Tα κομμάτια που έγραψαν ιστορία και τρύπωσαν σε κάθε γκαρνταρόμπα!
Levi's, Aviators, Burberry, All Stars και LBD!
Όλες κρύβουμε στην ντουλάπα μας ένα μικρό μαύρο φόρεμα; Όλοι σε μικρή ή μεγαλύτερη ηλικία έχουμε φορέσει ένα ζευγάρι θρυλικά All Star; Ποιoς δεν έχει στην ντουλάπα του τουλάχιστον ένα Levi's; Ποιος δεν αναζήτησε μία κλασική καμπαρντίνα; Χρήσιμα ή όχι, εδώ και χρόνια λατρεύονατι από fashionistas και μη, βρίσκοντας τρόπο να τρυπώσουν σαν κλασικά κομμάτια στην ντουλάπα όλων μας.
Jeans: Το μοναδικό αυτό φαινόμενο στα υφάσματα εφευρέθηκε το 1873 από τους Jacob Davis και Levi Strauss, μετανάστες στην Αμερική από τη Ρίγα της Λετονίας ο πρώτος και από το Μπούτενχαιμ της Γερμανίας ο δεύτερος. Οι δυο τους ξεκίνησαν με εντελώς διαφορετικά επιχειρηματικά πλάνα. Ο μεν Strauss εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση δημητριακών και ξηράς τροφής, ο δε Davis σε επιχείρηση που έραβε ρούχα, τέντες και κουβέρτες για άλογα. Το 1872 οι δυο τους συνεργάζονται και δημιουργούν ιδιαίτερα ανθεκτικά εργατικά παντελόνια με γυρωτικούς ήλους (ειδικά περτσίνια) για να στερεώνονται καλύτερα οι τσέπες. Το πρώτο τζιν έχει μόλις γεννηθεί. Το 1935 η αμερικανική Vogue παρουσιάζει το πρώτο Levi's για γυναίκες, ενώ το πρώτο ανδρικό τζιν πωλείται για 1,25 δολάρια. Το 1950 παιδιά του γυμνασίου ενσωματώνουν το τζιν στην γκαρνταρόμπα τους, ως σύμβολο αυτοπροσδιορισμού, θέλοντας φορώντας το να δείχνουν μεγαλύτεροι και πιο ατίθασοι απέναντι στους γονείς τους που δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα να το φορούν. Μία δεκαετία αργότερα αρχίζουν να δημιουργούνται διαφορετικά στυλ τζιν παντελονιών: κεντημένα, καμπάνες, ζωγραφισμένα, ενώ στη δεκαετία του '80 αναλαμβάνουν την παραγωγή του οι μεγαλύτεροι σχεδιαστές, χρίζοντάς το fashion item. Στα 90's το τζιν αλλάζει χρώμα και μορφή, ενώ γίνονται πολύ δημοφιλή τα second-hand vintage jeans. Οι νέοι στρέφονται σε άλλα καταστήματα που το πουλούν και οι δουλειές της Levi Strauss & Co. αρχίζουν να «πέφτουν». Το 2000 το κλασικό τζιν επαναπροσδιορίζεται από τους σχεδιαστές, απελευθερώνεται από κάθε κοινωνικό και δημιουργικό περιορισμό, συναντάται παντού και πάντα και μπορεί να κοστίσει ακόμα και μια μικρή περιουσία.
