Η Βαρβαρά Φύτρου είπε αυτό που θα έλεγε κάθε μάνα για τα νεκρά παιδιά της: Ήθελα να ήμουν μαζί τους
«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους», είπε η Βαρβάρα Βουκάκη στην κατάθεσή της, μια κατάθεση που συγκλόνισε με την ειλικρίνια και την αλήθεια από το στόμα μας μάνας που παραδέχεται πως εκείνο το απόγευμα η ζωή της τελείωσε..
Στις 23 Ιουλίου του 2018 η ζωή της Βαρβάρας Φύτρου Βουκάκη είχε τελείωσε. Έτσι εξήγησε η ίδια στην κατάθεσή της στη δίκη για τη φωτιά στο Μάτι που στέρησε τη ζωή στον 53χρονο σύζυγό της Γρηγόγη, τον 11χρονο γιο της Ανδρέα και την Εβίτα της, την κόρη της την οποία αναγνώρισε πρώτη το απόγευμα εκείνο από το ροζ της μπλουζάκι.
Ο τρόπος που η Βαρβάρα Φύτρου παλεύει τα τελευταία τέσσερα χρόνια για τη δικαίωση των δικών της ανθρώπων που χάθηκαν στη φονική φωτιά, των υπόλοιπων 100 που επίσης κάηκαν στο Μάτι αλλά και των ανθρώπων που η Φύτρου δεν θέλει να βρεθούν ποτέ στη θέση της, εμπνέει.
Δεν είναι τυχαίο πως στην είσοδό της στη δικαστική αίθουσα, ο κόσμος που βρέθηκε εκεί, ακόμα και οι άνθρωποι που έχασαν αγαπημένους τους ή βίωσαν οι ίδιοι την πυρκαγιά, της χειροκρότησαν για πολλά λεπτά.
Δεν είναι τυχαίοι και οι λιγμοί και τα δάκρυα που προκάλεσε η κατάθεση της Φύτρου που σε ένα απόγευμα έχασε τον σύζυγο και τα παιδιά της.
Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας.
Βοηθήστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα.
Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη.
Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά στις 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων.
Το κουβάρι της μοιραίας εκείνης ημέρας:
Η Φύτρου άρχισε να εξιστορεί όσα συνέβησαν την ημέρα εκείνη που η ίδια ξεκίνησε για τη δουλειά της στο Γαλάτσι και ο σύζυγός της παρέμεινε με τα παιδιά στο σπίτι που είχαν στο Μάτι, ένα κουβάρι γεγονότων που η ίδια φαίνεται πως σκέφτεται ξανά και ξανά τα τελευταία τέσσερα χρόνια και προσπαθεί να βρει τι θα μπορούσε να έχει κάνει αλλιώς, να έχει σώσει την οικογένειά της ή να έχει φύγει μαζί τους.
«Ο σύζυγος μου με τα παιδιά έμεναν στο Μάτι κι εγώ πηγαινοερχόμουν στο Γαλάτσι. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Ενημερώθηκα από το Ίντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Τηλεφώνησα στο σύζυγο μου και μου είπε ότι άδικα ανησυχώ. Ότι άκουσε στην τηλεόραση πως κατευθύνεται στο Διόνυσο και θα έπρεπε να ανησυχούμε για το σπίτι μας στη Δροσιά
Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Βγήκε στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Γύρω στις έξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθωνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει.
Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν. Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο.
Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι Μαμά μου!» μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει «εσυ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς».
Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».
Έπαιρνα το Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. «Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Που να έρθεις να μας βρεις!». Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου.
Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι.
Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με το Γρήγορη και φώναζε στα παιδιά να φύγουν και η Εβίτα έλεγε «μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου» και τις φώναζε «έλα με τις σαγιονάρες». Ήθελα να ψάξω δρόμο - δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ότι ζησαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα; Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός.
Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι;
Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει; Έδωσα ονόματα και στοιχεία.
Η Εβίτα Φύτρου πάλεψε για τη ζωή της μέχρι την τελευταία στιγμή, έτρεψε προς τη θάλασσα, αλλά δεν σώθηκε από την πτώση από τον γκρεμό. Η τραγική μάνα μίλησε για το τέλος της ζωής της όπως την ήξερε τη στιγμή εκείνη, που είδε το ροζ μπλουζάκι του παιδιού της.
«Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμενα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινε κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση. Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει….
Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι.
Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο.
Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανακατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν.
Το οικόπεδο του θανάτου
Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Που είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω!
Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου Θέλω να μπω μέσα.
Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Λίγο αργότερα ειδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπαν να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί.
Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ. Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω DNA για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν.