Η γυναικεία γονιμότητα σε κάθε ηλικία - Πότε μιλάμε για υπογονιμότητα;
Το ανθρώπινο σώμα γερνάει, καθώς μεγαλώνουμε ηλικιακά και μία από τις πιο σαφείς επιπτώσεις του γήρατος σχετίζεται με τη γονιμότητα, ιδίως στις γυναίκες.
Ένα στα έξι ζευγάρια σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ. Τι ορίζουμε όμως ως «υπογονιμότητα» και ποιο ρόλο παίζει η ηλικία της γυναίκας στην προσπάθειά της να γίνει μητέρα;
Το ανθρώπινο σώμα γερνάει, καθώς μεγαλώνουμε ηλικιακά και μία από τις πιο σαφείς επιπτώσεις του γήρατος σχετίζεται με τη γονιμότητα, ιδίως στις γυναίκες. Το γυναικείο σώμα έχει δημιουργηθεί από τη φύση ώστε να αναπαράγεται με μεγαλύτερη ευκολία σε νεαρή ηλικία. Καθώς όμως το βιοτικό επίπεδο στην κοινωνία μας έχει αλλάξει, έχει συμπαρασύρει και την ηλικία που οι γυναίκες σήμερα επιθυμούν, είναι έτοιμες και μπορούν να αποκτήσουν παιδιά. Οι σπουδές, η καριέρα, τα ποικίλα ενδιαφέροντα, οι απεριόριστες ευκαιρίες δράσης, μπορούν να καθυστερήσουν συνειδητά την απόφαση κάθε σύγχρονης γυναίκας να αποκτήσει οικογένεια και παιδιά.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT, οι σύγχρονες Ελληνίδες αποκτούν συνήθως το πρώτο τους παιδί μεταξύ 30- 34 ετών, ενώ ο αριθμός εκείνων που αποκτούν παιδί μετά τα 35, αυξάνεται διαρκώς.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι, σε γενικές γραμμές, η ικανότητα μιας γυναίκας για σύλληψη και ολοκλήρωση της εγκυμοσύνης – δηλαδή η γονιμότητά της – έχει άμεση σχέση με τον αριθμό και την κατάσταση των ωαρίων στις ωοθήκες της. Η επιστήμη εκτιμά ότι κάθε κορίτσι γεννιέται με περίπου 1- 2 εκατομμύρια ωάρια, με τον αριθμό αυτό να μειώνεται καθώς μεγαλώνει: Στην εφηβεία μιλάμε 500 χιλιάδες ωράρια, ενώ στα 37 έτη υπάρχουν 25 χιλιάδες ωάρια και στα 51 έτη περίπου 1000. Παράλληλα, μειώνεται και η ποιότητα των διαθέσιμων ωαρίων, ενώ επηρεάζονται και οι ορμόνες που καθορίζουν τη γυναικεία γονιμότητα.
Εξυπακούεται ότι, καθώς μεγαλώνει μία γυναίκα, αυξάνεται το ενδεχόμενο επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες να επηρεάσουν το αναπαραγωγικό της σύστημα: Ινομυώματα, παθήσεις των σαλπίγγων, ενδομητρίωση, τυχόν επεμβάσεις, ακόμα και τυχόν οικογενειακό ιστορικό πρώιμης εμμηνόπαυσης, μπορούν να μειώσουν τη γονιμότητα.
Το ηλικιακό όριο ελέγχου της γονιμότητας
Η επιστήμη έχει καθορίσει το ηλικιακό όριο των 35 ετών για τις γυναίκες, αναφορικά με τη γονιμότητά τους. Οι γυναίκες που είναι κάτω των 35 ετών και προσπαθούν επί έναν χρόνο, με συχνές και τακτικές επαφές να μείνουν έγκυες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, τότε θα πρέπει να ελέγξουν ιατρικά τη γονιμότητά τους. Στις ηλικίες των 35 ετών και άνω, αυτό θα πρέπει να συμβεί μετά από έξι μήνες προσπαθειών.
Συνυπολογίζοντας τα στάδια που απαιτούνται οργανικά, ώστε να καταφέρει μία γυναίκα να μείνει έγκυος, έχουμε: Αρχικά, να αναπτυχθεί κανονικά το ωάριο στις ωοθήκες, να απελευθερωθεί μόλις ωριμάσει, να γονιμοποιηθεί το ωάριο από το αντρικό σπέρμα που περάνει από τη μήτρα στη σάλπιγγα και κατόπιν το γονιμοποιημένο ωάριο, μέσω του σαλπιγγικού σωλήνα, να εμφυτευθεί μέσα στη μήτρα. Εάν κάποιο από αυτά τα στάδια δεν ολοκληρωθεί επιτυχώς, διακοπεί ή δεν συμβεί εξαρχής, τότε μιλάμε για υπογονιμότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, 1 στις 4 γυναίκες που αντιμετωπίζει υπογονιμότητα, έχει σπάνια η καθόλου ωορρηξία. Οι γυναίκες αυτές, συνήθως έχουν ακανόνιστες περιόδους ή και καθόλου περίοδο για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, είτε λόγω συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, είτε λόγω του βάρους τους (παχυσαρκία ή υπερβολικά αδύνατη), είτε ακόμα και λόγω του υπερβολικού άγχους που τις διακατέχει.
Ο ειδικός επιστήμονας, δηλαδή ο εξειδικευμένος γυναικολόγος – μαιευτήρας, μπορεί με τη βοήθεια μιας σειράς εξετάσεων να εντοπίσει ακριβώς πού υπάρχει ζήτημα και να επέμβει, με τις διαθέσιμες θεραπείες, ώστε να το αντιμετωπίσει καταλλήλως και να καταπολεμηθεί η υπογονιμότητα, είτε αφορά στη γυναίκα είτε στον άντρα.