Το cocooning δεν θα είναι ποτέ passé
Η μόνη μάχη που θα δοθεί είναι για το ποια μέρα θα κλειδαμπαρωθούμε σπίτι.
The Queen
Ευτυχώς που καμιά φορά οι απόψεις μας συμβαδίζουν και βάζουμε στις θήκες τους τα γιαταγάνια μας γιατί αλλιώς δεν θα ήταν σπίτι αυτό. Μαυσωλείο θα ήταν. Γεμάτο πτώματα. Τα δικά μας. Αλλά, όλα κι όλα, στο χουχούλιασμα στον καναπέ, με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί (πιες και ουίσκι, δεν θα τα χαλάσουμε στο ηδύποτο), με την αγαπημένη μας (εδώ θα τεθεί, φοβούμαι, κάποιο ζήτημα) ταινία στην υπερμεγέθη οθόνη που προμηθευτήκαμε ακριβώς για να απολαύσουμε αυτές τις στιγμές και γκουρμέ ντελίβερι στα πιάτα μας, ασυμφωνία χαρακτήρων δεν υπάρχει.
Η σκέψη ταλανίζει τα κουρασμένα μυαλουδάκια μας κάθε μία από τις ημέρες που προσπαθούμε να ξετρυπώσουμε τις ώρες που χρειάζονται για να τη ζήσουμε αυτή την αναθεματισμένη στιγμή με τη χαλαρότητα (και τη διάρκεια) που της πρέπει.
Και εκεί που βάζουμε κάτω τα filofax μας, τα ηλεκτρονικά ημερολόγιά μας, τα καρνέ μας, τα προγράμματά μας να σου που σκάει η διαφωνία. Και να έφταιγε το φορτωμένο πρόγραμμά μας να πεις πάει στο καλό. Αλλά τα υπερφορτισμένα μυαλά μας είναι οι ένοχοι.
Το Σαββατοκύριακο, λοιπόν, που επί 48 ώρες κανένα (επαγγελματικό) τηλεφώνημα δε διακόπτει την ηρεμία μας και το πρωινό ξύπνημα δεν θέτει ψυχαναγκαστικό χρονικό όριο στην απόλαυσή μας κερδίζει τη δική μου ψήφο. Και χάνει τη δική σου. Σκέψου το, βρε αγάπη μου, τι καλύτερο έχεις/-ουμε να κάνεις/-ουμε δηλαδή; Να πας στο γήπεδο, να κολλήσεις τα μούτρα σου στη Nova, να συρθείς/-ούμε σε κάθε πιθανή και απίθανη συναυλία, να πιεις/-ούμε μέχρι θανάτου στα bars και να προσφέρουμε την συνταρακτική (μα, τόσο μα τόσο κουρασμένη) παρέα μας σε γονείς ένθεν και ένθεν σε οικογενειακά γεύματα, δείπνα, πρωινά, βραδινά και δε συμμαζεύεται;
Ένα super market (τα απαραίτητα) οφείλουμε να χωρέσουμε ανάμεσα στην ονειρική στιγμή του cocooning μας και έξω από την πόρτα. Ή, μάλλον, μέσα από την πόρτα για να κυριολεκτούμε. Ξανασκέψου το. Δεν είναι αλήθεια πως η Πέμπτη είναι το νέο Σάββατο. Όχι στην ηλικία μας, τουλάχιστον.
The King
Κάποιες φορές δεν μπορώ να κατανοήσω την απροθυμία σου να κουνηθείς από το σπίτι. Μόλις ξημερώσει Σάββατο, το μοναδικό πράγμα που εγγράφεται στο σκληρό δίσκο σου (στο ξεροκέφαλό σου δηλαδή) είναι το πως θα απλώσεις το κορμί σου στον καναπέ, καταναλώνοντας κάθε διατροφική σαβούρα που σου δίνει τη ψευδαίσθηση ότι το σαλονάκι μας είναι αίθουσα προβολής.
Κι αυτό δεν είναι άσχημο να το κάνουμε μία, άντε δύο φορές το μήνα, όπου συναινώ στην «κοινή μας» χαρά: να λιώνεις μπροστά στην τηλεόραση, στο mute. Υπνωτισμένη με το κοντρόλ στο χέρι ως η απόλυτη βασίλισσα του σαββατοκύριακου που αποφασίζει για το τι θα παρακολουθήσει το πόπολο a.k.a. εγώ. Τι θα δούμε, επειδή δεν θα βγούμε.
Η αλήθεια είναι πως δεν με χαλάει καθόλου το κωφάλαλο mode σου. Κάποιες στιγμές θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω κι ως την υπέρτατη, οικιακή μου ευτυχία.
Γιατί αν η ταινία στο σπίτι, παρέα με ένα κρασί και το γκουρμέ ντελίβερι (το οποίο αναζήτησες μετά κόπου και ιδρώτα για να εξωραΐσεις τη μηδαμινή σχέση σου με την κατσαρόλα/ φούρνο/ σχάρα/ γουόκ/ οτιδήποτε) κάνει τη γκρίνια σου να βρίσκεται σε καταστολή, εγώ δεν θα φέρω καμία αντίρρηση. Ακόμη κι αν η ταινία είναι χάλια. Ακόμη κι αν με περίμενες στωικά να γυρίσω από το γήπεδο, όπου στο μεσοδιάστημα έχεις ήδη βολέψει να δεις την κολλητή σου για την εβδομαδιαία σας κοριτσο-κουβέντα, όπου «τερματίζεις» την ευγλωττία σου.
Όπως η οικουμενική παραδοχή ότι η Γη γυρίζει, είναι εξίσου καθολικά αποδεκτή αλήθεια ότι δύο ώρες, μόνο, με την παλιά σου συμμαθήτρια είναι αρκετές για να βγάλουν νοκ άουτ κάθε νοήμονα άνθρωπο. Έτσι για μένα μένει μόνο το «ψητό», αφού σε πετυχαίνω συνήθως σε κατάσταση νιρβάνας από το ακατάσχετο μπούρου-μπούρου της φιλενάδας. Και λέγοντας ψητό δεν εννοώ αυτό που μαγείρεψες με τα χεράκια σου (δεν θα πραγματοποιηθεί ούτε με εξομοιωτή μαγειρικής) αλλά εκείνο το υπέροχο συναίσθημα όπου είμαστε αγκαλιά και τίποτα δε διαταράσσει την κοινή ησυχία μας. Ούτε η παραμικρή νότα διαφωνίας. Για αυτό ψηφίζω δύο φορές το μήνα cocooning και δύο φορές έξω στα bars, όπως ζεστό-κρύο, ηρεμία-γκρίνια. Πες το γιν και γιανγκ, δεν με νοιάζει.
*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.