Κατερίνα Μπέη: «Δεν καταλαβαίνω γιατί κανείς στην τηλεόραση δεν πάει κόντρα στην πεπατημένη»
Η γνωστή σεναριογράφος και συγγραφέας, μιλά στο Queen.gr με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης, για τις ευκολίες, τις δυσκολίες και την ιδιαιτερότητα της TV, αλλά και τις διαφορές με τον κινηματογράφο.
Η Κατερίνα Μπέη, σεναριογράφος και συγγραφέας, έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια μικρά αριστουργήματα για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Της αρέσει να πλάθει ιστορίες και να δημιουργεί ήρωες αληθινούς, γνήσιους ακόμη και στην ατέλειά τους. Στην συνέντευξή μας στο Queen.gr με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Τηλεόρασης, μιλάμε για τις ευκολίες και τις δυσκολίες του story telling, το τι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια στους δέκτες μας, τη μεγάλη παγίδα με τις copy paste συνταγές επιτυχίας, τη διαφορά με τον κινηματογράφο και πόσο έχουν επηρεάσει τα social media τους ίδιους τους σεναριογράφους όταν βρίσκονται στη φάση της δημιουργίας.
«Πάντα πρέπει να ξέρεις γιατί γράφεις την ιστορία σου και να μην επαναπαύεσαι»
Με σπουδές στη Νομική και στη δημοσιογραφία και μία δεκάχρονη εμπειρία στον περιοδικό τύπο και στο ραδιόφωνο, η Κατερίνα Μπέη ήξερε εκ των έσω τα ΜΜΕ, μέχρι που κλήθηκε να δώσει πνοή στο όραμά της και να δημιουργήσει μικρές και μεγάλες ιστορίες που στη μικρή αλλά και στη μεγάλη οθόνη θα κάνουν τον θεατή να προβληματιστεί, να αμφισβητήσει, να γελάσει ή να κλάψει. Αυτό είναι και το ζητούμενο της τέχνης. Από τα τηλεοπτικά «Τα καλύτερα μας χρόνια», «Λούφα και παραλλαγή», «Χρυσά κορίτσια», «Μόνη εξ αμελείας», «Σχεδόν ποτέ», «Steps», μέχρι τα κινηματογραφικά της αριστουργήματα «Φόνισσα», «Ευτυχία», «Success Story», «Η καρδιά του κτήνους», «Φούσκα», «Θηλυκή εταιρεία», «Η Λίζα και όλοι οι άλλοι».
Όταν γράφετε ένα σενάριο για μία ταινία – όπως πρόσφατα για τη «Φόνισσα» – ποιο είναι το λάθος που προσπαθείτε να αποφύγετε και ποιος είναι ο στόχος σας;
O στόχος είναι να εξυπηρετηθούν οι προσδοκίες του σκηνοθέτη, του παραγωγού και οι δικές μου, όσο γίνεται καλύτερα. Το λάθος είναι, όταν αυτή η προσπάθεια γίνεται εμφανής.
Σας παίδεψε η γλώσσα του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, η γλώσσα και τα ήθη της εποχής; Αυτή η σκληρή κοινωνία μιας άγνωστης σε εμάς εποχή;
Η ενασχόληση με ένα τόσο «μεγάλο» έργο, είναι ήδη από μόνη της αγχωτική διαδικασία. Πολύ περισσότερο όταν αφορά κι εποχή που δεν έχουμε πολλές προσλαμβάνουσες (ίσως μόνο από τη λογοτεχνία και τις ταινίες). Αυτό έχει ένα καλό κι ένα κακό. Το καλό είναι, πως επειδή η εποχή είναι σχετικά αχαρτογράφητη, μπορείς και να ισχυριστείς πράγματα που δεν υπήρχαν, ή ακόμη να «περάσουν» και κάποια λάθη που σε πιο πρόσφατες εποχές, αυτό δεν γίνεται. Το «κακό» είναι πως πρέπει να προσπαθήσεις να αναπλάσεις την εποχή, με λεπτομέρειες που θα την κάνουν ρεαλιστική και γι’ αυτό πρέπει να διαβάσεις, να φανταστείς και το αποτέλεσμα να μοιάζει ρεαλιστικό.
Πώς ήταν οι γυναίκες εκείνης της εποχής και εκείνης της κοινωνίας;
Δυστυχώς οι γυναίκες του 1900 εξυπηρετούσαν σχεδόν μόνο την αναπαραγωγή. Η αξία τους, εξαντλούταν στο κατά πόσο ήταν χρήσιμες στις δουλειές και στην ικανότητά τους να γεννήσουν αγόρια. Δεν είχαν άποψη ούτε στο ποιον θα παντρευτούν. Το χειρότερο είναι πως είχαν συνηθίσει την κακοποίηση και δεν διανοούνταν να αντιδράσουν.
Γράψατε με γνώμονα ότι την ηρωΐδα σας θα την υποδυόταν η Καριοφυλλιά Καραμπέτη; Είναι βοηθητικό ένας σεναριογράφος να «χτίζει» την ιστορία του με γνώμονα το ταλέντο και την εκφραστική δύναμη ενός ηθοποιού;
Από την αρχή της ταινίας, ήταν δεδομένο ότι θα παίξει η Καριοφυλλιά. Φυσικά, το να ξέρεις για ποιον γράφεις, μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό και αμφίδρομο. Ξέρεις τις εκφραστικές δυνατότητες και το εύρος του ηθοποιού κι αυτό τροφοδοτεί το σενάριο.
Πόσο διαφέρει και σε τι, ένα κινηματογραφικό από ένα τηλεοπτικό σενάριο; Εκτός του χρόνου που πρέπει να αφιερώσεις;
Προσωπικά δεν τα ξεχωρίζω. Την ίδια διαδικασία ακολουθώ, ότι κι αν γράφω, ωστόσο υπάρχουν οι περιορισμοί που βάζει το κάθε είδος. Είναι αλλιώς να πρέπει να πεις μια ιστορία μέσα σε μιάμιση ώρα κι αλλιώς σε είκοσι, σαράντα ή εκατό επεισόδια.
Στην πρώτη περίπτωση, στην ταινία, πρέπει να συμπτύσσεις, να συγχωνεύεις, ταυτόχρονα να συνθέτεις και να αποδίδεις πιο αφαιρετικά το νόημα της σκηνής, να έχεις προκαθορισμένη αυστηρή πλοκή και να προσέχεις να «εξαργυρώνεις» κάθε υλικό που βάζεις. Στο σήριαλ υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία καθώς η διαδικασία είναι αντίστροφη: αντί να αφαιρείς, προσθέτεις, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσεις τον ρυθμό και να μην πλατειάσεις.
Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα όταν γράφει κανείς για την τηλεόραση; Πώς αποφεύγεις να μη «ξεχειλώσει» η ιστορία σου; Να μη χαθεί ο άξονάς της;
Ανάλογα το είδος πάλι. Πιο εύκολα μπορεί να ξεχειλώσει μια δραματική ιστορία που βασίζεται στην πλοκή, ειδικά όταν μιλάμε για δεκάδες επεισόδια. Αντίθετα μια κωμωδία ή κομεντί, που βασίζεται περισσότερο στον διάλογο και τους ολοκληρωμένους χαρακτήρες, μπορεί να «ζήσει» και με πιο χαλαρή πλοκή. Ωστόσο πάντα πρέπει να θυμάσαι για ποιον λόγο γράφεις την σειρά και τι εξυπηρετεί και να μην επαναπαύεσαι στις «ευκολίες» σου. Αυτό το τελευταίο νομίζω είναι προϋπόθεση για όλες τις δουλειές.
Πείτε μου μία αγαπημένη σας ηρωΐδα από όσα βιβλία ή σενάρια έχετε γράψει; Αυτή που γλυκά, σας παίδεψε και πορευτήκατε μαζί;
Οι ηρωίδες μου στα βιβλία μου κινούνται πάνω κάτω στο ίδιο μοτίβο: έξυπνες, νευρωτικές, ανασφαλείς, ευαίσθητες με κρυμμένα ταλέντα που παλεύουν να τα βγάλουν προς τα έξω. Στο σινεμά και στην τηλεόραση -και με δεδομένο πως οι αποφάσεις δεν είναι πάντα μόνο δικές μου- η γκάμα μεγαλώνει. Θα ξεχωρίσω την Ευτυχία (σ.σ από την ομώνυμη ταινία) που με την αυθεντικότητα, την ορμή και τη γοητεία της, την αγάπησε κι ο κόσμος, σχεδόν όσο κι εγώ.
Έχει ξεκινήσει μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την πληθώρα των σειρών εποχής που υπάρχουν στην τηλεόραση. Ποια είναι η άποψή σας;
Η τηλεόραση κάθε φορά αναπαράγει τον εαυτό της, ελπίζοντας να τον υπερβεί. Το κάνει κάπως άγαρμπα, που μοιάζει και άκριτα και μάλλον υποτιμάει τους θεατές.
Μια χρονιά πάει καλά ένα σίριαλ εποχής, την επόμενη γεμίζουμε εποχής. Μία χρονιά, πάει καλά η κωμωδία, την επόμενη έχουμε μόνο κωμωδίες. Από τη μία, καταλαβαίνω πως αυτή είναι μια ασφαλής λύση, από την άλλη δεν καταλαβαίνω γιατί κανείς δεν πάει κόντρα στην πεπατημένη. Λες και το «είδος» κάνει την επιτυχία κι όχι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του (συντελεστές, θέμα, timing κτλ).
Ποια δική σας περίοδο θα χαρακτηρίζατε ως τα «Καλύτερα σας χρόνια»;
Τα μετεφηβικά, των σπουδών που είσαι αρκετά νέος για να πιστεύεις πως όλα είναι εφικτά και αρκετά αφελής να πιστεύεις πως αυτό θα ισχύει για πάντα.
Λαμβάνετε υπόψη σας τα σχόλια στα social media όταν γράφετε; Σας αποπροσανατολίζουν ή κάποιες φορές ακολουθείτε τις συμβουλές του κοινού;
Τα λαμβάνω φυσικά. Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο που παρακολουθείς άμεσα τον αντίκτυπο της δουλειάς σου. Δεν το κάνω για να ακολουθήσω συμβουλές αλλά για να δω τι «περνάει» και τι δεν «περνάει» στον κόσμο.
*H ταινία «Φόνισσα» από την Tanweer Productions, από τις 30 Νοεμβρίου θα προβάλλεται στους κινηματογράφους.