«Μαθήματα» ποικίλης ύλης
Όταν ένας καθηγητής βρίσκει το «δάσκαλό» του στο πρόσωπο μιας δεκαοκτάχρονης μαθήτριας.
Πολλοί που θα διαβάσουν τη ιστορία μου ίσως αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε αυτή.
Ξεκίνησε η σχολική χρονιά, η οποία θα ήταν και η τελευταία καθώς ετοιμαζόμουν για την φοιτητική ζωή. Ήμουν ενθουσιασμένη την πρώτη ημέρα που θα ξαναβρισκόμουν με τους συμμαθητές μου και με τους αγαπημένους μου καθηγητές.
Την τρίτη ώρα του προγράμματος περιμέναμε τον νέο καθηγητή Φυσικής. Καθόμουν αρκετά μπροστά είχα σκοπό να παρακολουθώ εκείνη την κρίσιμη χρονιά. Και μπήκε. Και όλες κοκαλώσαμε. 'Ήταν σαν αρχαίος Έλληνας θεός. Νεότατος κάπου στα 28, ήταν η πρώτη χρονιά που θα δίδασκε. Όλα τα κορίτσια του σχολείου είχαν κεραυνοβοληθεί. Και εγώ πιο πολύ απ' όλες.
Άλλαξε η καθημερινότητα μου. Πρόσεχα τι θα φορέσω, τι θα πω και να είμαι πάντα σε ετοιμότητα ώστε να του κεντρίσω την προσοχή. Μόνη σπίτι δοκίμαζα χαμόγελα και ματιές στον καθρέφτη, θηλυκά πλέον. Η αλήθεια είναι πως με συμπαθούσε, μου χαμογελούσε και χρησιμοποιούσε υποκοριστικά, ίσως όπως σκεφτόμουν τότε για να μου ανταποδώσει το ενδιαφέρον. Εγώ από την άλλη πλευρά τον χάζευα με τις ώρες το πως μιλούσε, το πως στέκονταν και τα χέρια του. Θεέ μου τι ακροδάχτυλα.
Ήρθε η άνοιξη το ερωτικό ενδιαφέρον από την μεριά μου μεγάλωνε, τον ήθελα, δεν με ένοιαζε τίποτα. Πήγαμε πενθήμερη σε ένα νησί και ήρθε ως συνοδός. Βρισκόμουν συνέχεια δίπλα του και του άρεσε. Του έκανα ερωτήσεις και απαντούσε. Μιλούσαμε για τον έρωτα, για σχέσεις για το μέλλον. Όμως εγώ τον ήθελα πιο ιδιωτικά και δεν μπορούσα εκεί να τον διεκδικήσω.
Πέρασε ο καιρός και την ημέρα που δίναμε το τελευταίο μάθημα κανονίστηκε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι. Γίνονταν σε ένα beach bar και πήγα. Περνούσαμε καταπληκτικά διασκεδάζοντας την ελευθερία μας και χορεύοντας χωρίς σταματημό.
Ξαφνικά κάποια στιγμή άκουσα πίσω μου φωνές και φασαρία, γύρισα να δω και είχε έρθει εκείνος, η καρδιά μου πλέον χτυπούσε σαν τρελή. Είχε έρθει να μας αποχαιρετήσει διότι την επόμενη χρονιά θα βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη. Τον αγκάλιασα τρέμοντας και του πρότεινα να μην φύγει γρήγορα. Ήμουν αποφασισμένη πως θα του μιλούσα και έτσι άρχισα να πίνω για να νιώσω πιο άνετα. Παραήπια όμως τόσο πολύ που ζαλίστηκα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν να με πάνε βόλτα στην παραλία για να ξεμεθύσω, αλλά εκείνος επέμενε να μην χαλάσουν τη βραδιά τους.
Με έπιασε από το μπράτσο και προχωρούσαμε παράλληλα με τις καλαμιές της ακτής. Κάποια στιγμή καθίσαμε. Γύρισα προς το μέρος του και του είπα πως περίμενα καιρό να βρεθούμε μόνοι. Και άπλωσα το χέρι μου στα δικά του. «Τώρα πλέον μπορούμε και νόμιμα» απάντησε, έσκυψε και άρχισε να με φιλάει όλο πάθος. Αυτά τα δάχτυλα που κάποτε ονειρευόμουν τώρα μου ξεκούμπωναν το πουκάμισο άγγιζαν και χάιδευαν το κορμί μου έτσι που ποτέ κανείς άλλοτε δεν είχε αγγίξει. Ο φόβος μην μας δει κανείς ήταν τρομερά διεγερτικός. Η σκιά μας είχε γίνει ένα.
Έκτοτε φυσικά και τον ξαναείδα είμαι «το μικρό του» βλέπετε που σπουδάζει σε γειτονική πόλη. Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει κάτι παραπάνω ποτέ, ίσως δεν θέλω κιόλας. Αυτή η αίσθηση του παράνομου της μαθήτριας και του καθηγητή είναι αυτή ακριβώς που δεν θέλουμε να χαθεί.
Κατερίνα 21