ΓυναίQα είναι...
Μια φορά κι έναν καιρό....
Μια φορά και έναν καιρό...
...ήταν ένα μικρό κορίτσι, η Σουλτάνα, που γεννήθηκε σε μια κωμόπολη. Ο πατέρας της ήταν ένας άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό που «ρουφούσε» ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του ενώ η μητέρα της ήταν μια γυναίκα με συντηρητικές αλλά δίκαιες και σοφές απόψεις για τους ανθρώπους και την ζωή. Ήταν κάτι σαν το yin και το yang!
Μεγαλώνοντας λοιπόν, σε ένα περιβάλλον όπου της καλλιεργούσαν την άποψη πως όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα και πως η γυναίκα είναι ανεξάρτητη, πως οφείλει να μορφωθεί και να στέκεται στα δικά της πόδια, να μην αφήνεται να γίνεται έρμαιο τυχαίων και κακόβουλων ανθρώπων, να ζει, να αφουγκράζεται την κάθε στιγμή, να είναι δίκαιη, να θυμάται πάντα πως είναι γυναίκα άρα έχει δύναμη στα χέρια της, η Σουλτάνα ήταν ένα κοριτσάκι που δε φοβόταν τίποτα. Ούτε το bullying που δεχόταν για το όνομα της, ούτε για το γεγονός πως ήταν ένα μικρόσωμο κορίτσι.
Γνώριζε ποια ήταν από τις βασικές αρχές που της καλλιέργησαν στο σπίτι της. Ήξερε πως όταν μεγαλώσει ήθελε να γίνει ζωγράφος, ένα επάγγελμα που εκείνα τα χρόνια ήταν μια ιδιότητα αμφισβητούμενη και χωρίς επαγγελματικό μέλλον εργασία.
Το μικρόσωμο κορίτσι δεν φοβόταν να τα βάλει με τα μεγαλόσωμα αγόρια του σχολείου. Ήξερε πώς να τα βάζει στη θέση τους είτε λεκτικά είτε με το σώμα της αν χρειαζόταν. Ήταν τόσο ατρόμητη που καμιά φορά έμοιαζε με αγρίμι. Το αγρίμι αυτό όμως έδειχνε την αγάπη και την ευαισθησία του για τους ανήμπορους ανθρώπους βοηθώντας πολλές φορές την κυρία Μαργαρίτα που έμενε απέναντι τους μόνη, (χήρα γαρ) στο μαγείρεμα, στο συμμάζεμα του σπιτιού της αλλά και τον κυρ-Γιώργο παραδίπλα που είχε ένα χωράφι με καπνά και όταν ερχόταν η ώρα για το ¨μπούρλιασμα¨ πρώτη η Σουλτάνα έτρεχε να τον βοηθήσει.
Περάσαν τα χρόνια και η Σουλτάνα έφηβη πια, βρέθηκε στην μεγαλούπολη, λόγω μετάθεσης του μπαμπά της, να πηγαίνει Γυμνάσιο και Λύκειο σε εκείνο το τεράστιο, απαίσιο, κρύο τσιμεντένιο κτίριο. Ναι, εκείνο το κορίτσι που μεγάλωνε ελεύθερο στους αγρούς, που έπεφτε, χτύπαγε και δεν την ένοιαζε... Όταν όμως βρέθηκε εκεί είπε στον εαυτό της «δε με νοιάζει, θα διαβάζω, θα περάσουν τα 6 χρόνια σα νερό και μετά θα ξανά ανοίξω τα φτερά μου». Βλέπεις ένιωθε πως την είχαν φυλακίσει σε μια τσιμεντένια φυλακή και το μόνο που ήθελε ήταν να αρχίσει πάλι να αναπνέει.
Το bullying συνεχίστηκε αυτή τη φορά όχι για το όνομα της αλλά για το διαφορετικό ντύσιμο που είχε από τα άλλα παιδιά και γιατί ήταν πάντα απόμακρη, περιμένοντας την ώρα που θα απελευθερωνόταν. Αυτά τα στοιχεία την έκαναν να μοιάζει εξωγήινη στα άλλα παιδιά. Πάλι όμως δεν το έβαλε κάτω: απτόητη συνέχιζε να βλέπει το στόχο της και να μη την νοιάζουν τα κακόβουλα πειράγματα των παιδιών, «εγώ θα γίνω ζωγράφος και δεν θα γυρίσω ποτέ πίσω», έλεγε. Στο σχολείο έκανε παρέα με τα παιδιά που τα είχαν στο περιθώριο διέκρινε την δύναμη που είχαν και αυτά μέσα τους.
