Είσαι μάνα; Χρόνια πολλά με δώρο ένα σύντομο οδηγό επιβίωσης από το τέρας των ενοχών
Aύριο είναι η γιορτή της μητέρας και το καλύτερο δώρο που μπορείς να σου κάνεις είναι να ξεφορτωθείς τις ενοχές σου.
Όταν γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί, ο γιος μου που σε λίγους μήνες θα κλείσει τα 17, μαζί του γεννήθηκε -χωρίς να το δω τότε- και ένα μικρό τερατάκι: Οι ενοχές.
Όσο μεγάλωνε το παιδί, μεγάλωνε και το τερατάκι, σύντομα έγινε τέρας. Όταν άρχισα να το βλέπω και να το αντιλαμβάνομαι, είχε έρθει και η κόρη μου, το τέρας ανατροφοδοτήθηκε, γιγαντώθηκε, πολύ σύντομα μας είχε καταπιεί όλους, αλλά κυρίως εμένα.
Ζήσαμε κάποια χρόνια παρέα οι τέσσερίς μας, το τέρας κι εγώ α λα μπρατσέτα και τα παιδιά από δίπλα, είναι ένα τέρας αόρατο στους απ' έξω, όσο κι αν προσπαθήσεις να τους το εξηγήσεις δεν το καταλαβαίνουν. Και είναι πανταχού παρόν.
Κάθε φορά που πας να κάνεις την παραμικρή κίνηση, το τέρας σου κάνει κεφαλοκλείδωμα. Σου κουνάει το τεράστιο, πανάσχημο δάχτυλό του μπροστά στη μούρη σου και σε κάνει να αισθάνεσαι νάνος, ανίκανη, ανεπαρκής, λάθος, ελεεινή και τρισάθλια, κακιά μάνα.
Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να το ικανοποιεί.
Ό,τι κι αν κάνεις είναι λάθος.
Κάποια μέρα ξύπνησα και αποφάσισα ότι ή που κοντράρω το τέρας στα ίσα, ή που θα με στείλει στο ψυχιατρείο. Και δεν ήθελα να πάω στο ψυχιατρείο.
Ήρθε να πιούμε τον πρωινό μας καφέ και ξεκίνησε τη μουρμούρα.
«Γιατί κάνεις αυτό;», «γιατί δεν κάνεις το άλλο;», κ.λπ. Μ' αυτήν τη φρικαλέα φωνή του που είναι οι φωνές όλων γύρω σου, της μάνας σου, του γείτονα, της κοινωνίας όλης.
Το κοίταξα στα μάτια.
«Άει παράτα με», του είπα.
Σηκώθηκε μανιασμένο από την καρέκλα και ορθώθηκε απειλητικό μπροστά μου. «Πώς τολμάς;».
Τι έκανα; Απλώς το αγνόησα. Κι αυτό άρχισε να συρρικνώνεται.
Μην γελιέστε, δεν πεθαίνει ποτέ, είναι βαθιά ριζωμένο. Αλλά, άμα το πολεμάς και το αγνοείς, μένει τουλάχιστον υπό έλεγχο.
Κι εδώ μερικά προσωπικά μου tips, βγαλμένα από τη ζωή για να πολεμήσετε το τέρας:
1. «Είσαι η χειρότερη»
Κάθε φορά που το παιδί σου σε κοντράρει, σε πιάνουν οι ενοχές. Κάτι έκανες εσύ λάθος και δεν είναι ένα γλυκό και αγαπησιάρικο εφηβάκι. Λοιπόν, σας έχω νέα: Δεν υπάρχουν γλυκά κι αγαπησιάρικα εφηβάκια. Τα εφηβάκια (επειδή έχετε ξεχάσει τι τέρατα ήσασταν εσείς στην εφηβεία) είναι κάτι αφηνιασμένα τρολ, που έχει μπει ο διάολος μέσα τους, σαν τη Λίντα Μπλερ στον «Εξορκιστή» και τα έχει μετατρέψει σε μικρούς σατανάδες. Ο διάολος λέγεται ορμόνες και κάνει πάρτι. Τη μια στιγμή σου μιλάει σαν κανονικός άνθρωπος και την άλλη σαν εξωγήινος που ΔΕΝ ήρθε με καλές προθέσεις.
Τι κάνεις;
Τίποτα. «Ναι, είμαι η χειρότερη», γυρνάς την πλάτη, σου πετάει βελάκια και κατάρες, το αφήνεις να περάσει. Μετά από δύο ώρες έρχεται και σε αγκαλιάζει: «Μαμά είσαι η καλύτερη». Άμα δώσεις και 5 γιουρος είσαι η καλυτερότερη. Εγγυημένο.
2. «Η μαμά του τάδε...»
Ναι, φυσικά υπάρχει πάντα η μαμά του τάδε ή της δείνα που τα κάνει ΟΛΑ καλύτερα από σένα. Κατά περίπτωση εννοείται. Τα παιδιά είναι τα πιο χειριστικά πλάσματα του γνωστού σύμπαντος και ξέρουν πάντα με χειρουργική ακρίβεια που να σε πονέσουν. Όχι ότι είναι και δύσκολο να το ξέρουν, είσαι τόσο ενοχική που και αμοιβάδα θα μπορουσε να σε «διαβάσει». Τι πονάει, λοιπόν, περισσότερο από τη σύγκριση; Η μαμά του τάδε στο μεταξύ είναι μια μέγαιρα, που δεν αφήνει τον τάδε να πάει ούτε μέχρι τη γωνία, αλλά η αντικειμενική πραγματικότητα δεν έχει καμία θέση στον θαυμαστό κόσμο των ενοχών και του χειρισμού.
Τι κάνεις;
Τίποτα. «Να πας να σε υιοθετήσει η μαμά του τάδε, με τις ευχές μου, σου φτιάχνω και βαλίτσα αν θες». Αν έχεις και άλλο παιδί, κάνεις αντεπίθεση στο χειρισμό. Αρχίζεις και συζητάς μεγαλοφώνως τι θα κάνετε με το δωμάτιο που θ' αδειάσει. Σε δύο ώρες έρχεται να τα πείτε «Μαμά, η μαμά του τάδε είναι πολύ χάλια, εσύ είσαι η καλύτερη». Γλυκοκοιτάει και το πορτοφόλι, κρατάς χαρακτήρα, δύο γιούρος.
3. «Τι θα φάμε;»
Γυρνάει από το σχολείο σε βουλιμική κατάσταση, πνίγεσαι στη δουλειά, έχεις χανγκόβερ από το προηγούμενο βράδυ, έχει πάει δύο το μεσημέρι και δεν το έχεις καταλάβει, στο ψυγείο έχει δύο αχλάδια, μια κέτσαπ και την κρέμα νυχτός. Το μικρό τέρας το ξέρει ότι πνίγεσαι και είναι η καλύτερή του. Θέλει να σε εκβιάσει να παραγγείλεις σουβλάκια, ή πίτσα. Είσαι στο τσακ να το κάνεις. Είσαι στο τσακ να παραγγέλνεις κάθε μέρα σουβλάκια και πίτσα αρκεί να φύγει από πάνω σου ο εφιάλτης του «πεινάω, τι θα φάμε;» και των ενοχών που δεν προλαβαίνεις κάθε μέρα να κάνεις ΚΑΙ μουσακά.
Τι κάνεις;
Του δίνεις την κάρτα του κοντινού σούπερ μάρκετ και ένα εικοσάρικο. Σε κοιτάει με αποδοκιμασία και απελπισία του στιλ «είμαι πτώμα κι εσύ με στέλνεις στο σούπερ μάρκετ». Αδιαφορείς. Για να σου κάνει τη ζωή πιο δύσκολη σε ρωτάει με κάθε λεπτομέρεια μέχρι και τι μάρκα μακαρόνια να πάρει. Δεν λυγίζεις. Πάει. Και εννοείται ότι ξέρει να φτιάξει μακαρόνια. Από τα 10 οφείλει να ξέρει. Αν δεν ξέρει δεν φταίει. Εσύ φταις. Κι άμα θέλει μουσακά, υπάρχουν καταπληκτικές συνταγές στο ίντερνετ. Όταν μάθει, να σου δείξει κι εσένα.