Με πρώτη παρουσία στον χώρο της υπόδησης το 1908 από τον Marquis M. Converse, τα All Star έφεραν την επανάσταση στο μπάσκετ και συμβάδισαν με τη γέννηση του rock 'n roll. Το 1910 η βιομηχανία του Converse παράγει 4.000 ζευγάρια παπούτσια τη μέρα, το 1915 πρωτοκυκλοφορεί παπούτσια για τένις και το 1917 παπούτσια για μπάσκετ, με διασημότερα όλων τα Converse All Star. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εταιρία εξαπλώνει την παραγωγή της και σε άλλα είδη ένδυσης, όπως μπότες, παρκά και πλαστικές προστατευτικές στολές για τους φαντάρους. Αρχικά, το Converse All Star έβγαινε μόνο σε μαύρο, αλλά μετά τον Πόλεμο οι ομάδες μπάσκετ που χρησιμοποιούσαν τα παπούτσια της πίεσαν την εταιρία να παράγει και άλλα χρώματα. Μεγάλο ρόλο στην προώθηση των Converse έπαιξε και το Hollywood, αφού ηθοποιοί και άλλοι celebrities έδειξαν να τα προτιμούν. Το 1950 αποτέλεσαν το απαραίτητο συνοδευτικό της νεολαίας για τα τζιν παντελόνια τους, ενώ στις δεκαετίες του '60 και του '70 φορέθηκαν σε όλα σχεδόν τα αθλήματα αλλά και από όλους τους hippies και τους punk. Συνέχισαν να είναι ιδιαίτερα δημοφιλή και στη δεκαετία του '80 ως σύμβολο αντι-κουλτούρας, μαζί με το λευκό t-shirt, το τζιν και το δερμάτινο τζάκετ. Μία μείωση στις πωλήσεις τους παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του '90 (σταμάτησε άλλωστε να αποτελεί και το επίσημο υπόδημα του NBA), η οποία οδήγησε στη χρεοκοπία της εταιρίας και την εξαγορά της το 2003 από τη Nike για 305 εκατομ. δολάρια. Νέα σχέδια προέκυψαν τότε, νέοι fans εμφανίστηκαν ενώ κάποιοι παλιοί παρέμειναν πιστοί στα 20-ετή All Star τους, αρνούμενοι να αγοράσουν καινούργια. Γι'αυτούς, το να έχουν στην κατοχή τους ένα τέτοιο αξεσουάρ είναι σαν να φορούν στα πόδια τους ένα κομμάτι ιστορίας.
Το πρώτο ζευγάρι aviators δημιουργήθηκε από την Ray Ban το 1936 ειδικά για τους πιλότους του αμερικανικού στρατού που ενοχλούνταν από την αντανάκλαση του ήλιου κατά τις πτήσεις τους. Το σχέδιο, μάλιστα, των γυαλιών υιοθετήθηκε από τα μέχρι τότε γυαλάκια (googles) του στρατού, και το σχέδιο αυτό αγαπήθηκε τόσο πολύ που έχει διατηρηθεί σχεδόν πανομοιότυπο μέχρι σήμερα. Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι αυτό που άλλαξε είναι το χαρακτηριστικό διπλό γεφυράκι ανάμεσα στους δύο φακούς και πάνω από τη μύτη, που παλαιότερα χρησίμευε στο να τοποθετούν εκεί οι στρατιώτες το τσιγάρο τους. Έναν χρόνο μετά το λανσάρισμά τους για τον στρατό, τα aviators άρχισαν να κυκλοφορούν και στην αγορά, ενώ παράλληλα άλλες γνωστές και άγνωστες εταιρίες άρχισαν να αντιγράφουν το στυλ, δημιουργώντας τα δικά τους γυαλιά πιλότου, κάποια εκ των οποίων διέφεραν και στην ποιότητα του τζαμιού. Θυμάστε, για παράδειγμα, τα γυαλιά-καθρέφτες στην ταινία Top Gun; Μεγάλη απήχηση είχαν τα γυαλιά από τη στιγμή που άρχισαν να τα φορούν οι celebrites, ειδικά κατά τη δεκαετία του '60 ενώ οι πωλήσεις τους κορυφώθηκαν κατά τη δεκαετία του '80, όταν έγιναν και μέρος της γενικότερης pop κουλτούρας, με αμέτρητους stars του Hollywood και τραγουδιστές να εμφανίζονται δημόσια φορώντας τα. Με τα χρόνια τα aviators κυκλοφόρησαν σε διάφορα μεγέθη και χρώματα, παραμένοντας το πλέον δημοφιλές στυλ γυαλιών ηλίου όχι μόνο επειδή καθιερώθηκαν ως fashion statement αλλά και επειδή είναι πραγματικά από τα πιο εύχρηστα και ποιοτικά.
