Γονιμότητα: Ποιες σύγχρονες επιλογές έχουν οι γυναίκες μετά τα 40;
Παρακάτω, λοιπόν, θα αναλύσουμε με τη βοήθεια του ειδικού, ποιες είναι οι εναλλακτικές θεραπείες που έχουν στη διάθεσή τους οι γυναίκες σήμερα και πώς μπορούν να τις αξιοποιήσουν, ώστε η προσπάθειά τους να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Οι περισσότερες γυναίκες που έχουν συμπληρώσει ή πλησιάζουν τα 40 χρόνια ζωής και δεν έχουν φέρει στον κόσμο ένα παιδί, προβληματίζονται σχετικά με ζητήματα που αφορούν στη γονιμότητα -και όχι άδικα. Έχοντας καταφέρει να εκπληρώσουν πολλούς από τους προσωπικούς τους στόχους και εφόσον οι συνθήκες στη ζωή τους είναι ευνοϊκές για μία τόσο μεγάλη αλλαγή, σκέφτονται πιο έντονα τη δημιουργία μίας οικογένειας με το κατάλληλο πρόσωπο.
Τι γίνεται όμως, με τις γυναίκες που έχουν θελήσει να ολοκληρώσουν την ευτυχία τους με τον ερχομό ενός παιδιού, αλλά έρχονται διαρκώς αντιμέτωπες με τα εμπόδια της υπογονιμότητας; Ευτυχώς, η τεχνολογία έχει προοδεύσει αρκετά στις μέρες μας, προσφέροντας σύγχρονες λύσεις οι οποίες θα τις βοηθήσουν να επιτύχουν τον σκοπό τους. Αυτές ακριβώς τις σύγχρονες λύσεις, μας συστήνει ο γυναικολόγος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, Χρήστος Παππάς MD PhD MSc.
Παρακάτω, λοιπόν, θα αναλύσουμε με τη βοήθεια του ειδικού, ποιες είναι οι εναλλακτικές θεραπείες που έχουν στη διάθεσή τους οι γυναίκες σήμερα και πώς μπορούν να τις αξιοποιήσουν, ώστε η προσπάθειά τους να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ποιοι είναι οι ηλικιακοί παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα
Αρχικά, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως ως υπογονιμότητα ορίζεται η αποτυχία επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από έναν χρόνο συστηματικών προσπαθειών. Μάλιστα, όπως αναφέρει και ο γυναικολόγος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, Χρήστος Παππάς, από το 2015 η υπογονιμότητα έχει περιγράφει ως ασθένεια από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ενώ αφορά γυναίκες (30%) και άνδρες (30%). Είναι μία ασθένεια μικτής αιτιολογίας (άνδρες και γυναίκες περίπου 20%) και ανεξήγητη, όταν δεν έχει βρεθεί κάποια αιτία κατά τη διερεύνηση του ζευγαριού (περίπου 20% των περιπτώσεων).
Ομολογουμένως, η ηλικία μιας γυναίκας είναι ένας από τους κυριότερους προγνωστικούς παράγοντες στην έκβαση μίας θεραπείας υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Για την ακρίβεια, όταν μία γυναίκα συμπληρώσει τα 40 έτη, οι πιθανότητες να επιτύχει μία εγκυμοσύνη μειώνονται σημαντικά και είναι περίπου 5% σε κάθε κύκλο που πραγματοποιείται η προσπάθεια. Διότι όταν οι γυναίκες γεννιούνται, οι ωοθήκες περιέχουν έναν συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων, τα οποία είναι διαθέσιμα στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Πιο αναλυτικά, για τις γυναίκες ηλικίας 40 έως 44 ετών, σχεδόν το 30% είναι υπογόνιμο σε σύγκριση με το 15% των γυναικών, οι οποίες είναι 30 έως 34 ετών και το 7% των γυναικών ηλικίας 20 έως 25 ετών.
Πώς το ωοθηκικό απόθεμα επηρεάζει ποιοτικά την έκβαση μίας εγκυμοσύνης
Όπως αναφέρει και ο γυναικολόγος Χρήστος Παππάς, η κύρια αιτία της υπογονιμότητας, η οποία σχετίζεται με την ηλικία, είναι η μείωση του ωοθηκικού αποθέματος σε ωάρια. Η μείωση αυτή δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά και ποιοτική, ενώ εκφράζεται με την εμφάνιση γενετικών ανωμαλιών στα έμβρυα που προκύπτουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη δυσκολία επίτευξης μίας κύησης αλλά και την αύξηση του κινδύνου αποβολής, καθώς και της γέννησης ενός μωρού με χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Συγκεκριμένα, στην ηλικία των 20 με 25 ετών, ο κίνδυνος αποβολής είναι 10%, στα 30 με 35 είναι 12%, στα 40 με 44 είναι 35% και σε ηλικία άνω των 45 ετών, ο κίνδυνος αποβολής είναι σχεδόν 55% σύμφωνα με την ASRM (American Society of Reproduction Medicine). Μάλιστα, ο αριθμός των γυναικών ηλικίας άνω των 40 ετών, οι οποίες δυσκολεύονται να συλλάβουν αυτόματα και ξεκινούν κάποια θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει δεκαπλασιαστεί τα τελευταία 15 χρόνια.
