Ξενάγηση στο κορμί μου
Όταν μια ξενάγηση στους αρχαιολογικούς χώρους εξελίσσεται σε ένα καυτό ειδύλιο.
Εργάζομαι ως ξεναγός τα τελευταία χρόνια. Πριν από δύο εβδομάδες ανέλαβα ένα γκρουπ Ιταλών για ξενάγηση στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας, το οποίο θα έμενε Ελλάδα για τέσσερις ημέρες. Από την πρώτη ημέρα κιόλας που τους συνάντησα, ξεχώρισα έναν άντρα ανάμεσά τους. Όχι, το γκρουπ αυτό δεν ήταν γεμάτο υπερήλικες μεσόκοπους -δηλαδή είχε και απ' αυτούς, αλλά υπήρχε και ο Πάολο.
Ο Πάολο, λοιπόν, -κλασικός στυλάτος άντρας, Μιλανέζος, όχι πολύ ψηλός, άλλα δεν είχε καμία σημασία- είχε αυτό το πρόστυχο το βλέμμα που, ανάθεμα τον, μου κλόνισε το είναι συθέμελα.
Βέβαια υπήρχαν δύο βασικά προβλήματα στην όλη ιστορία: α) δεν πρέπει να έχουμε καμία προσωπική ανάμειξη με τους ανθρώπους του γκρουπ και β) ο συγκεκριμένος ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά.
Στις ξεναγήσεις, όμως, ήταν συνεχώς δίπλα μου, συνέχεια από κοντά. 'Ο,τι κι αν έλεγα με κοιτούσε και χαμογελούσε. Έκανε και κάτι χαζοερωτήσεις. Όλο αυτό με έκανε να νιώθω τρομερά άβολα, αλλά ταυτόχρονα μου άρεσε τόσο πολύ που ήθελα να τον «καβαλήσω» εκεί μπροστά σε όλους και να κάνουμε άγριο σεξ πάνω στα αγάλματα.
Πέρασαν οι δύο πρώτες ημέρες, λοιπόν, και όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου φτάσαμε μπροστά στο άγαλμα ενός Σάτυρου. Εκεί αφού τους μίλησα περί Διονύσου και Παγανισμού, μου πέταξε ένα «του έδιναν και καταλάβαινε οι Έλληνες, ε;».
Γέλασε αυτός, γέλασε το γκρουπ, κοκκίνισε η γυναίκα του, τον τράβηξε από το μανίκι, ντράπηκε. Ταυτόχρονα με κάρφωσε μέσα στα μάτια και εκεί είναι που διαπίστωσα ένα κάποιο «φούσκωμα» στο παντελόνι του. Είπα κάτι χαζό σαν απάντηση, ξεχάστηκε το θέμα και ήρθε η ώρα που είχαμε τριάντα λεπτά κενό μέχρι να έρθει το λεωφορείο.
Τους άφησα στα σουβενίρ και λέω δεν ανεβαίνω στο καφέ να πιω έναν γρήγορο εσπρέσο; Έλα όμως που την ώρα που έκλεινε το ασανσέρ τον είδα να πετάγεται και να μπαίνει μαζί μου μέσα (ναι , τον Πάολο).
«Στο καφέ πάτε;» με ρώτησε. «Ναι» του απάντησα και χαμογέλασα. Φτάσαμε στο μπαρ, παρήγγειλα καφέ. «Το ίδιο» πετάχτηκε και είπε εκείνος και ξαναχαμογέλασα εγώ σαν την χαζή. Δεν πρόλαβα να δώσω τα χρήματα, μου έπιασε το χέρι και μου είπε στ' αυτί «επιτρέψτε μου».
Με πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα εκείνη την ώρα. Ήπια τον καφέ μονορούφι, είπα ευχαριστώ και πήγα πάλι στο ασανσέρ. Με ακολούθησε και με το που έκλεισε η πόρτα με άρπαξε και με φίλησε. Δεν προέβαλα καμία απολύτως αντίσταση και τον φίλησα δίχως αύριο.
Την επόμενη ημέρα δήλωσα ασθένεια στη δουλειά και το γκρουπ το ανέλαβε κάποιος άλλος από το γραφείο. Εκείνος είπε πως βαρέθηκε και ήθελε να κάνει μία βόλτα στο κέντρο να πάρει κάποια δώρα για τα παιδιά έκπληξη,
Άφησε το γκρουπ λοιπόν και αφού γνωρίζαμε το κάθε λεπτό της ξενάγησης και πόση ώρα είχαμε, πήγαμε στο ξενοδοχείο του και «βγάλαμε» τα μάτια μας. Επί δύο ώρες ήμασταν στο κρεβάτι και δεν έχω νιώσει τέτοια ηδονή ποτέ στη ζωή μου.
Την επόμενη ημέρα έφυγαν για Ιταλία. Και η ζωή συνεχίζεται...
Κωνσταντίνα, ετών 31