«Mήπως φορούσατε mini;»: Τα ρούχα των θυμάτων δεν είναι ποτέ ένοχα, οι βιαστές είναι
Η «κουλτούρα του βιασμού» είναι ένα κοινωνικό σύστημα που ορίζεται από πατριαρχικές νοοτροπίες, συμπεριφορές και στερεότυπα σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική κακοποίηση είναι κανονικότητα και υπαίτιοι είναι τα θύματα, όχι οι θύτες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και τα ρούχα τους.
«What Were You Wearing?» (Tι Φορούσες;): To 2014, με αυτό το όνομα, παρουσιάστηκε μία έκθεση στο πανεπιστήμιο του Arkansas των ΗΠΑ με ρούχα που είχαν συγκεντρωθεί από επιζήσαντες σεξουαλικών επιθέσεων. Floral φορέματα, φαρδιά jeans και διαφημιστικά T-Shirts, πολύχρωμες midi φούστες, φόρμες και σαλοπέτες, «κρεμάστηκαν» στους τοίχους της έκθεσης που επιμελήθηκαν η Jen Brockman και η Δρ. Mary Wyandt-Hiebert και δίπλα στο κάθε «ένοχο» κομμάτι είχε παρατεθεί η ιστορία της επίθεσης ενάντια στο κάθε θύμα. Νεαρά αγόρια, γυναίκες, ακόμα και παιδιά που βιάστηκαν και κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, παρουσιάστηκαν μετά σε ένα δικαστήριο όπου η πλειονότητα των συνηγόρων υπεράσπισης των βιαστών τους ζήτησε να απαντήσουν την πιο απεχθή ερώτηση που μπορείς να κάνεις σε ένα θύμα: «Τι φορούσατε τη στιγμή που έγινε η επίθεση;»
Μία ερώτηση που στοχοποιεί αυτόματα το ίδιο το θύμα και πηγάζει από τα πιο βαθιά, σεξιστικά στερεότυπα που είναι ριζωμένα στις βάσεις κάθε συντηρητικής, πατριαρχικής κοινωνίας. Η έκθεση, που χρόνια μετά παρουσιάστηκε και στο Βέλγιο, ήθελε με τρόπο παραστατικό και άμεσο να καταδείξει την αστοχία της συγκεκριμένης ερώτησης. Ρούχα που μόνο sexy δεν τα χαρακτηρίζεις, που μόνο αισθησιακά δεν τα λες, που μόνο πάθη δεν εγείρουν, ήταν αυτά που έντυναν τα θύματα τη στιγμή που γινόντουσαν βορά στις ειδεχθείς ορέξεις των εγκληματιών. Τα ρούχα είναι τόσο αθώα, όσο και οι άνθρωποι που δέχονται τις επιθέσεις και αν χρειάζεται να τα δούμε μέσα σε προθήκες μέσα σε μία πανεπιστημιακή αίθουσα για να το αντιληφθούμε…. κάτι πάει πολύ λάθος με τη σύγχρονη κοινωνία.
Σύμφωνα με την κουλτούρα βιασμού, που δυστυχώς συνεχίζει και υφίσταται σε ένα παράλογα «ορθό» πουριτανικό κράτος, η γυναίκα κατηγορείται και εξευτελίζεται καθώς «άξιζε» την κακοποίηση σύμφωνα με τις ενδυματολογικές της επιλογές. Γιατί φορούσε πολύ προκλητικά ρούχα ή γιατί δεν φορούσε αρκετά προκλητικά ρούχα άρα το έπαιζε δύσκολη (όπως θεωρήθηκε με την Ελένη Τοπαλούδη). Γιατί ήταν σεξουαλικά απελευθερωμένη άρα θα «άξιζε» την κακοποίηση (όπως θεωρήθηκε με την Ιωάννα Τούνη) ή επειδή δεν ήταν σεξουαλικά απελευθερωμένη, άρα έπρεπε κάποιος να τη «διορθώσει» και να την «κάνει γυναίκα». Γιατί με το να φοράει mini και να κυκλοφορεί έξω μετά τη δύση του ηλίου, δίνει το δικαίωμα σε «αρσενικά αρπακτικά» να της επιτεθούν, να την κακοποιήσουν, να διαλύσουν το σώμα και το πνεύμα της.
Τα τελευταία χρόνια, celebrities όπως η Emily Ratajkowski και η Emma Watson, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα κίνημα «γυμνού ακτιβισμού» σύμφωνα με το οποίο η γυναίκα μπορεί να φοράει (ή να μη φοράει) ό,τι θέλει, από τη στιγμή που είναι απόλυτα κυρίαρχη στο σώμα της και μπορεί να διαχειρίζεται την εικόνα της όπως αυτή επιθυμεί. Η Ratajkowski το κάνει συστηματικά μέσα από τον λογαριασμό της στο Instagram και τα posts της, η Watson το έκανε το 2017 στο εξώφυλλο του Vanity Fair όταν και εμφανίστηκε με ένα Burberry μπολερό, χωρίς στηθόδεσμο. Τα σχόλια που εισέπραξε τότε στα social media ήταν το λιγότερο απογοητευτικά και εμπερικλείονται στο συμπέρασμα του «από τη στιγμή που γδύθηκε δεν θα έχει πλέον κανένα σεβασμό για την ακτιβιστική της δράση και το φεμινιστικό της πνεύμα». Γιατί μάλλον αρκετοί από τους χρήστες του Twitter μπέρδεψαν τότε τον «φεμινισμό» με τον «πουριτανισμό». Ο φεμινισμός έχει να κάνει με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της απενεχοποίησης των ρούχων. Μία γυναίκα δεν στερείται σοβαρότητας και ευυπόληπτων επιλογών αν δεν είναι ντυμένη με ζιβάγκο και ταγιέρ. Τα ρούχα δεν διαμορφώνουν χαρακτήρες, η προσωπικότητα το κάνει αυτό.
Κάθε 11 λεπτά μία γυναίκα πέφτει θύμα βιασμού στη Βραζιλία όπου, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το 30% του κόσμου εκεί κατηγορεί το θύμα και το «πόσο προκλητικά ντυμένο μπορεί να ήταν» περισσότερο από τον βιαστή. Με αφορμή αυτά τα ανατριχιαστικά νούμερα το «The Womanity Foundation» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο μία καμπάνια με τίτλο «Don’t Blame the Clothes» που σκοπό της είχε να αλλάξει αυτήν την αποκαρδιωτική αντιμετώπιση ενός τόσο μεγάλου ποσοστού Βραζιλιάνων που «δεν βλέπουν το πρόβλημα, αλλά κρίνουν το αποτέλεσμά του».
Κάτι αντίστοιχο είχαν δηλώσει και οι Brockman και Wyandt-Hiebert το 2014 λίγο μετά τα εγκαίνια της έκθεσής τους: «Η πρόθεσή μας ήταν να δείξουμε στους ανθρώπους ότι η αλλαγή των ρούχων δεν θα σταματήσει τη σεξουαλική βία» και η δήλωση τους είναι επίκαιρη μέχρι και σήμερα, την περίοδο του ελληνικού #metoo, δύο χρόνια μετά το αμερικάνικο. Η κάθε γυναίκα μπορεί να πειραματίζεται με το στυλ της, να εξερευνά τη σεξουαλικότητά της, να κάνει προβοκατόρικες αναρτήσεις και να νιώθει περήφανη για το γυμνό της σώμα, χωρίς να δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να εισχωρήσει βίαια σε αυτόν. Δεν προλαμβάνουμε ένα έγκλημα περιορίζοντας το θύμα, αλλά σταματώντας τον θύτη.
Δεν δαιμονοποιούμε τα ρούχα, ενοχοποιώντας ταυτόχρονα τη γυναίκα που τα φορούσε, αλλά σε μία ελεύθερη κοινωνία ισότητας προασπιζόμαστε το δικαίωμα της κάθε μίας από εμάς διαχειριζόμαστε την εικόνα και την γκαρνταρόμπα μας σύμφωνα με την αισθητική μας και με μοναδικό μας κριτήριο το τι θέλουμε εμείς να φορέσουμε και όχι το τι θα κέντριζε το ενδιαφέρον κάθε επίδοξου δράστη. Αυτό που κάνει κάποιον εγκληματία είναι η διαστροφή του και η άρρωστη φύση του, όχι μία pencil φούστα, ένα διάφανο κομμάτι ή ένα mini φόρεμα.
Ο μόνος ένοχος για τον βιασμό είναι ο βιαστής και αυτό καλό είναι να το θυμούνται σε όλες τις δικαστικές αίθουσες την επόμενη φορά που θα θελήσουν να ασχοληθούν με τις ενδυματολογικές επιλογές του θύματος.
Διαβάστε ολόκληρο το αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας εδώ.