Είναι κεφάτος. Δεν γυρίζει από το σουπερμάρκετ
Τα εβδομαδιαία ψώνια είναι δική σου ή δική του υπόθεση;
Τhe King
Κάθε Σάββατο μεσημέρι (γύρω στις 12.30 με 1.00 για να ακριβολογώ) που με βλέπεις να πίνω το εσπρεσάκι μου και να χαζολογάω αμέριμνος στο internet, νιώθω πως σε πιάνει κάτι ανάμεσα σε υστερία και κανιβαλισμό. Στην πέμπτη υπενθύμισή σου «αγάπη πρέπει να πεταχτούμε στο σούπερ μάρκετ γιατί δεν έχουμε τίποτα στο ψυγείο», περιμένεις να τρέξω στην εξώπορτα με τα κλειδιά στο χέρι, αρπάζοντας από τον πάγκο της κουζίνας τη λίστα με τα ψώνια σαν να πρωταγωνιστώ σε παβλοφικό πείραμα. Ειλικρινά, πιστεύω ότι καταναλώνεις περισσότερο χρόνο και τζάμπα σάλιο ψήνοντάς με να δραστηριοποιηθώ για το μεγάλο Καθήκον (το κ με κεφαλαίο, μπας και καταλάβεις την υπερβολή) που ονομάζεται ψώνια της εβδομάδας.
Καταλαβαίνω ότι με έχεις ανάγκη ως συμπαραστάτη-κουβαλητή-αχθοφόρο, αλλά δεν θα πάθεις απολύτως τίποτα αν σε αφήσω ένα δεκάλεπτο να περιμένεις μόνη σου στην ουρά με τα τυριά. Ξέρω ότι θες να πεταχτώ (εγώ;) για λευκαντικό στο διάδρομο με τα απορρυπαντικά και εσύ να μυρίζεις τα αφρόλουτρα. Και σε παρακαλώ μην το παρουσιάζεις σαν ένα ιερό έργο που επιτελείς τελετουργικά, μόνο εσύ. Το έχω κάνει άπειρες φορές. Βαριέμαι ελεεινά τη διαδικασία του ξεπαρκάρω, πάμε εκεί, χαζεύεις ένα σωρό και εκτός λίστας αηδιούλες και περιμένουμε με τις ώρες στο ταμείο να εξυπηρετηθούμε καθώς είναι μέρα και ώρα αιχμής.
Υπάρχουν και οι οn line παραγγελίες για να γεμίσουμε με αναλώσιμα το σπιτικό μας με λίγα κλικ, χαλαροί. Εξάλλου από τη στιγμή που δεν μαγειρεύεις, οι μόνες προμήθειες που θέλεις είναι υλικά για τοστ, μαλακτική κρέμα για τα μαλλιά σου και λακ. Κάνω λάθος;
The Queen
Σάββατο μεσημέρι, με το μαλλί λάχανο και την βλεφαρίδα κάθε άλλο παρά κάγκελο, με λίγα υπολείμματα μόνο από το θεαματικό μακιγιάζ της μεγάλης (όπως λέμε grande, όχι όπως λέμε αυτήν που προηγείται της Ανάστασης) Παρασκευής και διάθεση που προσομοιάζει με αυτήν της αρκούδας το χειμώνα: να μείνω σε νάρκη, δηλαδή, ώσπου να αποφασίσω να ξαναφορέσω την απαστράπτουσα πανοπλία της κοινωνικότητάς μου και να ξεχυθώ στους νυχτερινούς περιπάτους μου/ μας. Ανοίγω το ψυγείο και -όπως πάντα- μόνο ένα βαζάκι μαγιονέζα και κάτι μαραμένα μαρούλια μου χαμογελάνε από τα ράφια του. Αμέσως σκέφτομαι τη μουρμούρα που θα ακολουθήσει «πάλι delivery; Ούτε μια μακαρονάδα δε μπορείς να φτιάξεις καρδούλα;» (με τι; με τα δάχτυλα και σως μαγιονέζα;), «τι θα φάμε αύριο το πρωί που τα πάντα θα είναι κλειστά;» (τα προαναφερθέντα δάχτυλα, προφανώς), «τελείωσε η χλωρίνη» (ναι, και η λακ μου επίσης) και σιγά σιγά αρχίζει να αφυπνίζεται το κτήνος του super market μέσα μου.
Βαριέμαι, πλήττω, υποφέρω στις ουρές με τα τυριά, στα ράφια με τα γάλατα, στα καθαριστικά με τις αμέτρητες προσφορές που με παρασύρουν άδικα. Αρνούμαι να περάσω μόνη μου την κτηνωδία και εύχομαι να μπορούσες να πας μόνος σου για τα οικιακά μας ψώνια -χωρίς να με πάρεις 23 φορές τηλέφωνο να μου ζητήσεις διευκρινίσεις- αλλά η ευχή μου πέφτει στο κενό. Και αν χαζεύω λιγάκι παραπάνω στους διαδρόμους με τα καλλυντικά είναι που θέλω να δώσω ένα νόημα στην καταναγκαστική εξόρμησή μας.
Σε πρήζω να εγκαταλείψεις το άραγμά σου και να ξεκολλήσεις τον πισινό σου από τον καναπέ για να τελειώνει το μαρτύριο (μας) μια ώρα αρχύτερα και πέφτω θύμα στο μαρτύριο της γκρίνιας σου. Στο internet είσαι, βρε αγάπη μου, γιατί δεν την κάνεις την αναθεματισμένη την online παραγγελία να είμαστε και οι δύο κεφάτοι που δεν γυρίζουμε στους δρόμους με ένα σκασμό σακούλες; Γιατί και τα τυριά και τα σαλάμια χώρο πιάνουν, όπως και το gel, ο αφρός ξυρίσματος και οι προμήθειες σε dettol (λες και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την απειλή πολέμου). Σήκω σου λέω, να τελειώνουμε. Αλλιώς σε βλέπω να παίζεις μόνος σου το ρόλο που σου προόρισε η φύση: αυτόν του κουβαλητή!
*Στους φανταστικούς «τσακωμούς» της Μυρόεσσας Μεταξά και του Αλέξανδρου Ρουκουτάκη, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς ανθρώπους και αληθινές καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.