Όσο έχω ακοή, θα ακούω τα τραγούδια σου, Άννα...
... Βαρύτατα περιστατικά κουλτούρας που αποδέχονται μόνο πεισιθανάτιους στίχους και μοιρολογικού είδους μελωδίες, που η χαρά, ο χορός, το γλέντι είναι ο χειρότερος εχθρός τους... Άνθρωποι που χωρίς την 9η του Μπετόβεν το πρωί απ το κρεβάτι δε σηκώνονται και στο τσακίρ κέφι τους ρίχνουν μια γυροβολιά με Μότσαρτ... Ορκισμένοι εχθροί του καμπυλωτού τσιφτετελιού, του αχνιστού κορμιού που σείεται και λυγιέται, ενός απλού ή και απλοϊκού τραγουδιού που αγαπιέται, μιας καψουρό τραγουδάρας που θες μισή φιάλη ουίσκι χωρίς τα παρελκόμενα, ξεροσφύρι, για να κλάψεις μια άρνηση ενός ερωτικού ζευγαρώματος, έστω και της μιας βραδιάς και να την μαυροφορέσεις.... Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι στυφοί, οι αδέκαστοι, οι απλώς καλλιεργημένοι, οι «απελθέτω την ελληνικήν εκτόνωση» εραστές του σοβαρού και ενίοτε του σοβαροφανούς, δεν μπορούν να μη παραδεχτούν την επουράνια αρμονία των φωνητικών χορδών της Άννας Βίσση.
Η αλήθεια είναι πως με φόντο τα τραγούδια της, είχαμε σάουντρακ στο φιλμ της ζωής μας, σε πάθη, ξενύχτια, γλέντια, χωρισμούς, μεγάλους έρωτες, μικρούς έρωτες, φιλίες, τσακωμούς, κραιπάλες σωτήριες ή ολέθριες –εξαρτάται. Και μια γενιά ολόκληρη συνηθίσαμε ό,τι κι αν ακούμε, όποιο μουσικό είδος, να έχουμε και ένα cd της Βίσση, ως σταθερή αξία, εύκαιρο. Την έχουμε τόσο δεδομένη, που μερικές φορές σκέφτομαι πως όπως η γιαγιά μου με τις φίλες της, όταν συναντιόντουσαν και πίνανε νερωμένο κρασάκι τραγουδούσαν το «Μια Βοσκοπούλα αγάπησα» και το «Ετιναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά», έτσι και εμείς, ραμολιμέντα, αναπολώντας νοσταλγικά τη νιοτη μας, θα ρίχνουμε το «με κακά παιδιά θα ξενυχτάω» πριν μας αλλάξουν οι αποκλειστικές πάνες ακράτειας και μας βάλουνε για ύπνο –το ρίξαμε έξω απόψε- στις 8.30 το βράδυ.
Και ενώ τα μεγάλα κανάλια, Τετάρτη βράδυ, στο έσκιζαν στα τούρκικα, ο Άλφα έκανε αντίσταση με μια κυπριακή αλήθεια, την Άννα Βίσση και με ένα ντοκιμαντέρ για την ζωή της, απολαυστικό, διαφορετικό, καθόλου ωραιοποιημένο, ειλικρινές και αφάνταστα ενδιαφέρον. Εξαιρετικό μοντάζ, επιλογή θεμάτων, φωτογραφιών, στιγμών, ακόμη και σοκαριστικών όπως αυτή στο νοσοκομείο με τον πατέρα της Άννας Βίσση. Θεά η μάνα της Άννας, που μας κατακέρδισε. Θεά και η κόρη της, που ο διάλογος μεταξύ τους, στην Νέα Υόρκη, ήταν ευφυέστατος και πνευματώδης. Η χάρη και γοητεία σ αυτήν την οικογένεια είναι ίδιον όλων των γυναικών της μάλλον. Μια συνέντευξη της, σε περιοδικό, στον Πάνο Ζόγκα και στον Τάσο Θεοδωρόπουλο μας την σύστησε ξανά, ενώ το Όσο έχω φωνή και το μαγικό άγγιγμα της αποσβωλοτικά ταλαντούχας πια (πόσο πια! Και σε όλα;), Μυρτούς Κοντοβά, μας έκανε να παθιαστούμε μαζί της και πάλι, πάλι, πάλι –όπως τραγουδάει η ίδια. Το πόσο ακομπλεξάριστη να το πούμε, ε; Και το πόσο αδιάφορα ειλικρινής στο να μη τσαλακωθεί η εικόνα της. Αλλα και το πόσο ροκ είναι τελικά, η Άννα Βίσση, να αποδεικνύεται...
Ξέρω πως οι ενωμένες δυνάμεις της κουλτούρας θα ειρωνευτούν, θα σαρκάσουν, θα απορρίψουν πιθανόν και χωρίς καν να δουν, το «Όσο έχω φωνή». Ε! Τι να κάνουμε! Μπορούν πάντα να δουν Τούρκικα σίριαλ, στο Μέγκα και στον ΑΝΤ1. Έχουν ποιοτική επιλογή αφού τους χαλάει η πρωτοτυπία!