4. «Θα βγεις το βράδυ; - Με ποιον;»
Να βγει κανείς ή να μην βγει, ιδού η απορία. Αρχίζει το τέρας: που αφήνεις τα παιδιά σου και πας για διασκέδαση και τι μάνα είσαι εσύ, κ.λπ. Είσαι η καλύτερη μάνα του κόσμου, διότι μόνο οι χαρούμενες μάνες είναι καλές μάνες. Τελεία. Και οι χαρούμενες μάνες είναι αυτές που περνάνε και οι ίδιες καλά και έχουν προσωπική ζωή και φροντίζουν και τους εαυτούς τους και βγαίνουν και για να διασκεδάσουν και τα κάνουν όλα και βρίσκουν την ισορροπία. Και όχι, δεν είσαι υποχρεωμένη να δίνει λεπτομερή λογαριασμό που θα πας, με ποιον θα πας και γιατί θα πας.
Τι κάνεις;
Προσωπικά κάνω αυτό που κάνω πάντα: Είμαι ειλικρινής. Άμα θέλω να βγω βγαίνω. Άμα θέλω να πω που και με ποιον, λέω. Άμα δεν θέλω, για τους δικούς μου λόγους, δεν λέω. Κι εγώ τους ρωτάω εξάλλου. Όχι για έλεγχο. Σιγά. Άμα σου πει «με το Γιάννη», τι θα καταλάβεις δηλαδή; Ή θ αρχίσεις την ανάκριση ποιος είναι ο Γιάννης τρεις γενιές πίσω; Σε μας λειτουργεί θαυμάσια. Τρεις άνθρωποι που ζουν στο ίδιο σπίτι και έχει καθένας τη ζωή του αλλά έχουν και την κοινή τους ζωή και κάπως έτσι μαθαίνουμε όλοι το πιο βασικό πράγμα στη ζωή: Τα όρια.
5. «Καινούργιο παντελόνι βλέπω, ωραίο μπράβο»
Ουπς. Πώς το εννοούσε τώρα; Ότι είναι όντως ωραίο; Ότι μπράβο μου που έδωσα λεφτά και πήρα παντελόνι; Ή μήπως ήταν μπηχτή, ξοδεύεις λεφτά για ρούχα κι όχι για μένα; Χρειαζόμουν άλλο ένα παντελόνι; Όχι, δεν χρειαζόμουν, αλλά το παιδί πάντα «χρειάζεται» κι άλλα παπούτσια. Ξόδεψα λεφτά για μένα, πω, ντροπή. Καταλάβατε τώρα. Το ανέκδοτο με το γρύλο. Και κάπως έτσι καταντάς κουρέλι, δεν πας κωμμωτήριο, δεν φτιάχνεις τα νύχια σου, δεν ψωνίζεις ρούχα, δεν πας πιλάτες, κόβεις τον Ψυ, κόβεις το ένα, κόβεις το άλλο. Φρίκη.
Τι κάνεις;
Βγαίνεις και παίρνεις ΑΛΛΟ ένα άχρηστο παντελόνι. Όλα τα παντελόνια άχρηστα είναι, μπορείς και με ένα, ή και με κανένα. Όχι, όμως, δεν θα ζήσεις έτσι. Δουλεύεις, βγάζεις χρήματα, έχουν πληρωθεί -έστω και ληξιπρόθεσμα- όλα, είναι ταϊσμένοι, πλυμμένοι, ντυμένοι, έχουν τα φροντιστήριά τους, τις διακοπές τους, τα πάντα τους. Γιατί να μην πάρεις εσύ άλλο ένα άχρηστο παντελόνι; Ή ο,τιδήποτε είναι αυτό το άχρηστο στο οποίο σου αρέσει να ξοδεύεις τα χρήματα που ΕΣΥ κερδίζεις; Φέτος είναι της μόδας τα λευκά παντελόνια, παρεμπιπτώντως, τρεχάτε.
6. «Ο τάδε και οι γονείς του θα πάνε διακοπές στο Μόντε Κάρλο»
Αυτό πάντα σου σκάει ακριβώς τη στιγμή που είσαι χωμένη στους λογαριασμούς και εφευρίσκεις διάφορα ακροβατικά για να μην κοπεί το ένα ή το άλλο. Ταυτόχρονα σου έχει χαλάσει το πλυντήριο και μάλλον χρειάζεσαι καινούργιο, ενώ για διακοπές όχι στο Μόντε Κάρλο δεν θα πας, αλλά ούτε μέχρι τον παρακείμενο Δήμο. Κι εκείνα τα λεφτά που πάντα προσπαθείς να μαζέψεις για ένα ταξίδι στο εξωτερικό, κάθε μήνα γίνονται λογαριασμοί, φροντιστήρια, καρμπιρατέρ, καινούργιος υπολογιστής, ή κινητό διότι το προηγούμενο το πέταξε «κατά λάθος» στο κεφάλι του συμμαθητή του κι έσπασε.
Τι κάνεις;
«Το Μόντε Κάρλο είναι χάλια, ούτε παραλίες έχει, ούτε τίποτα». Δεν είναι και πολύ ψέμα αυτό, αλλά φυσικά δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι ότι μέχρι εκεί μπορείς, πάντα κάνεις ό,τι είναι εφικτό για το καλύτερο, αλλά το καλύτερο σπάνια είναι στο χέρι σου. Δεν έχεις καμία ενοχή, ρίχνεις σφαλιάρες στο τέρας και κάθεσαι κάτω να εξηγήσεις με πολλή υπομονή και αποφασιστικότητα ότι όλοι θέλουμε πολλά πράγματα στη ζωή, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε. Έχουμε άλλα όμως και τα εκτιμάμε και απολαμβάνουμε. Μπορούμε να κάτσουμε όλοι μαζί να ονειρευτούμε το ταξίδι που θέλουμε να κάνουμε. Ίσως κάποια μέρα γίνει. Ίσως και όχι. Στο μεταξύ υπάρχει το άλλο θαυμαστό ταξίδι, αυτό της κοινής μας πορείας που λέγεται ζωή.
7. «Αυτό που έκανες ήταν λάθος»
Ναι. Έκανες λάθος. Κάνεις λάθη γενικά, όποιος νομίζει ότι δεν κάνει λάθη είναι όλος ένα λάθος. Και κάνεις και τα παραδέχεσαι και δεν τρέχει και τίποτα. Και το διορθώνεις, αλλά κυρίως παίρνεις την ευθύνη του λάθους αλλά και της απόφασης που σε οδήγησε σε αυτό.
Στο δικό μου σπίτι έχουμε «δήμαρχο», έτσι λέμε όποιον παίρνει τις αποφάσεις.
Ο δήμαρχος είναι ένας και εκτός από την «εξουσία», έχει και την ευθύνη για τις συνέπειες. Η ευθύνη είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα και είναι ένα πράγμα που δεν πάει χέρι χέρι με τις ενοχές, όπως εσφαλμένα μάθαμε να πιστεύουμε. Είναι το αντίθετό τους.
Όσο μεγαλώνει το αίσθημα της πραγματικής ευθύνης, τόσο μικραίνει το τέρας των ενοχών. Η ευθύνη σου είναι να τους μεγαλώσεις όσο καλύτερα μπορείς, με τα σωστά σου και τα λάθη σου, με τις αδυναμίες και τα προτερήματά σου, η ευθύνη σου είναι να παίρνεις αποφάσεις που μπορεί να είναι σωστές ή και λάθος, η ευθύνη τελικά είναι να μεγαλώνετε μαζί, εκείνοι προς την ενηλικίωση κι εσύ προς την ωριμότητα.
Σιγά σιγά, ο δήμαρχος δίνει αρμοδιότητες στους εξαρτώμενους από αυτόν, τους μαθαίνει την έννοια της ευθύνης, τους μαθαίνει να αγκαλιάζουν τον εαυτό τους και να προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.
Μια μέρα θα γίνουν δήμαρχοι εκείνοι. Του εαυτού τους αρχικά, που δεν είναι καθόλου λίγο πράγμα. Κι εσύ, όταν θα τους δεις να στέκονται με αυτοπεποίθηση στα πόδια τους θα χαμογελάσεις σατανικά στο τέρας των ενοχών. Θα το έχεις νικήσει.