Πίτσα, μπύρα, dvd ή χορός ως το πρωί;
Δύο συντάκτριες του Queen.gr βάζουν τη διασκέδαση στο μικροσκόπιο.
Νάγια, η χουχουλιάρα
Για να μην τρελαθούμε τελείως, κι επειδή αυτό το κείμενο πρόκειται να το διαβάσουν και άτομα που με γνωρίζουν καλά και μόλις δουν το «στρατόπεδο» που διάλεξα θα δακρύσουν από τα γέλια, προφανώς και μου αρέσει να βγαίνω. Έχω περάσει αρκετές εβδομάδες από τη ζωή μου όπου το σπίτι με έβλεπε μόνο για έναν ύπνο στα γρήγορα -ή ούτε καν γι' αυτό. Στο μπαρ-στέκι μου στο κέντρο, αν δεν με δουν για δύο σερί μέρες θα αρχίσουν να παίρνουν τηλέφωνο στα νοσοκομεία. Επίσης, όταν παίζω μουσική εγώ ή κάποιος φίλος μου (κάτι που συμβαίνει τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα), κατά τις τρεις το πρωί βρισκόμαστε όλοι πάνω στα σκαμπό να τραγουδάμε τους «ύμνους» της παρέας, και όσοι μας βλέπουν πιστεύουν πως είμαστε τίποτα απροσάρμοστα που μας άφησαν ελεύθερα από το μπουντρούμι που βρισκόμασταν τα τελευταία δέκα χρόνια.
Οπότε, θα μου πείτε –και θα έχετε και κάθε δίκιο- γιατί κυρία μου διάλεξες να υποστηρίξεις το χουχούλι;
Γιατί μπορεί να μετράω μόνο 24 καλοκαίρια πίσω μου, σε σύγκριση με έναν 30something που έχει ζήσει περισσότερα από μένα, αλλά όλο αυτό το συνεχές «πάρτι», οι μπαρότσαρκες, τα ξενύχτια, οι κραιπάλες και το ντάπα-ντούπα στα μαγαζιά, με έχουν ήδη κουράσει. Ίσως να φταίει το γεγονός πως τα έζησα όλα μαζί απότομα και «μπούκωσα». Σίγουρα φταίει και το ότι στα μέρη που μου αρέσει να βγαίνω πέφτω συνέχεια πάνω στα ίδια και τα ίδια άτομα, κάτι που καταντά κάπως κουραστικό. Μπορεί να φταίει ακόμα και το ότι ζώντας πολλές από τις βραδιές που πλασάρονται ως «το πάρτι της χρονιάς/εβδομάδας/μήνα» από κοντά, συνειδητοποίησα πόσο μεγεθυμένα και δήθεν είναι όλα αυτά και πως, στη πραγματικότητα, κανείς δεν περνά τόσο καλά όσο «φωνάζουν» οι φωτογραφίες που ανεβαίνουν την επόμενη μέρα στο Facebook. Με μια λέξη, ξενέρωσα.
Και μέσα από αυτή τη ξενέρα, έμαθα πολλά πράγματα. Πως προτιμώ να βγαίνω νωρίς, μετά τη δουλειά, με τον φίλο μου ή/και τη παρέα μου, να πίνω ένα-δυο ποτά στο αγαπημένο μου μαγαζί που πλέον το νιώθω σαν «δικό μου» χώρο, και να γυρίζω σπίτι για μαγείρεμα και dvd. Πως προτιμώ τα Σαββατόβραδα να μαζευόμαστε με φίλους σε κάποιο σπίτι και να μαγειρεύουμε όλοι μαζί, να παίζουμε επιτραπέζια, να φτιάχνουμε σπιτικά ποτά και να λέμε τις βλακείες μας, παρά να τρέχω σαν το πρόβατο μαζί με το υπόλοιπο κοπάδι στο κυνήγι της διασκέδασης, που μόνο διασκέδαση δεν είναι. Και πως τα ξενύχτια και οι κραιπάλες αξίζουν μόνο όταν υπάρχει καλή μουσική, καλή διάθεση, καλή παρέα, κι ένα ωραίο μαγαζί που θα σε βάλει στο κλίμα. Και πλέον μόνο αν υπάρχουν αυτά τα τέσσερα στοιχεία έχω κίνητρο να βγω και να «τα σπάσω». Δεν ξέρω αν έχω γεράσει πριν την ώρα μου ή ακούγομαι τρομερά επιλεκτική, αλλά μετά από εκείνο το βράδυ πριν δύο χρόνια, όπου ενώ βρισκόμουν ανάμεσα σε εκατοντάδες άτομα που φαινομενικά διασκέδαζαν, εγώ ένιωθα πιο απομονωμένη από ποτέ, πήρα απόφαση πως οι έξοδοί μου όταν γίνονται πρέπει να έχουν νόημα. Έστω κι αν αυτό είναι να βγεις με τη κολλητή σου για να γίνεται λιώμα επειδή «είναι μεγάλη π****να αυτός ο έρωτας». Έχει κι αυτό το νόημά του.
