Είναι η υπόθεση της Πάτρας εικόνα της κοινωνίας μας; Αν την αφήσουμε να γίνει, ναι

Έχουμε μια τεράστια ευκολία να χρησιμοποιούμε τη λέξη «πρωτοφανές», ενώ στην πραγματικότητα ελάχιστα απ' όσα συμβαίνουν γύρω μας είναι όντως πρωτοφανή. Γενικά έχουμε μια τεράστια ευκολία με τις λέξεις και τους χαρακτηρισμούς, με τις βεβαιότητες και τις απολυτότητες· με την πεποίθηση ότι «ξέρουμε» και ξέρουμε πέραν πάσης αμφιβολίας. Και άρα, αφού ξέρουμε, δικαιούμαστε και να δράσουμε αναλόγως.

Ναι, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου προκάλεσε το θάνατο των παιδιών της, πρόκειται πράγματι για μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Όχι μόνο για τα ελληνικά αστυνομικά χρονικά αλλά και για τα διεθνή, αλλά δεν είναι η μόνη.

Η μεγάλη ιδιαιτερότητα, στη δική της περίπτωση είναι ότι κατάφερε -ΑΝ αποδειχθεί ότι το έκανε η ίδια- να φτάσει στον αριθμό τρία. Και μάλιστα σε μεγάλο χρονικό διάστημα, οι τρεις θάνατοι δεν συνέβησαν μέσα σε τρεις μέρες ή μήνες, αλλά σε διάρκεια ετών. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι ελάχιστοι ενδιαφέρονται να κατανοήσουμε το γιατί της επετράπη να συμβεί αυτό. Διότι σε αυτό το ερώτημα υπάρχει ευθύνη. Όχι της ίδιας μόνο, αλλά κατά πολύ και του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας, που συχνά είναι το ίδιο πράγμα: Το κοινωνικό σύνολο επιλέγει πώς και από ποιούς θα κυβερνηθεί.

Εάν η Ρούλα Πισπιρίγκου γεννούσε παιδιά για να τα σκοτώσει και ξαφνικά όλοι «κάτι υποπτεύονταν», γιατί δεν είχε μπει στη μέση το κοινωνικό κράτος μετά τη δεύτερη περίπτωση -ή και πριν από αυτήν- για να δει τι συμβαίνει εκεί στην τάδε γειτονιά της Πάτρας; Γιατί κανείς από τους, τώρα λαλίστατους γνωστούς, φίλους και γείτονες, που ξεδιπλώνουν με χαρά τις ιστορίες της Πισπιρίγκου στους δημοσιογράφους, δεν μιλούσε τόσα χρονια εκει που έπρεπε;

Με ποιον είμαστε, τελικά, θυμωμένοι;

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συγκεντρώθηκαν -και πιθανώς είναι ακόμη συγκεντρωμένοι- έξω από το σπίτι της Πισπιρίγκου στην Πάτρα και ζητούν κρεμάλες και θανατικές ποινές, έχουν ως βασικό επιχείρημα το «μας κορόιδεψες».

«Δώστε την σε μας», άκουσα να λέει μια γειτόνισσά της σε ένα βίντεο, ατάκα την οποία αμέσως πήρε το πλήθος και άρχισε να αναπαράγει. «Δώστε την σε μας να την τιμωρήσουμε όπως θεωρούμε ότι της αξιζει, επειδή μας κορόιδεψε». Δεν είναι το ίδιο το έγκλημα που έχει φρικάρει τον κόσμο -όχι μόνο στην Πάτρα, αλλά και στα σόσιαλ, όπου ακόμη και πολύ μορφωμένοι άνθρωποι ζητάνε κρεμάλες και φτύνουν κατάρες-, τα ίδια να θυμίσω λέγονταν και πριν λίγες εβδομάδες στην περίπτωση της δολοφονίας του Άλκη από χουλιγκάνους του ΠΑΟΚ. Πάλι «πρωτοφανές», πάλι κρεμάλες... Και στην περίπτωση της Ελένης Τοπαλούδη. Και πλέον σχεδόν σε κάθε έγκλημα βλέπουμε κάτι το «πρωτοφανές» και ζητάμε εξαίρεση και θανατική ποινή.

