Εξομολογήσεις μιας μικροβιοφοβικής: Η απίστευτη ιστορία της Κατερίνας
Το οινόπνευμα τρέχει σαν νερό. Χειραψίες απαγορευμένες. Αγγίζει τα πάντα με πλαστικά γάντια. Η Κατερίνα, είναι 36 ετών και επί δύο χρόνια ζούσε υπό την απειλή των μικροβίων.
«Αυτό που έγινε μόλις τώρα, δεν θα είχε γίνει αν σε γνώριζα πριν από ένα εξάμηνο» είπε η Κατερίνα έπειτα από τη θερμή χειραψία μας. «Θα έμενες με το χέρι στον αέρα κι εγώ με το δικό μου στην τσέπη». Τους τελευταίους έξι μήνες, προσπαθεί να απεγκλωβιστεί όπως λέει από «έναν κόσμο γεμάτο μικρόβια».
Τη συνάντησα αμέσως μετά τη συνεδρία ομαδικής ψυχοθεραπείας. Μέσα από την ομάδα αλλά και με παράλληλη βοήθεια από ψυχίατρο, έχει καταπολεμήσει «κατά 90% την εμμονή με την αποστείρωση. Είχα υπερβολική ανησυχία για την υγεία μου. Το πιο απλό πράγμα, μια απλή κίνηση, ήταν για μένα απειλή». Η ζωή της ήταν γεμάτη πιθανές αρρώστιες που απειλούσαν την υγεία της και τους δικούς της ανθρώπους. «Η καθημερινότητά μου είχε γίνει ανυπόφορη.» λέει η 36χρονη δημόσια υπάλληλος.
«Πάντα είχα αντισηπτικό στην τσάντα, πάντοτε έπλενα τα χέρια μου όταν γύριζα σπίτι και καθάριζα συχνά το μπάνιο με χλωρίνη. Ήμουν δηλαδή υποψιασμένη με τα μικρόβια. Ακόμα είμαι. Όμως τώρα πίνω καφέ όπως βλέπεις, σε καφετέρια». «Γιατί δεν έπινες;» τη ρωτάω. Γελάει ειρωνικά. «Ούτε κατά διάνοια. Φοβόμουν. Και τώρα, έχω ενδοιασμούς. Το ξεπερνάω όμως...»
Το μέτρο χάθηκε με την αρρώστια της μητέρας της. «Όταν η μητέρα μου διαγνώστηκε με καρκίνο και ξεκίνησε χημειοθεραπείες, ο γιατρός μας είπε ότι ο οργανισμός της ήταν πολύ ευάλωτος σε μολύνσεις. Μια απλή γρίπη θα μπορούσε να την επηρεάσει πολύ άσχημα. Ήμουν αγχωμένη, ήθελα να πάνε όλα καλά. Το στρες, η ένταση, η πίεση αυτή, εκδηλώθηκαν με φοβία στα μικρόβια. Άλλος ξεσπάει στο φαγητό, άλλος ποτό, άλλος στον τζόγο. Εγώ ξέσπασα αποστειρώνοντας το σύμπαν. Έγινα νευρωτική»
«Πότε κατάλαβες ότι κάτι δεν πάει καλά;» τη ρωτάω. «Είχαμε πάει εκδρομή στο Πήλιο, παρέα. Σε ένα καλό ξενοδοχείο, προσεγμένο και καθαρό. Θεώρησα ότι έπρεπε να απολυμάνω την τουαλέτα, παρόλο που ήταν καθαρή. Για μένα, καθαρό ήταν ότι είχα απολυμάνει με τα δικά μου χέρια. Το αντισηπτικό δεν ήταν αρκετό και πάνω στο βουνό, μέσα στη νύχτα, δεν μπορούσα να βρω χλωρίνη. Περιέλουσα τη λεκάνη με οινόπνευμα και της έβαλα φωτιά, για να την αποστειρώσω».
Τα πρώτα σημάδια εμφανίστηκαν το καλοκαίρι του 2012. «Τα χέρια μου είχαν γεμίσει πληγές από τη χλωρίνη και τα απολυμαντικά. Υποχρέωνα τη μητέρα μου να κάνει μπάνιο με betadine, δεν την άφηνα να χρησιμοποιεί το τηλέφωνο του σπιτιού, να αλλάξει κανάλι με το τηλεκοντρόλ. Έπαθα υστερία όταν πέρσι το καλοκαίρι, μπήκα στο σπίτι και την βρήκα με αναμμένο το κλιματιστικό. "Έχεις ακουμπήσει το κοντρόλ!" φώναζα.». Τα αντικείμενα του σπιτιού, ήταν εχθροί. «Κάθε μέρα, καθάριζα το πληκτρολόγιο με οινόπνευμα, ώσπου αχρηστεύτηκε. Χρήματα δεν έμπαιναν ποτέ στην τσέπη μου. Μια φορά, παρακάλεσα την ψιλικατζού, να μου τα βάλει στο πορτοφόλι...» λέει η Κατερίνα. Φέτος το καλοκαίρι, θα μπει ξανά στη θάλασσα, θα πατήσει στην άμμο, με γυμνό πόδι. «Το δουλεύω εδώ και μήνες στο μυαλό μου. Ανυπομονώ. Έχω εκτιμήσει διαφορετικά, τις μικρές χαρές της ζωής» λέει.
Παρόλο που σφουγγάριζε 2-3 φορές την μέρα με χλωρίνη, ό,τι έπεφτε στο πάτωμα, συνήθως κατέληγε στο καλάθι των αχρήστων. «Στο πατρικό μου και στο σπίτι μου, δεν τολμούσε κανείς να μπει με παπούτσια.».
«Μια φορά μου έπεσε το κινητό, το απολύμανα με αντισηπτικό, χάλασε βέβαια, η οθόνη αφής. Όταν είχα κόσμο, είχα συνέχεια το νου μου, μη γίνει κάτι που δεν πρέπει, μην πέσει κάτω κανένα μαξιλάρι. Στους καναπέδες έστρωνα σεντόνια, τα οποία μετά πετούσα. Τους σέρβιρα μόνο σε πιάτα και ποτήρια μιας χρήσης». Ο εφιάλτης της, λέει, «ήταν τα τσιγάρα. Τα αποτσίγαρα που από τα στόματα κατέληγαν στο τασάκι και το να δανειστεί κάποιος τον αναπτήρα μου. ''Κράτα τον έχω άλλον'' έλεγα. Και οι διακόπτες. Είχα διαβάσει ότι κάθε διακόπτης έχει πάνω από 200 μικρόβια. Οινόπνευμα, βαμβάκι και τρίψιμο». «Όταν είχες επισκέπτες;» τη ρωτάω. «Όχι, κάθε μέρα. Μπορεί και δύο φορές τη μέρα.».
Την φαντάζομαι να περιλούζει τα χέρια της με αντισηπτικό, έπειτα από οποιοδήποτε άγγιγμα. «Στην αρχή έτσι ήταν. Στην πορεία δε χρειαζόταν, γιατί φορούσα συνεχώς γάντια. Πλαστικά γάντια, χειρουργικά» λέει και περιγράφει τις αντιδράσεις των συναδέλφων της στη δουλειά, όταν ένα πρωί την είδαν να εξυπηρετεί τους πελάτες στο ταμείο, φορώντας γάντια.
«Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εγώ κάθισα κανονικά στο πόστο μου και ξεκίνησα με τα γάντια. Κάνω τη χειρότερη δουλειά που θα μπορούσε να κάνει μικροβιοφοβικός. Έρχομαι σε επαφή με εκατοντάδες χέρια, με χαρτονομίσματα, με κέρματα, με έγγραφα που πηγαίνουν από χέρι σε χέρι. Κάθε πελάτης για μένα ήταν είκοσι βρώμικα νύχια που κουβαλούσαν δισεκατομμύρια μικρόβια και δύο παλάμες γεμάτες ύπουλες ασθένειες. Όταν οι πελάτες με ρωτούσαν γιατί τα φοράω, έλεγα ότι έχω κάποιο δερματικό πρόβλημα ή ότι έχω αλλεργία στο μελάνι. Οι συνάδελφοί μου όμως, ήξεραν και ανησυχούσαν. Καταλάβαινα, ότι ήταν παράταιρο το θέαμα, όμως πίεζα τρομερά τον εαυτό μου για να μπορέσω να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου. Ένα μεσημέρι, με φώναξε η προϊσταμένη, μια γυναίκα με κατανόηση και με ρώτησε αν χρειάζομαι βοήθεια και μου έδωσε το τηλέφωνο ενός ψυχιάτρου. Μου βγήκε επιθετικότητα. "Καλύτερα υστερική με την καθαριότητα, παρά βρώμικη!" της είπα.». Με αυτό το επιχείρημα αποστόμωνε τον περίγυρό της.
«Στο σπίτι προσπαθούσα να απελευθερωθώ» λέει. Κατέληξε να ζει φυλακισμένη σε δεκάδες ψυχαναγκασμούς. «Για κάθε δωμάτιο είχα ειδικές παντόφλες, άλλες για το σαλόνι, άλλες για το μπάνιο, άλλες για την κρεβατοκάμαρα. Το ίδιο υποχρέωνα και τον φίλο μου. Αυτός τα έζησε από πρώτο χέρι. Πίστευε πως είναι κάτι παροδικό. Στην πορεία, έβλεπε ότι γινόταν όλο και χειρότερο».
«Είχαμε συνέχεια τσακωμούς. Δεν τον άφηνα να με φιλάει, τον δεύτερο χρόνο τον απέφευγα στο κρεβάτι. Του επέβαλα μια ζωή γεμάτη ''μη'' και ''πρόσεχε''. Έστηνα αφτί έξω από την τουαλέτα, για να ακούσω δύο φορές τον ήχο του απολυμαντικού σπρέι. Έπρεπε να το πατάει, κάθε φορά που τράβαγε το καζανάκι και ακουμπούσε το χερούλι της βρύσης». Η ίδια, έπλενε «τα μήλα και τα πορτοκάλια με αντιβακτηριδιακό σαπούνι, φορούσα μόνο άσπρα μακό γιατί αντέχουν στους 90 βαθμούς και αρκετές φορές, δεν άπλωνα ποτέ στο μπαλκόνι. Πάντα μέσα στο σπίτι. Αν ένα ρούχο έπεφτε κάτω πήγαινε ξανά στα άπλυτα».
Όταν ο φίλος της έφυγε από το σπίτι «μου είπε να διαλέξω. Ή θα συνέλθεις, μου είπε, ή φεύγω. ''Να βρεις μια βρωμιάρα, αφού αυτό θέλεις'' του είπα. Ούτε που είχα καταλάβει τί συνέβαινε. Όταν είσαι μέσα σε μια κατάσταση δεν βλέπεις καθαρά. Η ζωή μου έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Ήμουν μόνη, σε διαρκή πόλεμο με τα μικρόβια, είναι εξοντωτικό αυτό, είχα κουραστεί ψυχικά, είχα εξαντληθεί. Είχα αποξενωθεί. Κλείστηκα στον εαυτό μου, παραλίγο να χάσω τη δουλειά μου. Σταμάτησα να πηγαίνω. Δεν μπορούσα να μετακινηθώ, το μετρό το είχα κόψει προ πολλού, δεν μπορούσα να κάνω βήμα εκτός σπιτιού. Ήξερα πως ή θα ζητήσω βοήθεια ή θα ζήσω δυστυχισμένη. Επέλεξα το πρώτο.».
Το φθινόπωρο, κατάφερε να ξαναπάει στο σούπερ-μάρκετ, «γυμνή» όπως λέει. Εννοεί χωρίς γάντια. «Αγόρασα πράγματα για το σπίτι, έβγαλα χρήματα από την τσάντα μου, τα έδωσα την ταμία, πήρα τα ρέστα. Για μένα ήταν άθλος. Γύρισα στο σπίτι, έπλυνα τα χέρια μου. Αυτό ήταν όλο»
«Δεν ξέρεις πως θα σου βγει μια περίοδος έντασης. Δεν ξέρεις πως γιγαντώνεται μια προδιάθεση που έχεις, όταν ζοριστείς. Στο λέω εγώ που έχω λουστεί με λίτρα από οινόπνευμα. Ακόμα και το νερό της βρύσης, είχε γίνει εστία μόλυνσης».