Τελικά το κρασί κάνει το ποτήρι ή το ποτήρι το κρασί;
Μετά από ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον wine glass tasting masterclass με τον δεξιοτέχνη των ποτηριών Maximilian Riedel, σίγουρα ποτέ ξανά δεν θα κοιτάξουμε ποτήρι με τον ίδιο τρόπο.
Αν πρέπει να είμαι εντελώς ειλικρινής, θα σου πω πως μέχρι πολύ πρόσφατα δεν πίστευα και τόσο πολύ πως ένα ποτήρι, ή οποιοδήποτε σκεύος, μπορεί να παίξει και τόσο μεγάλο ρόλο στο γευστικό αποτέλεσμα, πέρα ίσως από τον ψυχολογικό παράγοντα. Όσο πιο όμορφο ένα ποτήρι ή ένα πιάτο, όσο πιο όμορφη η εικόνα, τόσο πιο θετικά διακείμενος στέκεσαι απέναντι στο περιεχόμενο του. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από την γνωστή ρήση που θέλει «να μην κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του». Πολύ πρόσφατα όμως μου δόθηκε η ευκαιρία να αναθεωρήσω όλες τις παραπάνω απόψεις μου, και μάλιστα κάθετα. Πριν λίγες ημέρες λοιπόν είχα την τύχη να συμμετάσχω σε ένα κλειστό glass tasting masterclass μόνο για επαγγελματίες του χώρου του κρασιού με αφορμή την κυκλοφορία της νέας σειράς Riedel Veloce και καθοδηγητή τον ίδιο τον Maximilian Riedel, 11ης γενιάς κατασκευαστή των κορυφαίων ομώνυμων ποτηριών. Το masterclass διοργανώθηκε από την εταιρεία Deals, αποκλειστικό αντιπρόσωπο της Riedel στην Ελλάδα, που είχε την έμπνευση να φέρει για πρώτη φορά τον πιο διάσημο παγκοσμίως δεξιοτέχνη ποτηριών στη χώρα μας για δύο masterclasses, που το κοινό του κρασιού υποδέχθηκε με τεράστιο ενθουσιασμό, και όχι άδικα, αφού η εμπειρία ήταν πραγματικά μοναδική.
Το ελληνικό κρασί δίνει το "παρών" στο κορυφαίο οινικό γεγονός της χρονιάς!
Αλλά ας μη σε κουράζω με τα γενικά και ας περάσουμε στην ουσία. Όταν φτάσαμε και πήραμε θέσεις, διαπιστώσαμε πως είχαμε μπροστά μας τέσσερα άδεια ποτήρια της νέας σειράς Riedel Veloce και τρία απλά ποτήρια με κρασί, συγκεκριμένα δύο κόκκινα και ένα λευκό. Τα ποτήρια ήταν για Sauvignon Blanc, Chardonnay, Pinot Noir και Cabernet, ενώ τα κρασιά στα πλαστικά ποτήρια ήταν αντίστοιχα Chardonnay, Pinot Noir και Cabernet. Η διαδικασία λοιπόν ήταν η εξής: ξεκινώντας από το Chardonnay, μοιράζαμε κάθε φορά το κρασί σε τρία από τα τέσσερα άδεια ποτήρια, ανάλογα με τις οδηγίες του Maximilian Riedel, και κάναμε μία κανονική διαδικασία tasting. Δηλαδή δοκιμάζαμε το κάθε κρασί στο ποτήρι που έχει σχεδιαστεί αποκλειστικά για την ποικιλία του, αλλά και σε δύο ποτήρια σχεδιασμένα για άλλες ποικιλίες. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο διαφορετικό, που ειλικρινά εάν δεν είχα μπροστά μου τα ποτήρια με το κρασί και εάν δεν τα είχα τοποθετήσει με τα δικά μου χέρια μέσα στα ποτήρια του tasting, θα ορκιζόμουν πως κάποιος έχει αλλάξει τα κρασιά. Κι όμως, ήταν το ίδιο κρασί, το οποίο σε διαφορετικό ποτήρι αποκτούσε ένα εντελώς διαφορετικό προφίλ. Μαγεία; Όχι, επιστήμη.
Το Chardonnay λοιπόν, το οποίο είναι και μία από τις δημοφιλείς γενικά ποικιλίες που εγώ αγαπώ πολύ, δοκιμάστηκε στο δικό του ποτήρι, στο ποτήρι του Pinot Noir και στο ποτήρι του Sauvignon Blanc. Όπως λοιπόν μάθαμε -εγώ δηλαδή έμαθα γιατί οι υπόλοιποι μάλλον το ήξερα ήδη ως επαγγελματίες sommelier-, ένα ποτήρι Chardonnay σχεδιάζεται κατά τρόπο τέτοιο ώστε το περιεχόμενό του να φτάνει απευθείας στο κέντρο του στόματος και της παλέτας μας, και όχι να έρχεται πρώτα σε επαφή με την άκρη της γλώσσας μας. Αυτό επιτρέπει στον πλούσιο και πληθωρικό χαρακτήρα του Chardonnay να ξεδιπλώσει τον βουτυράτο χαρακτήρα του και τα πολύπλοκα αρώματά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο στόμα μας. Σε αντίθεση με το ίδιο ακριβώς κρασί, που, όταν το δοκιμάσαμε στο ποτήρι του Pinot Noir, το οποίο λόγω κατασκευής αναγκάζει το κρασί να έρθει πρώτα σε επαφή με την άκρη της γλώσσας μας, έχασε την κρεμώδη και βουτυράτη του αίσθηση και έγινε ξινό. Στο ποτήρι του Sauvignon Blanc ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία, αφού έγινε πικρό και όξινο, ενώ σου στέγνωνε απευθείας το στόμα. Και μιλάμε ακριβώς για το ίδιο κρασί, το οποίο πήρα με τα χέρια μου και το μοίρασα εγώ η ίδια σε τρία ποτήρια. Και όμως ήταν εντελώς διαφορετικό. Ένα εξαιρετικό κρασί σε ένα ποτήρι, κατέληξε τραγωδία σε ένα άλλο.
Στο ίδιο κλίμα δοκιμάστηκε ένα Pinot Noir (κατηγορία λεπτόφλουδων ερυθρών οίνων) στο δικό του ποτήρι, το οποίο είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η γλώσσα μας σχεδόν να βγαίνει από το ποτήρι για να συναντήσει το κρασί, και άρα η άκρη της είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται σε επαφή με το περιεχόμενο, το οποίο στην περίπτωση αυτής της ποικιλίας είναι και το επιθυμητό. Σε αυτό το ποτήρι το κρασί ήταν έξοχο, με τα φρέσκα κόκκινα φρούτα να βγαίνουν μπροστά και τη γεύση του να είναι απαλή, ενώ στα ποτήρια του Cabernet και του Chardonnay πραγματικά έβγαινε μπροστά το αλκοόλ και το κρασί γινόταν στιφό. Στην περίπτωση του Cabernet (χοντρόφλουδο κόκκινο), το σωστό ποτήρι επέτρεπε στα spices και τα κόκκινα φρούτα να αναδεικνύονται στην κατάλληλη ένταση, δίνοντας ένα ευκολόπιοτο και ισορροπημένο γευστικό αποτέλεσμα, ένα νόστιμο κρασί. Αντίθετα στο ποτήρι του Pinot Noir το κρασί γινόταν πικρό και τα spices έκαιγαν την παλέτα σου, αντί να την ιντριγκάρουν, ενώ στο ποτήρι του Sauvignon μιλάμε κυριολεκτικά για τραγωδία, με το αλκοόλ να σου καίει το στόμα και το κρασί να είναι πικρό και στιφό. Και ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε κάθε φορά για το ίδιο ακριβώς κρασί, πράγμα που προσωπικά βρίσκω άκρως εντυπωσιακό. Τελικά λοιπόν καταλήγουμε πως το κάθε κρασί χρειάζεται το δικό του ποτήρι, όχι για λόγους show off, αλλά για πρακτικούς γευστικούς λόγους και μεγιστοποίηση της απόλαυσης. Όπως είπε και ο ίδιος ο Maximilian Riedel, 11ης γενιάς κατασκευαστής των καλύτερων ποτηριών στον κόσμο, «Το DNA της ποικιλίας του σταφυλιού αντανακλάται και ενισχύεται από το κατάλληλο ποτήρι», και εγώ πια έχω να σου πω πως δεν θα κοιτάξω ποτέ ποτήρι με τον ίδιο τρόπο ξανά!
Για να βλέπεις τα πράγματα τη στιγμή που συμβαίνουν και για backstage υλικό συντονίσου με το @kounelly στο IG.