Το οποίο εν τέλει τι δείχνει; Στα δικά μου μάτια κάτι πολύ απλό: Την παραδοχή ότι ως κοινωνία αποτύχαμε να διαχειριστούμε τον εκσυγχρονισμό μας και επιδιώκουμε την επιστροφή μας σε πιο μεσαιωνικές συνθήκες, όπου τα πράγματα ήταν απλά, άσπρα ή μαύρα και άρα ασφαλή στις δήθεν βεβαιότητές τους: Σκότωσες, θα πεθάνεις· έκλεψες, θα σου κοψουμε το χέρι. Και πάει λέγοντας. Κι αν είσαι αθώος δεν πειράζει, καλύτερα ένας αθώος νεκρός παρά ένας ένοχος ζωντανός.

Στη Νορβηγία, που τη ζηλεύουμε πολύ και όλοι θέλουμε να της μοιάσουμε, πιάσανε τον Μπρέιβικ, ο οποίος πήγε εν ψυχρώ και σκότωσε 69 ανθρώπους και στα δέκα χρόνια κουβεντιάσανε αν πρέπει να βγει. Και θα βγει κάποια στιγμή, διότι αυτό λέει ο νομος. Αν στους Νορβηγούς δεν αρέσει ο νόμος, μπορούν να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους να τον αλλάξουν. Δεν το κάνουν όμως, ούτε τη στήνουν με κρεμάλες έξω από το σπίτι του Μπρέιβικ, να κρεμάσουν τη μάνα του, διότι στη χώρα αυτή υπάρχει κοινωνικό συμβόλαιο.

Και υπάρχει και κοινωνικό δίχτυ προστασίας του πληθυσμού, πρόληψη της εγκληματικότητας, δομές υποστήριξης σε περιπτώσεις ψυχικών διαταραχών και ένα σωρό άλλα, που τι λένε τελικά; Ότι πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν διαταραγμένοι, κοινωνιοπαθείς και ψυχοπαθείς. Όμως, εμείς φροντίζουμε να προστατευθεί η κοινωνία από αυτους, δομουμε το σύστημα ανάλογα κι αν μας ξεφύγει κάποιος δεν θυμώνουμε με τους εαυτούς μας που ξέφυγε. Κοιτάμε πώς την επομένη δεν θα συμβεί κάτι ανάλογο.

Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει τίποτε απ' όλα αυτά.

Μετατρεπόμαστε κάθε μέρα σε έναν αγριεμένο όχλο, πανέτοιμο να σκοτωθεί μεταξύ του για το ο,τιδήποτε και πάρα πολύ θυμωμένο που δεν έχει να πληρώσει το μεταφυσικά υπέρογκο λογαριασμό της ΔΕΗ. Ο θυμός αυτός δεν μπορεί να ξεσπάσει εκεί που πρέπει και ξεσπά στην κάθε Ρούλα Πισπιρίγκου, η οποία εάν έχει κάνει τα εγκλήματα είναι ένας βαθιά διαταραγμένος άνθρωπος. Αυτό δεν αποτελεί άλλοθι, αποτελεί όμως τροφή για σκέψη. Γιατί μετά το θάνατο του δεύτερου παιδιού δεν μπήκαν μέσα οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι ψυχίατροι να την κάνουν φύλλο και φτερό; Διότι οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι ανύπαρκτες και οι ψυχίατροι πολύ απασχολημένοι να δίνουν συνεντεύξεις και να κάνουν διαγνώσεις εκ του μακρόθεν στα ΜΜΕ, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αναλάβει τον multi ρόλο του αστυνομικού, του εισαγγελέα, του ερευνητή, του γιατρού και μερικούς ακόμη.

Οι εξαγριωμένοι της Πάτρας και των σόσιαλ ξυπνούν το πρωί σε μια δυσοίωνη καθημερινή πραγματικότητα, αισθάνονται παντελώς ανήμποροι μετά από δεκαπέντε χρόνια κρίσης και πλήρους διάλυσης του κοινωνικού ιστού να την αντιμετωπίσουν, βλέπουν τηλεοραση, κουρδίζονται, εστιάζουν το θυμό τους και βγαίνουν να λυντσάρουν.

Δεν είναι η Ρούλα Πισπιρίγκου το θέμα τους. Είναι ο εαυτός τους, η ζωή τους, ο κόσμος μέσα στον οποιο κατέληξαν να ζουν, ο θυμός που αν δεν εκτονωθεί θα τους πνίξει. Και η αποτυχία. Ατομική και συλλογική.

Και κάπως έτσι, με τα παιδιά τους στους ώμους ή στα χέρια, στέκονται κάτω από το ικρίωμα και παράγουν, εν γνώσει τους πλέον, νέες Ρούλες Πισπιρίγκου, για να μπορέσουν να συνεχίσουν να εκτονώνονται.

Photo credits: ΙnTime

© 2014-2024 Queen.gr - All rights reserved
× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης