Στο πλοίο της επιστροφής
Η επιστροφή στην πρωτεύουσα δεν χρειάζεται να είναι βαρετή.
Η χειρότερη στιγμή των καλοκαιρινών μου διακοπών είναι κάθε χρόνο η στιγμή της επιστροφής. Δεν είναι μόνο το post-holiday depression που με πιάνει, ούτε που το πλοίο συνήθως φτάνει γεμάτο στο νησί και δεν βρίσκω να κάτσω στην επιστροφή μου κάπου ήσυχα, είναι που και στον Πειραιά ακόμη η ταλαιπωρία συνήθως συνεχίζεται με καθυστερήσεις στο γκαράζ και καυσαέριο.
Φέτος, όμως, ήταν διαφορετικά. Φυσικά και με έπιασε μιζέρια με το που μπήκα στο πλοίο του γυρισμού, φυσικά και δεν βρήκα άδειο τραπέζι στο εσωτερικό και ανέβηκα στο κατάστρωμα και φυσικά άργησα να βγω από το γκαράζ. Μόνο που κάτι άλλαξε. Δεν είχα επιβιβαστεί για πάνω από 20 λεπτά όταν ένιωσα έναν σκύλο να μου γλύφει τη γάμπα. Αρχικά τρόμαξα, όταν όμως σήκωσα τα μάτια μου και είδα τον ιδιοκτήτη του μου έφυγε αμέσως η τρομάρα.
Του χαμογέλασα ασυναίσθητα και άρχισα να χαϊδεύω το σκύλο αμήχανα, μην ξέροντας τι να πω. Εκείνος με πλησίασε και μου είπε «Συγνώμη, αλλά φαίνεται σας συμπάθησε». Δεν θυμάμαι τι απάντησα καν, αλλά εκείνος γέλασε και συνέχισε την βόλτα του στο κατάστρωμα.
Η ώρα περνούσε, το ταξίδι συνεχιζόταν και δεν μπορούσα να τον βγάλω από το μυαλό μου με τίποτε. Σηκώθηκα να κάνω μια βόλτα. Τον πέτυχα δυο ορόφους πιο κάτω, μου χαμογέλασε και πλησίασα. «Να κεράσω τσιγάρο;».
Αρχίσαμε να τα λέμε, βράδιαζε και η Αττική είχε αρχίσει να ξεπροβάλει. Κατεβήκαμε μαζί στο γκαράζ, μπήκαμε στα αυτοκίνητά μας και χωριστήκαμε λίγο μετά το λιμάνι. Την επομένη βρεθήκαμε για ποτό και συνεχίσαμε σπίτι του, όπου με αντάμειψε για οποιοδήποτε ίχνος ταλαιπωρίας είχα υποστεί την προηγούμενη ημέρα. Εδώ και 1 εβδομάδα βρισκόμαστε σχεδόν κάθε ημέρα. Φαίνεται πως το φθινόπωρο θα μπει καλά σε εμένα.
Μ, ετών 29