Σχολείο τέλος, και η ζωή αρχίζει (ζωή, θηλυκό όπως η γέννηση, η αναπνοή, η αναπαραγωγή, η ύπαρξη) πανεπιστήμιο! Η Σουλτάνα μεγάλωσε, έγινε ένα όμορφο κορίτσι άλλωστε ο μπαμπάς της όταν ήταν μικρή τη φώναζε χαϊδευτικά «ασχημόπαπο που θα μεταμορφωθεί σε κύκνο». Κατακτήσεις είχε, έδινε την καρδιά της χωρίς φόβο στις σχέσεις της. Παρόλα αυτά ακόμη δεν είχε καταλήξει αν θέλει να κάνει παιδιά και να παντρευτεί -όπως ήθελαν και ονειρεύονταν- τα κορίτσια της ηλικίας της. Ήθελε πρώτα να σπουδάσει, να ταξιδέψει, να ερωτευτεί χωρίς όρους δεσμευτικούς, να ζήσει την ζωή της στο έπακρο. Σούσουρο πάλι δημιουργούσε η Σουλτάνα στον κύκλο της, πώς γινόταν να μην παντρευτείς και να μην κάνεις παιδιά; Τα έλεγαν τα «παράπονα» οι συγγενείς και οι οικογενειακοί φίλοι στην οικογένεια της λες και τους έπεφτε λόγος. Οι γονείς της Σουλτάνας ατάραχοι τους απαντούσαν πως «είναι δικαίωμα της να κάνει αυτό που θέλει η καρδιά της και η ψυχή της», πως αν δεν θέλει να κάνει παιδιά να μην κάνει, πως αν δεν θέλει να παντρευτεί να μην παντρευτεί κι αν θέλει να παντρευτεί ας παντρευτεί ό,τι εθνικότητας άνθρωπο θέλει, αρκεί η ίδια να το επιθυμεί και να είναι ευτυχισμένη.Τελείωσε και το πανεπιστήμιο ώρα για εργασία, δούλευε από τότε που ήταν στο πανεπιστήμιο για να έχει το δικό της χαρτζιλίκι έτσι λοιπόν που ήταν "ψημένη" στα δύσκολα ωράρια δεν φοβόταν τίποτα. Έπιασε δουλειά σε μια γκαλερί, γνώρισε ποικίλους ανθρώπους, "διαφορετικούς" κι έκανε παρέα μαζί τους (πάλι δεν την ένοιαζαν τα κακόβουλα σχόλια που έβγαινε με γκέι). Υποστήριζε μέχρι θανάτου τα δικαιώματα τους και ήταν δίπλα τους.
Ως γυναίκα βίωσε την λεκτική σεξουαλική κακοποίηση ή και το θρασύ πέσιμο από τα εκάστοτε αφεντικά της. Δε μάσαγε, ήξερε πως να τους διαχειριστεί μιας και είχε θωρακισθεί και γαλουχηθεί σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που της είχαν μάθει πώς να τους αντιμετωπίζει αυτούς τους μικρούς και τιποτένιους.Σήμερα η Σουλτάνα είναι μια πετυχημένη ζωγράφος, πρέπει να έχει περάσει τα πενήντα, ζει με το σκύλο και τα δυο γατιά της, έχοντας λίγους φίλους και καλούς. Οικογένεια δεν έκανε, έσπασε τα στερεότυπα της εποχής της και τα πρέπει. «Το σώμα μου και την ζωή μου την ορίζω εγώ και μόνον εγώ. Οικογένεια έχω, την αδερφή μου, την μαμά μου και τις ανιψιές μου. Όλες Γυναίκες. Ενωμένες, μια γροθιά».Γυναίκα είναι η κάθε μικρή και μεγάλη Σουλτάνα. Είναι ροή, ισορροπία, δύναμη, γη, θάλασσα, λάμψη, γέννηση, αγάπη, αγκαλιά, παρέα, ανεξάρτητη, δίκαιη, πονόψυχη, εργαζόμενη, μάνα, σύντροφος, αδερφή, φίλη, οικογένεια, βάση, ενέργεια, χαρά."I am no mother
I am no bride
I am King"
Florence+The Machine