Λεκτική Βία. Η πιο υποτιμημένη και ξεχασμένη μορφή βίας
Τα θύματα μίας ύπουλης μορφής βίας.
Όταν κανείς προσπαθήσει να προσεγγίσει τον όρο βία και κακοποίηση 9 στις 10 φορές το μυαλό του θα ανατρέξει σε περιπτώσεις σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Οι περισσότεροι θα φέρουμε στο μυαλό μας περιπτώσεις κακοποίησης που «αφήνουν σημάδια», που «αποδεικνύονται» ή «φαίνονται». Είναι όμως μόνο αυτοί οι παράγοντες που καταδεικνύουν μία κακοποιητική σχέση; Η απάντηση είναι προφανώς και όχι!
Υπάρχουν σχέσεις βαθιά κακοποιητικές χωρίς καν ο θύτης να πλησιάσει ή να αγγίζει το θύμα του, προσωπικές, κοινωνικές ή/και επαγγελματικές.
Πριν κάποια χρόνια η λεκτική μορφή βίας δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιο μας, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε στην καθημερινότητα και μάλιστα πολύ συχνά, ίσως και συχνότερα από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Σχετικές έρευνες άλλωστε αποδεικνύουν πως με το πέρασμα των χρόνων η λεκτική κακοποίηση αυξάνεται τόσο σε συχνότητα όσο και σε ένταση.
Ένας από τους ουσιαστικότερους λόγους ωστόσο που μέχρι τώρα δεν έχει δοθεί η πρέπουσα προσοχή σε αυτό το είδος κακοποίησης έχει να κάνει ακριβώς με τη δυσκολία του εντοπισμού και προσδιορισμού της ακόμα και από τα ίδια τα θύματα που την υφίστανται. Τα σημάδια της «δεν φαίνονται», είναι ύπουλα και ως εκ τούτου πολύ δύσκολο να αποδειχθούν. Η λεκτική κακοποίηση δεν αφήνει ορατά σημάδια στο σώμα αλλά βαθιά τραύματα στην ψυχή.
Είναι η πιο συνηθισμένη μορφή κακοποίησης και συναντάται μέσα στην οικογένεια, στο σχολικό/εκπαιδευτικό περιβάλλον, στις συντροφικές αλλά και στις επαγγελματικές μας σχέσεις και μπορεί να αφορά υποτιμητικά ή προσβλητικά σχόλια για το θύμα και την προσωπικότητα του, απειλές, υπαινιγμούς ή/και ύβρεις με σκοπό την ψυχική αποδυνάμωση του θύματος προκειμένου να επιτευχθούν οι επιθυμίες του θύτη γιατί αλλιώς «θα υπάρξουν συνέπειες».
Ιδιαίτερα συχνά αυτή η μορφή βίας εμφανίζεται στον εργασιακό χώρο με σκοπό την ηθική μείωση και κοινωνική απομόνωση του ατόμου, ικανή πολλές φορές να οδηγήσει στον κοινωνικό και εργασιακό του «θάνατο», μία διαδικασία που περιγράφεται με τον όρο mobbing που εισήγαγε πρώτος ο παιδοψυχολόγος Lexman στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο ακριβής ορισμός του Lexman μάλιστα αναφέρεται στο mobbing ως μια συνθήκη που αφορά ένα είδος ψυχικού τρόμου και μίας διαρκούς σύγκρουσης, κατά την οποία το άτομο υποβάλλεται σε μία συστηματική διαδικασία στιγματισμού και καταπάτησης των δικαιωμάτων του. Μία συνθήκη ικανή, αν δεν εντοπιστεί άμεσα από το θύμα να το οδηγήσει σε μία ανυπεράσπιστη και αβοήθητη θέση βιώνοντας αισθήματα κοινωνικής απόρριψης και δυστυχίας μέχρι του σημείου να εμφανίσει σωματικά συμπτώματα ή/και μία ψυχοπαθολογική ασθένεια.
Σύμφωνα με έρευνες οι δύο βασικές αιτίες εμφάνισης αυτού του φαινομένου στον εργασιακό χώρο είναι 1) ο φθόνος προς την αριστεία και 2) οι προκαταλήψεις του θύτη ενάντια σε κάποιο από τα χαρακτηριστικά του θύματος. Η διαδικασία της εξέλιξης της μάλιστα έχει περιγραφεί με αρχή ένα «κρίσιμο πρώτο γεγονός» στα πλαίσια μίας, κατά κανόνα, διαπροσωπικής σύγκρουσης την οποία διαδέχεται μία δεύτερη από την οποία και ξεκινά η στοχοποίηση του θύματος και εκφράζεται με μία εχθρική συμπεριφορά άμεση ή έμμεση με σκοπό να θίξει συναισθηματικά το θύμα ή/ και να το τιμωρήσει.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει ωστόσο εδώ είναι τι μπορεί να κάνει κάποιος για να αντιμετωπίσει την λεκτική κακοποίηση στον εργασιακό του χώρο.
Το πρώτο βήμα αφορά την συνειδητοποίηση της ύπαρξης του φαινομένου αυτού από το θύμα ή τους οικείους του. Το άτομο καλείται πρώτα και πάνω από όλα τα προστατεύσει το ίδιο τον εαυτό του, να μιλήσει για αυτό που του συμβαίνει στους οικείους του και να αναζητήσει την υποστήριξη τους. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να ενημερωθεί για το νομικό πλαίσιο που καλύπτει τις περιπτώσεις αυτές, καθώς τα θύματα δεν είναι τόσο ανυπεράσπιστα όσο πιστεύουν τόσο σε νομικό όσο και προσωπικό επίπεδο. Χρειάζεται η στοιχειοθέτηση των περιστατικών και η ενημέρωση των προϊσταμένων αλλά και των ατόμων του εργασιακού περιβάλλοντος αναζητώντας την υποστήριξη τους πρακτικά ή/και ψυχολογικά.
Η λεκτική κακοποίηση δεν είναι «λιγότερο» κακοποίηση από την σωματική και επιβάλλεται να της δώσουμε την σημασία που της πρέπει!
Χανιώτη Έλλη Ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια