«Ένα ακόμη νοσταλγικό καλοκαίρι»
Πάντα το καλοκαίρι με πιάνει μια μυστηριώδης νοσταλγία...
Είναι που θυμάμαι την εφηβική και ανέμελη ζωή μου. Θυμάμαι τις μυρωδιές απ' τα νυχτολούλουδα της γειτόνισσας τις καυτές νύχτες που κοιμόμασταν με τα παράθυρα ορθάνοιχτα χωρίς φόβο μη μπουν κλέφτες στο σπίτι.
Θυμάμαι τις φωνές και τα γέλια των πιτσιρικάδων που έκαναν τις καφρίλες τους στην "παιδική" απέναντι από το σπίτι μου μέχρι τα μεσάνυχτα. Θυμάμαι και τις κατσάδες του μπαμπά μου από το μπαλκόνι... "Σπίτια δεν έχετε ρε; Κοπανάτε τη να κοιμηθούμε κι εμείς επιτέλους!".
Θυμάμαι και την πρώτη μου αγάπη, τον Πέτρο. Μαζί μεγαλώσαμε. Μαζί ενηλικιωθήκαμε στη γειτονιά. Πέντε χρόνια δεν τα λες και λίγα... Καβάλα στη μηχανή κρυφά από τον μπαμπά μου και βουρ τραγουδώντας σε κάθε δρομάκι, σε κάθε λεωφόρο. Κι ύστερα παγωτό στη "Χαρά" στα Πατήσια. Κι ύστερα ποτό στο "Motown"... Κι ύστερα ανάκριση από τον μπαμπά που κατά βάθος προσπαθούσε να το παίξει cool, αλλά εγώ τον έβλεπα κρεμασμένο στο μπαλκόνι να περιμένει να γυρίσω στο σπίτι: "Τι ώρα είναι αυτή; Δεν πιστεύω να ανέβηκες στη μηχανή; Τι θα λέει η γειτονιά;".
Όσα χρόνια κι αν περάσουν θα τον έχω φυλαγμένο στην καρδιά μου σαν μία από τις πιο γλυκές αναμνήσεις μου. Όχι ερωτικό. Όχι πονηρό. Μόνο τρυφερό και νοσταλγικό. Αυτό είναι το συναίσθημα. Έχουμε πια και οι δυο τις οικογένειές μας. Είμαστε ευτυχισμένοι. Βλεπόμαστε σπάνια. Μόνο αν τύχει να τον πετύχω στη γειτονιά πηγαίνοντας τη μικρή στη μαμά μου. Όμως θα του χρωστάω παντοτινά για την πιο αγνή αγάπη που μου προσφέρθηκε ποτέ.
Θυμάμαι και τις φίλες μου. Κάναμε και κανά τσιγάρο στα κλεφτά στην πλατεία. Πάρλα και γέλια μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι αφού είχαμε μασήσει ένα κουτάκι τσίχλες η κάθε μια για να μη βρωμάμε τσιγαρίλα επιστρέφοντας στο σπίτι. Και ηλιόσπορους με αλάτι. Μιλάμε για τόνους αλατισμένου ηλιόσπορου.
Μέχρι σήμερα είμαστε φίλες με τη Σοφία. Με πάντρεψε κιόλας! Μεγάλη τύχη να έχεις παιδικούς φίλους. Φίλοι που σε ξέρουν από την καλή κι από την ανάποδη. Φίλοι που δε θα σε προδώσουν ποτέ. Φίλοι που θα τρέξουν κοντά σου σε ένα ξαφνικό τηλεφώνημα: "Σοφία έλα τώρα! Πεθαίνω!", της είπα ένα πρωί πάνω σε μια κρίση πανικού. "Δε μπορώ να αναπνεύσω, μην αργείς!". Ήρθε, με βούτηξε στη μπανιέρα με κρύο νερό και μου μιλούσε περί ανέμων και υδάτων για να ξεχαστώ. Μετά μου έβαλε μια πλαστική σακούλα στο στόμα και μετρούσαμε μαζί τις αναπνοές μου...
Και διακοπές! Ατέλειωτες διακοπές! Με λίγα μαζεμένα χαρτζιλίκια περνούσαμε φίνα! Κάμπινγκ, σουβλάκια κι άγιος ο Θεός! Αρκεί που ήμασταν μαζί... Η Σοφία, ο Πέτρος, ο Τασούλης, ο Σπύρος, η Ελενίτσα, ο Αργύρης, ο Λευτέρης...
Είμαστε ότι ζήσαμε. Είμαστε ό,τι ζούμε κι ό,τι θα ζήσουμε από δω και στο εξής. Μόνο ένα πράγμα μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό και έτσι συνεχίζω... Είμαι ένας τυχερός άνθρωπος. Αγάπησα και αγαπήθηκα πολύ κι αληθινά! Αυτό είναι ευλογία...
Στα επόμενα καλοκαίρια που θα έρθουν και φυσικά στους ανθρώπους που ομόρφυναν την εφηβική μου ζωή.
Περιμένω τα μηνύματά σας εδώ!
Μπορείτε να με βρείτε και στο φυσικό μου περιβάλλον!
Καλή σας ημέρα!