Εγώ πότε θα γίνω μάνα;
Σύμφωνα με τους λαϊκούς θρύλους, τους αστικούς μύθους και τις (κάπως επιβεβαιωμένες) φήμες οι γυναίκες με το που πλησιάζουν/ φτάνουν/ ξεπερνούν το όριο των 30 μεταμορφώνονται σε θεριά ανήμερα. Ξεμυτίζουν από τη φωλιά τους και αναζητούν μανιασμένα το ταίρι με το οποίο θα ζευγαρώσουν για να φέρουν εις πέρας τον απώτατο προορισμό του ανθρωπίνου είδους: την τεκνοποίηση. Κυκλοφορούν ως αλλόφρονες μαινάδες επαναλαμβάνοντας με συχνότητα οπλοπολυβόλου το ερώτημα «εγώ πότε θα γίνω μάνα;» στον εαυτό τους, στους γύρω τους, στους συντρόφους τους, στο σύμπαν, παντού. Και, άμα λάχει, το χαράζουν και tattoo στο μέτωπό τους ώσπου να ευοδώσει ο σκοπός τους. Ε, λοιπόν, όχι. Δεν ξέρω αν φταίει κάποιος δυσλειτουργικός σύνδεσμος στο γενετικό υλικό όλων εκείνων που δεν ονειρεύτηκαν την μέρα, την ώρα και τη στιγμή που θα λικνίσουν στην αγκαλιά τους το δικό τους θείο βρέφος ή αν πρόκειται για γυναίκες/ λάθη της φύσης αλλά υπάρχουν και αυτές οι γυναίκες. Και είναι πολλές. Έστω, αρκετές.
Τικ τοκ τικ τοκ
Αν δεν έχεις φέρει ζωή στον κόσμο, έναν ή περισσότερους απογόνους για να διαιωνίσεις το εξαιρετικό αυτό είδος που ονομάζεται «άνθρωπος», είναι αδύνατο να αντιληφθείς το συναίσθημα όσων το έχουν βιώσει. Αυτό είναι το επιχείρημα καραμέλα των μαμάδων. Δεκτόν. Αλλά ούτε τις φλέβες σου έχεις κόψει για να είσαι συνεπής στο ραντεβού σου με τον Χάρο και, έτσι, δεν έχεις ιδέα πως είναι και αυτό το συναίσθημα. Αλλά, έλα που δεν σε πειράζει κιόλας. Τι να κάνεις, δηλαδή, που το βιολογικό σου ρολόι δεν χτυπάει; Να το πας σε συνεργείο ωρολογοποιίας να στο συνετίσει; «Ναι», σου απαντούν φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι και συγγενείς που σε σε περιμένουν με την κοντόκανη καραμπίνα στην στροφή των 30 ετών και μόλις τολμήσεις και στρίψεις (σάμπως είναι δική σου η επιλογή;) πυροβολούν.
Επισκευαί εντός
Για να αποφύγεις τα σκάγια τρέχεις σε μαιευτήρια προσπαθώντας να «κολλήσεις» λίγη συγκίνηση συμμετέχοντας εκ του σύνεγγυς στο baby boom που συνοδεύει τα 30+. Αγκαλιάζεις κάθε νεογέννητο που κατέφτασε ως εξαργύρωση της ταλαιπωρίας των 9 μηνών κατά τη διάρκεια των οποίων η μαμά του σερνόταν με φουσκωμένη κοιλιά, πρησμένα πόδια και πρωινές ναυτίες. Παρατηρείς τα εκθαμβωτικά χαμόγελα που καρφιτσώνονται στα πρόσωπά τους με μια τζούρα αρώματος βρεφικού κεφαλιού (μυρίζουν, πραγματικά, υπέροχα) καθώς ακούς ατελείωτες συζητήσεις για μασάζ θηλασμού, επισκληρίδειους, καισαρικές, μωρομάντηλα και πορτ μπεμπέ προσπαθώντας να ταρακουνήσεις το μητρικό σου ένστικτό που έχει πέσει σε λήθαργο. Διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές τη σκέψη τους «εκεί που είσαι ήμουν και εδώ που είμαι θα έρθεις» και συγκατανεύεις.
Αυτό το ένστικτο που χρόνια σε απειλούσαν πως αργά ή γρήγορα θα αρπάξει τα ηνία και θα σε κάνει υποχείριό του δεν σου χτυπά την πόρτα. Και ας έχεις καβαντζάρει τα τριάντα.
Κάλλιο ποτέ παρά νωρίς
Αγαπάς τα μωρά που έπειτα γίνονται παιδιά, κανακεύεις τα καινούργια, συγκινείσαι με την ευτυχία των φίλων σου που έγιναν γονείς, ακούς στωικά τους διακαείς πόθους του εκάστοτε συντρόφου σου -του οποίου το βιολογικό ρολόι δε χάνει ούτε nanosecond- να γίνει πατέρας και των γονιών σου να γίνουν παππούδες αλλά αυτό το αναθεματισμένο το ένστικτο καθυστερεί δραματικά στο ραντεβού σας.
Και, μετά, θυμάσαι εκείνη τη σκηνή από τις «Ώρες». Τη στιγμή που στο πρόσωπο της Julianne Moore η ιστορία μιας διαφορετικής μάνας αποτυπώνεται σε φιλμ και αυτή η μικρούλα κινηματογραφική σεκάνς, όταν ο γιος της ζητάει να την ακούσει να του λέει πως τον αγαπά μα εκείνη δε μπορεί γιατί, απλώς, δεν τον αγαπάει όπως θα «έπρεπε» μια μάνα να αγαπάει το παιδί της σου εντυπώνεται ανεξίτηλα στο νου. Ίσως εκεί, στις λέξεις του Michael Cunningham, στο ομώνυμο βιβλίο του οποίου βασίστηκε η ταινία να βρίσκεται η απάντηση. δεν είναι κάθε γυναίκα προορισμένη να γίνει μάνα. Και, όπως ξέρετε, το παιδί δεν είναι αναστρέψιμη διαδικασία. Μια φορά γονιός, πάντα γονιός. Και, όταν (ότε+αν, χρονικοϋποθετικά) το αποφασίσεις, θέλεις να είσαι 1.000 % σίγουρη. Και, ναι, ώσπου να συμβεί αυτό το παίρνεις και το ρίσκο να χαθεί το τρένο.