Τα παιδιά δεν τα κρατάμε αιχμάλωτα για να γλιτώσουμε το άγχος
Πριν από επτά χρόνια η κόρη μου βγήκε από την κοιλιά μου. Όχι για να την κλείσω στο σπίτι.
Για μέρες άκουγα από την επτάχρονη κόρη μου πως το σχολείο οργανώνει εκδρομή για σκι το Σάββατο και πως ήθελε να πάει. «Γιατί όχι;» σκέφτηκα και την διαβεβαίωσα πως όχι μόνο μπορεί να πάει, αλλά θα φρόντιζα να της πάρω και όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό.
Αναπολώντας όλα τα υπέροχα Σαββατοκύριακα που είχα περάσει με τις φίλες μου στο παρελθόν κάνοντας σκι και μετανιώνοντας που είχα αφήσει τον άντρα μου που δεν κάνει σκι, τις διαδοχικές εγκυμοσύνες και την αναβλητικότητα μου να μου το στερήσει, έκανα όνειρα για την επιστροφή μου στις πίστες, μαζί με την κόρη μου πια.
Μόνο θετικά έβλεπα το γεγονός πως η κόρη μου θα πήγαινε ολοήμερη εκδρομή για σκι μέχρι την παραμονή. Θα άφηνα το κοριτσάκι μου να ταξιδέψει μόνο του στην εθνική οδό για δύο ώρες και αν γινόταν κάτι κακό; Αν έπεφτε στο σκι κι έσπαγε κανένα χέρι; Αν κρύωνε πολύ και ήθελε να σταματήσει; Αν χανόταν στο χιόνι, στην ομίχλη, στην πολυκοσμία; Αν δεν της άρεσε το φαγητό; Αν ζαλιζόταν στο πούλμαν; Αν, αν, αν, χίλια πεντακόσια κακά «αν» άρχισαν να κατακλύζουν την σκέψη μου.
Στις πέντε η ώρα τα ξημερώματα που σηκώθηκα (γιατί απλά σηκώθηκα, δεν ξύπνησα) για να την πάω στο σχολείο να πάρει το πούλμαν για το σκι, δεν της είπα τίποτα από όλα αυτά που βασάνιζαν το μυαλό μου. Την προέτρεψα να προσέχει και της ευχήθηκα να περάσει καλά. Ήταν η σειρά της να περάσει υπέροχα με τις φίλες της. Ήταν σειρά μου να ανησυχώ.