Κατά τ' άλλα, δώσε μου τους κολλητούς μου, τον «άνθρωπό μου», ένα ζεστό σπίτι και μερικά βασικά υλικά επιβίωσης και θα σου φτιάξω το καλύτερο πάρτι που έγινε ποτέ μέσα σε τέσσερις τοίχους. Το hangover το επόμενο πρωί είναι προαιρετικό.
Ελευθερία, η αχόρταγη
Σε μια νοητή γραμμή η δική μου ισορροπία ανάμεσα στο animal partying και στην «ασκητική ζωή» έπαιρνε πάντα μια επικίνδυνη κλίση. Από teen θυμάμαι τον εαυτό μου να έχει αυτή τη λυσσασμένη -ενίοτε γραφική- επιθυμία να βρίσκεται συνέχεια έξω στους δρόμους, να τριγυρνάει, να γνωρίζει κόσμο, να γεμίζει εικόνες.
Παρά το γεγονός ότι πέρασαν αρκετά χρόνια (και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι φίλοι μου έχουν εμφανώς βαρύνει), ομολογώ πως κάπως έτσι είμαι και σήμερα. Αν και χορτασμένη σε σημείο κακουργήματος από κραιπάλες, hangover, ερωτικά δράματα, αλκοολικούς διασυρμούς και πιάτα με ζεστό πατσά... η αίσθηση του «σήμερα το βράδυ θα βγω, θα πιω με τους φίλους μου και θα τα σπάσω» με κυνηγάει μέχρι τώρα και ευτυχώς χωρίς ενοχές. Δε ξέρω αν είναι σημάδι χαμένης παιδικότητας, καλά βολεμένο ψήγμα μιας ψευτοανώριμης θέσης, έρπον σύνδρομο μιας κουκουλωμένης hipsteroειδούς κουλτούρας ή σωσίβιο για τα χρόνια που περνούν. Το μόνο σίγουρο είναι πως ακόμα αισθάνομαι πως «εκεί έξω» υπάρχει πάντα κάτι που ανά πάσα στιγμή θα φέρει πάνω του τόσο ισχυρό το στοιχείο της έκπληξης που θα καταχωρηθεί ως μια ακόμα ξεχωριστεί εμπειρία στο βιογραφικό.
Καταλαβαίνω βέβαια ότι αυτό το συνεχόμενο «εκεί έξω» θέλει ρευστό. Από την άλλη όμως, όχι απαραίτητα. Περαντζάδα, μυρωδιά από εικαστικές εκθέσεις, δωρεάν συναυλίες, παρόν σε δρώμενα που πάντα κάπου κάπως γίνονται σε κρυφές γωνιές είναι μόνο λίγα to be done σε μια μεγάλη εναλλακτική λίστα. Στην τελική, το μούχλιασμα είναι συνήθεια και το ευρώ είναι καλή δικαιολογία για να την βάλεις βαθιά στην τσέπη σου.
Και, για να μην παρεξηγηθώ, δε λέω πως δε θέλω τις κλειστές μου στιγμές. Ίσα ίσα, θεωρώ τον εαυτό μου loner και τα πάω μια χαρά μαζί του. Ούτε ακόμα λέω πως δεν μου αρέσει να κάνω πράγματα μέσα στο χαριτωμένο σπιτάκι μου. Αλλά στην τελική, ποιος ο λόγος να κοιτάς τους τέσσερις τοίχους, όσο χαριτωμένοι και αν είναι, όταν μπορείς να κερδίσεις βάρος σε ξέφρενες μνήμες;