Μια αιωνιότητα και μια μέρα
Ένα ραντεβού που μέχρι να συμβεί ο χρόνος κυλάει με ρυθμούς ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Αργά. Πολύ αργά.
The King
Κάθε φορά που είναι να βρεθούμε, με στήνεις τουλάχιστον 45 λεπτά. Ο συγκεκριμένος χρόνος καθυστερημένης άφιξής σου προκύπτει από το μέσο όρο των συναντήσεών μας το τελευταίο δίμηνο. Έχω κουραστεί τόσο πολύ από το «στήσου και περίμενε» καψόνι σου που μπήκα στη διαδικασία να αρχίσω να σε χρονομετρώ. Και σου παραθέτω μόνο μερικά από τα πρόσφατα ενσταντανέ μας, όπου το τάιμ-λάιν χρονοκαθυστέρησής σου έφτασε στο ζενίθ μαζί με την τσατίλα μου.
Προτού προλάβεις να κάνεις την ανήξερη, θα σου υπενθυμίσω πως με έχεις στήσει τρία τέταρτα μέσα στο αυτοκίνητο περιμένοντας να σε πάρω από τη δουλειά σου, όπου έφτασα σε σημείο υπνωτισμού από το συνεχή ήχο του αναβοσβησίματος των αλάρμ. Στην τέταρτη κλήση από το κινητό μου, μου απάντησες το über εκνευριστικό «σε μισό, κατεβαίνω» (άθροισε τα «μισά», για να διαπιστώσεις πόσο γκουμούτσα βγήκε τελικά η αναμονή).
Καθυστέρησες μια ώρα στο εστιατόριο που είχαμε κλείσει για τη γιορτή μου, θεονήστικος με το στομάχι μου να έχει κολλήσει από την πείνα στη σπονδυλική στήλη, με ένα κουβέρ πάνω στο τραπέζι, ένα ποτήρι λευκό κρασί (που έγιναν δύο στην πορεία) και το συμπαθέστατο σερβιτόρο να έχει επαναλάβει τουλάχιστον έξι φορές τις σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Όταν με τίμησες με την παρουσία σου, οι δικαιολογίες σου ήταν πως δεν στέγνωνε το μαλλί σου με τίποτα (λες και αντί για μαλακτική κρέμα, έβαλες ρητίνη) κι ότι δεν έβρισκες κάτι φανταχτερό να φορέσεις στις δύο τρίφυλλες ντουλάπες που έχουν κάνει απόβαση τα ρούχα σου. Έλεος.
Ειλικρινά δεν ξέρω αν είμαι ο «φίλος» σου ή απλώς ένα καλοσυνάτο πειραματόζωο σε ένα ιδιόρρυθμο παβλοφικό πείραμα που με πανουργία έχεις στήσει για να τσεκάρεις τα νεύρα μου. Δεν μπορώ να δικαιολογήσω, με όση λογική διαθέτω, (και έχω μπόλικη από δαύτη μέσα στα εγκεφαλικά κύτταρά μου) πως γίνεται να έχουμε κανονίσει να συναντηθούμε τη Χ ώρα που σε βολεύει και πάντοτε να εμφανίζεσαι αργοπορημένη. Φουριόζα, με το κλασικό μειδίαμα στα χείλη (που ξέρεις ότι λειτουργεί ως γκρινιοκτόνο) και τη γνωστή δικαιολογία «σόρι, αγάπη που άργησα, αλλά...».
Πολλές φορές σκέφτηκα να ανταποδώσω και να σε αφήσω να ξεροσταλιάσεις στην αναμονή. Όμως, δυστυχώς για μένα και ευτυχώς για σένα, ήμουν, είμαι και θα είμαι συνεπής, σαν quartz, καλοκουρδισμένο ρολόι. Το έχω στο DNA μου. Θα αλλάξεις λοιπόν τροπάριο ή να σκεφτώ να σε χρεώνω για κάθε σεκόντ αναμονής;
The Queen
Θα την πω την αμαρτία μου και θα τη μολογήσω: αν και επιμελής (ως εκεί που δεν παίρνει) μαθήτρια και αριστούχος και με τη σημαία βάρος ασήκωτο σε κάθε παρέλαση και σχολική εορτή, χρονιά τη χρονιά κινδύνευα να μείνω από απουσίες. Αυτή η πρώτη ώρα, όποια ώρα και αν ήταν αυτή η ώρα, ήταν ο προσωπικός μου Γολγοθάς (που δεν κατάφερνα και πολύ συχνά να τον ανέβω στην ώρα μου). Και το δύσβατο αυτό ανηφόρι της ζωής συνέχισα να το σκαρφαλώνω με το ρολόι στο χέρι και μετά τα έτη τα σχολικά. Στο Πανεπιστήμιο ζητιάνεψα τα credits που χρειάστηκα για να πάρω το πτυχίο μου λόγω ελλειπούς παρουσίας. Στο μεταπτυχιακό γλίτωσα από το νανουριστικό τικ τοκ του ρολογιού γιατί δεν είχα υποχρεωτικές παρουσίες και α, όλα κι όλα, με τα deadline τα πάω θαυμάσια (δηλαδή, να, για παράδειγμα, αν μου πεις αποφάσισε μέχρι τις 7 μ.μ. που θέλεις να πας ταξίδι το καλοκαίρι, θα σου έχω την απάντηση ένα λεπτό πριν). Και, δόξα το σύμπαν, δεν βρέθηκα να δουλεύω στο δημόσιο οπότε κάρτα δεν αναγκάστηκα ποτέ να χτυπήσω στη δουλειά και η συνέπεια και ο επαγγελματισμός μου ισορρόπησαν τις (μικρές) καθυστερήσεις μου κατά την άφιξή μου.
Κάπως έτσι δεν πρέπει όλες μου οι χάρες που απλόχερα σου προσφέρω να απολαύσεις να αντισταθμίσουν αυτό το μικρό μου ελαττωματάκι;
Διότι, έρχομαι τώρα και ρωτώ: το δράμα αυτό που ζω γιατί πρέπει να το βιώνω και στον πολύτιμο ελεύθερο και προσωπικό μου χρόνο; Δηλαδή δε φτάνει που πρέπει να με κυνηγάει το τέρας του χρονοδείκτη από την ώρα που θα (αγουρο)ξυπνήσω ως τη στιγμή που (πάλι με το ρολόι, μην τυχόν και αργήσω να σηκωθώ το πρωί) θα κοιμηθώ; Δεν αρκεί που οι προθεσμίες -της δουλειάς, της εφορίας, της οικιακής οικονομίας, των λογαριασμών, των τραπεζών και μύριων άλλων δεινών- με καταδιώκουν σαν ανεμοστρόβιλοι, πρέπει το ίδιο τικ τοκ τικ τοκ τικ τοκ να με κυνηγάει σαν Μπόγιας και στην ελευθερία μου; Αργώ, ναι. Αλλά, εδώ που τα λέμε, αργώ στο δικό ΣΟΥ ραντεβού. Όχι στο δικό ΜΟΥ.
Διότι πώς να αναλάβω την ευθύνη της Αγγελοπουλικών ρυθμών αναμονής σου όταν μου δίνεις ραντεβού στις 7 μ.μ., σου λέω πως δεν θα προλάβω πριν τις 10 μ.μ. και συμβιβάζεσαι για τις 7.30 μ.μ. μου λες; Το «Ακαδημαϊκό τέταρτο» θα με έφερνε στην αγκαλιά σου στις 10.15 μ.μ. και εσύ με περιμένεις αξημέρωτα και με το πόδι να μετράει ρυθμικά κάθε τικ τοκ καθυστέρησης -που συμβαίνει εξ αιτίας της ανυπομονησίας σου, όπως καταλαβαίνεις!
Σκέπτομαι, λοιπόν, για να μη μαλώνουμε να την κάνουμε αυτή την οικονομική ανταλλαγή σε καθυστερήσεις. Αλλά με τον εξής -δίκαιο θαρρώ- τρόπο: εσύ θα με πληρώνεις για κάθε λεπτό που απαιτείς να συμπτύξω το χρόνο και να τα καταφέρω νωρίτερα και εγώ για κάθε λεπτό που προσπερνά την ώρα που έχω υποσχεθεί να εμφανιστώ. Θα κάνουμε και οικονομίες, άλλωστε, αν τα μαζέψουμε αυτά τα χρήματα (σε κουμπαρά). Καλοκαίρι έρχεται!
*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.