Η θρυλική Coco Chanel έραψε για πρώτη φορά το όνομά της στην ιστορία της μόδας, δημιουργώντας την επιτομή του στυλ των 20's. Τότε που σχεδίασε και πρότεινε στον κόσμο το πρώτο Little Black Dress. Σκοπός της Chanel ήταν να δημιουργήσει ένα φόρεμα διαχρονικό, ευπροσάρμοστο, οικονομικό, εύκολα προσεγγίσιμο στο ευρύτερο αγοραστικό κοινό και σε ουδέτερο χρώμα. Για άλλη μία φορά, το Hollywood ήταν αυτό που το καθιέρωσε (αν και το μάκρυνε λίγο), ειδικά την εποχή που κυκλοφόρησαν οι πρώτες έγχρωμες ταινίες και το μαύρο βόλευε γιατί δεν παραποιούσε τα υπόλοιπα χρώματα του πλάνου. Κατά τη δεκαετία του '50, η Dior το έκανε σύμβολο της απόλυτης femme fatales, ενώ κατά τη δεκαετία του '60 υιοθετήθηκε τόσο από τη νεώτερη mod γενιά (στην πιο μίνι εκδοχή του) όσο και από μεγαλύτερες γυναίκες που υιοθέτησαν το στυλ του Hubert de Givenchy, το οποίο φορέθηκε από την Audrey Hepburn στην ταινία Breakfast at Tiffany's. Η απήχησή του μειώθηκε λίγο κατά τα 70's που έδωσαν έμφαση στο χρώμα, ενώ στα 80's επανήλθε δυναμικά στη μόδα, ενσωματώνοντας φυσικά και τις αποκρουστικές βάτες. Στη δεκαετία του '90 προτιμήθηκε η λιτότερη μορφή του, ενώ η grundge κουλτούρα το συνδύασε τόσο με σανδάλια όσο και με μπότες. Αν και η πρόσφατη επιστροφή στη μόδα της δεκαετίας του '70 με τα πολλά χρώματα το έχει κάπως παραμερίσει, το μικρό μαύρο φόρεμα θα είναι πάντα αποδεκτό και αγαπημένο.
Ο Thomas Burberry το 1901 δημιούργησε την πρώτη του καπαρντίνα, ως εναλλακτικό αδιάβροχο πανωφόρι για τους Άγγλους και Γάλλους στρατιώτες κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αδιάβροχη, συνήθως βαμβακερή ή μάλλινη, με δέκα ή λιγότερα κουμπιά, σε κάποιες περιπτώσεις με αφαιρούμενη επένδυση και μάκρος μέχρι το γόνατο ή λίγο πιο κάτω, το trench coat παρέμεινε στη μόδα για πολλές δεκαετίες, ακόμα και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από ένδυμα των αξιωματούχων του στρατού, σύντομα μετατράπηκε σε απαραίτητο αξεσουάρ των πλέον αξιοσέβαστων businessmen, ενώ αμέτρητοι κινηματογραφικοί ήρωες, όπως οι Dick Tracy, Mike Hammer, The Phantom, Humphrey Bogart στην Casablanca και ο Peter Sellers στον Επιθεωρητή Clouseau την οδήγησαν στην προσοχή του κοινού. Αυτόματα η καπαρντίνα υιοθετήθηκε από διάφορες κοινωνικές ομάδες όπως οι mods, κατά τη δεκαετία του '60, οι heavy metal-άδες και οι goth-άδες, στη μαύρη εκδοχή της, ενώ περιθωριακοί τύποι και επιδειξίες έχουν κατά καιρούς συνδεθεί με το συγκεκριμένο ρούχο. Αλλά και τα κόμικς την έχουν χρησιμοποιήσει στα σκίτσα τους, οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας στους πρωταγωνιστές τους (π.χ. ο Deckard φορούσε μία μαύρη Burberry στο Blade Runner), και φυσικά τα περισσότερα film noir έντυναν τους ντετέκτιβ τους με καπαρντίνες. Σήμερα πολλές σταρ του Χόλυγουντ, όπως η Angelina Jolie και η Jessica Simpson δείχνουν να τις προτιμούν, ενώ οι κλασικότερες κυκλοφορούν σε μπεζ ή μαύρο χρώμα. Χάρη στην καπαρντίνα, έχουμε έναν λόγο παραπάνω να απολαμβάνουμε τις βροχερές μέρες του φθινοπώρου.