένα καλό αποτέλεσμα».
Αν και στο παρελθόν πολλοί σχεδιαστές της γενιάς της -ίσως ανάμεσά τους και η ίδια- κατηγορήθηκαν για τα υπερβολικά αδύνατα μοντέλα που χρησιμοποιούσαν, η Loukia πιστεύει στην αληθινή ομορφιά του γυναικείου σώματος. «Η δουλειά του σχεδιαστή δεν είναι να κάνει ένα ωραίο φόρεμα για ένα μανεκέν. Είναι να κάνει σε ένα σώμα πιο δύσκολο ένα ωραίο φόρεμα. Και γενικά, σε αυτό το ατελιέ έρχονται διάφορες γυναίκες. Και πολύ ωραίες, και όχι πολύ ωραίες. Το θέμα είναι να αντιμετωπίζεις το δύσκολο και να το κάνεις καλό. Αυτό που μου αρέσει εμένα είναι να κάνω ρούχα που να ταιριάζουν σε όλους τους σωματότυπους, αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Ίσα-ίσα τώρα οι κοπέλες δεν τα λογαριάζουν τα κιλά τους. Μπορούν φορέσουν ότι θέλουν, όπως και να είναι, και δεν τις πειράζει αν λίγο η κοιλίτσα εξέχει. Σκασίλα τους μεγάλη! Είναι πολύ απελευθερωτικό».
«Εγώ δεν φοράω τα ρούχα που φτιάχνω, έχω άλλο στυλ,» μου είπε με μεγάλη χάρη, όταν παρατήρησα και το δικό της προσωπικό ντύσιμο. «Φαίνεται ότι έχω ένα όραμα γυναίκας που ούτε και εγώ το ξέρω, δεν είμαι όμως σίγουρα εγώ αυτή. Είσαστε εσείς, είναι η κοπέλα που βλέπω στο δρόμο, είναι η ιδανική γυναίκα που υπάρχει στη φαντασία μου, που είναι πολλές γυναίκες μαζί. Δεν φοράω τα ρούχα μου επίσης, γιατί εγώ δεν υπήρξα ποτέ κοσμική. Σπάνια, παλιότερα να με είχε δει κάποιος να πάω σε κάποιο event. Και έτσι δεν χρειάστηκε να φοράει και βραδινά ρούχα. Έχω αδυναμία στα κοσμήματα. Αγαπώ τα κοσμήματα. Ένα είδος που μου αρέσει είναι οι γυναίκες οι οποίες φορούν απλά ρούχα και ωραία κοσμήματα. Αυτό είναι και το δικό μου στυλ».
«Κορυφαία στιγμή; Ξέρετε τα ξεχνάω! Φαίνεται ότι έχω κάνει κάποια καλά πράγματα,» συνέχισε όταν οι ερωτήσεις μου κινήθηκαν -αναγκαστικά- σε όλα εκείνα τα σημεία σταθμούς της καριέρας της. «Θα ξεχώριζα το θέατρο. Με τον Τερζόπουλο έχουμε κάνει ωραία πράγματα, πιστεύω στο Alarme, αυτά τα κοστούμια που βραβεύτηκαν και γύρισαν τον κόσμο, νομίζω ότι είχα κάνει καλή δουλεία. Ήταν μέσα στο θέμα ακριβώς και είχαν τη δραματικότητα που είχε και το έργο. Επίσης, όταν του έδωσαν το Μαντείο των Δελφών, εκεί έκανα ένα φόρεμα για τον Τερζόπουλο, που είχε εβδομήντα μέτρα ύφασμα. Το συγκεκριμένο είχε τέτοια γεωμετρία, που ήταν πολύ δύσκολο να γίνει. Αυτά τα σκέφτομαι με πολύ αγάπη. Ο Τερζόπουλος υπήρξε η κορυφαία συνεργασία μου στο θέατρο, που θα είναι και η τελευταία μου, γιατί δεν θα ξαναδουλέψω. Τον θεωρώ κορυφαίο σκηνοθέτη, ένας κύριος, και αυτό έχει να κάνει πολύ με το να μπορούν να συνεννοηθούν ο σκηνοθέτης με τον ενδυματολόγο».
