Από τη μήνυση του Κιμούλη στην Παναγιώτα Βλαντή προκύπτουν κυρίως 2 ζητήματα (το 1 είναι οι λέξεις)

Ανθή Μιμηγιάννη
Από τη μήνυση του Κιμούλη στην Παναγιώτα Βλαντή προκύπτουν κυρίως 2 ζητήματα (το 1 είναι οι λέξεις)

Οι λέξεις έχουν δύναμη, και όταν τις επικαλούμαστε προς αποκατάσταση της αλήθειας, θα πρέπει να σκεφτούμε κι εκείνες που είπαμε εμείς. Σωστά; 

Ήταν εν μέσω πανδημίας στις αρχές του 2021 όταν στην Ελλάδα εμφανίστηκε το κίνημα #MeToo μετά τη δημοσιοποίηση της καταγγελίας της Σοφίας Μπεκατώρου για τη σεξουαλική επίθεση που είχε δεχτεί από παράγοντα του αθλητισμού. Με το κίνημα αυτό να έχει σήμερα εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα και πολλές περιπτώσεις έμφυλης βίας να καταγράφονται συνεχώς, θυμόμαστε όλοι πως πριν από τρία χρόνια έγιναν πολλές κατηγορίες και σε έναν χώρο που είναι συνώνυμος με τον πολιτισμό: το θέατρο. Το κίνημα έφερε στο φως πολλές καταγγελίες για κακοποίηση (σωματική, ψυχολογική, λεκτική κ.λπ.) και παρενόχληση (σεξουαλική, ηθική, κ.τ.λ) πυροδοτώντας έναν έντονο διάλογο για την εξουσία, την ευθύνη και την ηθική.

Με κάποιες υποθέσεις να μην συγκρίνονται βεβαίως μεταξύ τους -κάποιες από αυτές είναι βαρύτατες εγκληματικές πράξεις που άπτονται ποινικών αδικημάτων, το #MeToo έφερε στο προσκήνιο και καταγγελίες που αφορούν σε αντιεπαγγελματικές συμπεριφορές, ψυχολογική βία και λεκτική κακοποίηση.

Το κίνημα μπορεί όντως να ξεκίνησε με στόχο την αποκάλυψη της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, στην πορεία όμως συμπεριέλαβε και άλλες μορφές κακοποίησης -που δύσκολα μπορεί να αποδεικνύονται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν/ υπάρχουν.

Η περίπτωση του Γιώργου Κιμούλη και η νέα μήνυση

Ας ξεκαθαρίσουμε το εξής: Ο Γιώργος Κιμούλης κατηγορήθηκε από το ελληνικό κίνημα #MeToo για ψυχολογική και λεκτική βία, καθώς και για δημιουργία ενός τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος. Οι καταγγελίες δεν αφορούσαν ποτέ σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση, αλλά ένα μοτίβο συμπεριφοράς που περιελάμβανε «εκφοβισμό, ταπείνωση και δημιουργία κλίματος φόβου κατά τη διάρκεια προβών και παραστάσεων».

Οι καταγγελίες εναντίον του ηθοποιού και σκηνοθέτη ξεκίνησαν στις αρχές του 2021, όταν η ηθοποιός Ζέτα Δούκα τον κατηγόρησε δημόσια για λεκτική βία και προσβολή κατά τη διάρκεια συνεργασίας τους το 2008. Αυτή η πρώτη καταγγελία πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση και από άλλους ηθοποιούς, όπως η Δώρα Χρυσικού, ο Νίκος Ψαρράς, η Κατερίνα Λέχου, η Κατερίνα Γερονικολού, η Αλεξάνδρα Ταβουλάρη, η Ευδοκία Ρουμελιώτη, να στηρίζουν τη Δούκα ή να μοιράζονται τις δικές τους αρνητικές εμπειρίες συνεργασίας με τον Κιμούλη. Το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) αντέδρασε τότε ξεκινώντας πειθαρχική διαδικασία, η οποία κατέληξε στην επιβολή προστίμου και την προσωρινή διαγραφή του Κιμούλη από το Σωματείο. Ο Κιμούλης, από την πλευρά του, απάντησε με αγωγές και μηνύσεις εναντίον αρκετών από τους καταγγέλλοντες, συμπεριλαμβανομένης της Ζέτας Δούκα.

Η νέα μήνυση του Γιώργου Κιμούλη

Το πρωί της (Τρίτης 17/9) έγινε γνωστό μέσα από τις πρωινές εκπομπές ότι ο Γιώργος Κιμούλης κατέθεσε νέα μήνυση, αυτή τη φορά κατά της συναδέλφου του Παναγιώτας Βλαντή, για συκοφαντική δυσφήμιση.

Η μήνυση αποτελεί απάντηση σε δηλώσεις της ηθοποιού σε συνέντευξή της στην εφημερίδα "On Time" τον Αύγουστο του 2023, όπου χρησιμοποίησε λέξεις όπως «κακοποιητική συμπεριφορά», «προπηλακισμός» και «βασανισμός» αναφερόμενη στον Κιμούλη.

Η επίμαχη δήλωση: «Βλέπω όμως ότι ήδη ο Γιώργος Κιμούλης επέστρεψε στο θέατρο. Τον στηρίζουν κι είναι λάθος να στηρίζεται ο Κιμούλης. Δεν αφορά προφανώς το ταλέντο. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν θα έπρεπε να στηρίζονται τέτοιες συμπεριφορές. Κακοποιούσε μεν λεκτικά, όχι σωματικά, αλλά πρόκειται για κάτι εξίσου βαρύ. Προπηλάκιζε, βασάνιζε κόσμο στο θέατρο και πριν από τόσα χρόνια γιατί δεν μιλάμε για το παρόν που όλα βγαίνουν στο φως - το διασαφηνίζω για να απαντήσω κιόλας σε όσους υποστηρίζουν "γιατί δεν έφευγε ο οποιοσδήποτε προσβεβλημένος;" - δεν ήταν εύκολο να αποχωρείς από παράσταση. Δεν ήταν απλά τα πράγματα. Στην πορεία το πλήρωνες. Ο Κιμούλης βασάνιζε ηθοποιούς. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη έφυγε από παράσταση εξαιτίας του! Μην τα ξεχνάμε αυτά, δεν πρέπει!».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Στέργιου Σαμαρτζή, η Βλαντή, με τις δηλώσεις της, στόχευε να εκφράσει την υποστήριξή της προς τις συναδέλφους της, Ζέτα Δούκα και Κατερίνα Γερονικολού, οι οποίες είχαν προηγουμένως καταγγείλει τον Κιμούλη για κακοποιητική συμπεριφορά.

Ο δημοσιογράφος τόνισε ότι οι όροι «προπηλακισμός» και «βασανισμός», που χρησιμοποίησε η Βλαντή, ήταν αυτοί που οδήγησαν τον Κιμούλη στην απόφαση να κινηθεί νομικά. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι «αυτοί οι δύο χαρακτηρισμοί ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι», υπονοώντας ότι ο Κιμούλης θεώρησε αυτές τις λέξεις ως υπερβολικές και άδικες, καθώς παραπέμπουν σε σωματική βία, κάτι που δεν έχει καταγγελθεί εναντίον του.

Από τη μήνυση του Κιμούλη στην Παναγιώτα Βλαντή προκύπτουν κυρίως 2 ζητήματα (το 1 είναι οι λέξεις)

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει βρίσκεται στην καρδιά της διαμάχης και στη χρήση συγκεκριμένων λέξεων και την ερμηνεία τους. Ο Γιώργος Κιμούλης, μέσω του δικηγόρου του, Βασίλη Καπερνάρου, υποστηρίζει ότι οι λέξεις αυτές υπονοούν άλλες εγκληματικές πράξεις, κάτι που δεν έχει ποτέ καταγγελθεί εναντίον του.

Αυτό σαφώς και εγείρει το ζήτημα της ερμηνείας των λέξεων και του πώς αυτές μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη για ένα άτομο.

Από την άλλη πλευρά, η θέση της Παναγιώτας Βλαντή μπορεί να υποστηρίξει ότι οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο για να περιγράψουν μια τοξική εργασιακή ατμόσφαιρα. Και η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι κατάλαβαν το context των δηλώσεων της κυρίας Βλαντή που αφορούν ένα κίνημα που είναι κατάκτηση.

Το δεύτερο ζήτημα που αναδεικνύεται από αυτή την υπόθεση είναι η ελευθερία του λόγου. Από πότε η προσωπική άποψη ενός ανθρώπου μετατρέπεται σε συκοφαντία; Πόσο ελεύθερος είναι κάποιος να εκφράσει την άποψή του, ακόμα και αν αυτή μπορεί να βλάψει την εικόνα ενός άλλου ατόμου;

Το σε κάθε περίπτωση

Σαφέστατα και οι λέξεις έχουν τεράστια δύναμη και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο ποιες χρησιμοποιούμε. Το ίδιο συμβαίνει και σε ό, τι αφορά καταγγελίες που σχετίζονται με λεκτική κακοποίηση. Κάποιοι άνθρωποι κατήγγειλαν επώνυμα πως η χρήση συγκεκριμένων λέξεων επηρέασε άμεσα και έμμεσα τόσο την ψυχολογία τους όσο και τα οικονομικά τους -αφού για παράδειγμα αποφάσισαν να αποχωρήσουν από μια παράσταση. Και αυτές οι καταγγελίες είναι σοβαρές.

Όταν μια μήνυση, λοιπόν, έχει ως περιεχόμενο τη συκοφαντική δυσφήμιση λόγω χρήσης συγκεκριμένων λέξεων είναι ορθό να σκεφτεί κανείς πώς λέξεις ήταν και εκείνες που οδήγησαν κάποιες γυναίκες να καταγγείλουν επώνυμα τοξικές συμπεριφορές.

Το σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η εν λόγω υπόθεση αναμένεται να εκδικαστεί τον Νοέμβριο του 2025, και η απόφαση του δικαστηρίου θα έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο για τους εμπλεκόμενους όσο και για το ευρύτερο, μεταξύ άλλων, πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου. Θα είναι όμως και μια καλή αφορμή να σκεφτεί κανείς τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο ίδιος -και ειδικότερα αν τις επικαλείται προς αποκατάσταση της αλήθειας.

Πέρα από την απόφαση του δικαστηρίου, αυτή η υπόθεση αποτελεί και μια σημαντική ευκαιρία για όλους μας να αναλογιστούμε τις λέξεις που χρησιμοποιούμε όχι μόνο για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας στο πλαίσιο μιας δυσφήμισης αλλά και για να σκεφτούμε εμείς οι ίδιοι ποιες λέξεις ήταν εκείνες που πλήγωσαν και έκοψαν φτερά.

DPG Network