Οι εξετάσεις που βοηθούν τη διαδικασία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής
Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως πριν από κάθε θεραπεία, θα πρέπει απαραίτητα να πραγματοποιηθεί μία λεπτομερής διερεύνηση από έναν ειδικό ιατρό. Αρχικά, θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα προσωπικό και οικογενειακό ιατρικό ιστορικό για τον εντοπισμό προσωπικών ή κληρονομικών ασθενειών, οι οποίες θα μπορούσαν να σχετίζονται με την υπογονιμότητα.
Ένα κολπικό υπερηχογράφημα είναι επίσης σημαντικό για τον αποκλεισμό ανατομικών παθολογιών, όπως ινομυώματα, πολύποδες και μεταξύ άλλων, κύστες ωοθηκών. Επιπλέον, πρέπει να πραγματοποιείται ορμονικός έλεγχος για τον προσδιορισμό των FSH, LH, της οιστραδιόλης και της θυρεοειδικής λειτουργίας. Η Anti Mullerian Hormone (AMH) σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα μπορούν να δώσουν αρκετές πληροφορίες σχετικά με το απόθεμα των ωοθηκών σε ωάρια.
Οι σύγχρονες μέθοδοι θεραπείας που εξασφαλίζουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας
Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι θεραπείας και πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με το ιστορικό κάθε γυναίκας και την αιτία της υπογονιμότητας. Η ενδομήτρια σπερματέγχυση είναι μία ανώδυνη και μη επεμβατική μέθοδος, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε φυσικό κύκλο ή με διέγερση των ωοθηκών, ενώ η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία ιδιαίτερα σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες. Υπάρχουν διαφορετικά πρωτόκολλα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Με τον φυσικό κύκλο ένα μόνο ωάριο λαμβάνεται με αναρρόφηση του ωοθυλακίου, είτε με τοπικό αναισθητικό, είτε με ήπια αναισθησία. Έπειτα γονιμοποιείται στο εργαστήριο και μεταφέρεται στην ενδομήτρια κοιλότητα, συνήθως 3 έως 5 ημέρες μετά την γονιμοποίηση. Τα έμβρυα που φτάνουν την 5η ημέρα εξέλιξης (βλαστοκύστεις) παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες εμφύτευσης.
Η διέγερση των ωοθηκών είναι πιο αποτελεσματική, καθώς λαμβάνεται μεγαλύτερος αριθμός ωαρίων. Τα πιο συνηθισμένα πρωτόκολλα είναι το μακρύ και το βραχύ με ανταγωνιστή, το οποίο απαιτεί χρόνο διέγερσης 9-10 ημερών περίπου. Η εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης αυξάνει και πάλι το ποσοστό επιτυχίας. Μία σύγχρονη μέθοδος που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια είναι ο προεμφυτευτικός έλεγχος των εμβρύων για την ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Η βιοψία των εμβρύων διενεργείται συνήθως στο στάδιο της βλαστοκύστης με σκοπό τον έλεγχο και την εμβρυομεταφορά ευπλοειδικών (χρωμοσωμικά υγιών) εμβρύων. Αυτή η μέθοδος αυξάνει το ποσοστό επιτυχίας εμφύτευσης και μειώνει το ποσοστό αποβολής σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως η δωρεά ωαρίων είναι μία πολύ αποτελεσματική μέθοδος για γυναίκες με χαμηλή ποιότητα ωαρίων, δυσλειτουργία των ωοθηκών ή ιστορικό ανεξήγητων, επαναλαμβανόμενων αποβολών. Όσο για τις γυναίκες ηλικίας 30 έως 35 ετών, οι οποίες δεν σκέφτονται την εγκυμοσύνη για ιατρικούς ή κοινωνικούς λόγους, η κρυοσυντήρηση ωαρίων ή ωοθηκικού ιστού (συντήρηση γονιμότητας) είναι μία αποτελεσματική μέθοδος, η οποία εξασφαλίζει τη φύλαξη του γενετικού υλικού για να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον.
Χρήστος Παππάς MD PhD MSc, Γυναικολόγος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείς να επισκεφθείς την επίσημη ιστοσελίδα του γυναικολόγου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής Χρήστου Παππά MD PhD MSc.