Η αυτοβιογραφία και το κλείσιμο της αυλαίας.
Πώς είναι να βλέπεις τη ζωή σου τυπωμένη σε ένα βιβλίο; Τη ρώτησα αναφερόμενη στη βιογραφία της με τίτλο «Λουκία, Ζωή – Μόδα – Τέχνη» (εκδ. Πάπυρος).«Είναι και εύκολο και δύσκολο, γιατί πέρασα πάρα πολύ δύσκολα πράγματα στη ζωή μου. Όμως όταν είσαι νέος, τα δύσκολα τα περνάς πιο εύκολα. Γιατί και στο Λονδίνο που ήμουνα, επειδή εγώ δεν ήμουν από πλούσια οικογένεια, δούλευα πολύ και ένα θεός ξέρει πως τα κατάφερα. Αλλά όμως τα κατάφερα. Σημασία έχει το αποτέλεσμα σε ότι κάνεις. Είχα την τύχη όταν γύρισα στην Ελλάδα να γνωρίσω πάρα πολύ σημαντικούς ανθρώπους και αυτό με βοήθησε και πνευματικά και επαγγελματικά».
«Και φυσικά πιστεύω ότι είχα μια ευκολία σε αυτή τη δουλειά, τώρα το να πεις είχα ταλέντο είναι μια πάρα πολύ μεγάλη κουβέντα. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια δεν μπορώ να πω τίποτα, είναι μια πολύ μεγάλη λέξη να την πεις. Μπορώ να πω ότι έχω δουλέψει πάρα πολύ και έχω και κάποιες γνώσεις. Αλλά το πόσο το γνωρίζω…και για αυτό δεν είμαι σίγουρη ακόμα».
Είναι εντυπωσιακό το πώς η ίδια νιώθει ακόμη και τώρα μία συστολή για τις περγαμηνές της. Ίσως γιατί η γνήσια στόφα του καλλιτέχνη, που θέλει πάντα να εξελίσσεται, να φτάσει το ιδεατό της απόλυτης δημιουργίας, δεν την αφήνει ακόμη και τώρα να καθίσει στις δάφνες της. Εξάλλου, η ίδια όπως είπε, έχει ζήσει πολλά, είναι ευχαριστημένη και χορτασμένη από τη ζωή της. Για αυτό και μιλάει για το μέλλον με το βλέμμα στους «απογόνους» της.
«Για το μέλλον σκέφτομαι πώς θα γίνει καλύτερη η ομάδα μου. Αυτό είναι το μέλλον.Έχω συνηθίσει τόσο πολύ να δουλεύω, που δεν έχω μάθει να μένω στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να κάνω στο σπίτι μου. Κάποια στιγμή βέβαια πρέπει να σταματήσω. Έχω φτιάξει εδώ μία ομάδα, που τους έχω περάσει μερικά πράγματα και πιστεύω ότι θα καταφέρουν να συνεχίζουν αυτό που εγώ κάνω».
Μαζί περιπλανηθήκαμε στο ατελιέ, μου έδειξε όλες τις νέες της δημιουργίες, το πόσο πολύ πιστεύει σε αυτό που κάνει με την ομάδα της, ενώ έμεινε για λίγο και μπροστά στα αρχειακά δημιουργήματά της, όπως ένα μοναδικό κιμονό, το οποίο ράφτηκε για τη Μελίνα Μερκούρη, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, χωρίς να προλάβει ποτέ να το φορέσει. Καθώς αποχαιρετούσαμε το ατελιέ στον αριθμό 24 της οδού Κανάρη, κατάφερα να τη ρωτήσω και μια απορία που είχα πάντα. Γιατί Loukia; «Δεν ξέρω, ούτε και εγώ το κατάλαβα ποτέ! Έμαθαν όλοι να με λένε Λουκία. Και έτσι έμεινε, δεν το έκανα επίτηδες. Όλη μέρα η Μελίνα (Μερκούρη) ας πούμε, φώναζε «Λουκία, Λουκία». Και έμεινε το Λουκία. Στο τέλος θα ξεχάσω και εγώ το επίθετό μου».