Μιλώντας για τα ανείπωτα: Τι μας εμποδίζει από το να μοιραστούμε;
Viral γεγονότα που διαδίδονται απίστευτα γρήγορα και την ίδια ώρα πράγματα που πρέπει να ειπωθούν μένουν ανείπωτα λόγω φόβου αποδοκιμασίας και κρυφών πιέσεων.
Κάποια πράγματα τα μοιραζόμαστε αμέσως. Τα βλέπουμε και ξέρουμε αμέσως ποιος θα τα εκτιμήσει –είτε είναι όμορφα, αστεία, σοκαριστικά ή μας προβληματίζουν. Μας προκαλούν μια αυθόρμητη επιθυμία να τα μοιραστούμε με άλλους, σαν κοινωνικό αντανακλαστικό.
Αυτό δεν γίνεται τυχαία· ενστικτωδώς ξέρουμε πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι στον κύκλο μας, ειδικά οι πιο κοντινοί μας. Το μοίρασμα καθοδηγείται από την πολιτιστική και κοινωνική μας επίγνωση και τη γνώση που έχουμε για το περιβάλλον μας.
Όμως, οι ίδιοι κανόνες που ορίζουν τι μοιραζόμαστε, καθορίζουν και τι παραμένει ανείπωτο. Ορισμένες ιδέες εξαπλώνονται γρήγορα, ενώ άλλες μένουν καταπιεσμένες, επειδή έρχονται σε σύγκρουση είτε με τις προσωπικές μας αξίες είτε με ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις για το τι δεν πρέπει να ειπωθεί.
Η πολιτιστική πληροφορία
Η πολιτιστική πληροφορία μπορεί να αναλυθεί ως μετρήσιμες μονάδες που κινούνται μέσα από κοινωνικά δίκτυα με συγκεκριμένους και παρατηρήσιμους τρόπους. Με μεγάλο μέρος του διαδικτύου να βασίζεται στην κοινωνική αλληλεπίδραση, είναι εύκολο να παρακολουθήσουμε πώς οι πληροφορίες διαδίδονται και γίνονται viral. Αν και η viral διάδοση είναι δύσκολο να προβλεφθεί, δεν είναι τυχαία. Οι πληροφορίες έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που καθορίζουν πώς μεταφέρονται μεταξύ των ανθρώπων και μέσα από τα δίκτυα.
Η ανάλυση δικτύων μάς βοηθά να καταλάβουμε πώς διαδίδονται οι ιδέες, ειδικά στον ψηφιακό κόσμο, όπου γίνεται η περισσότερη επικοινωνία μας. Με την παρακολούθηση της ροής της πληροφορίας, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί κάποιες ιδέες ή memes γίνονται viral. Συνήθως, το περιεχόμενο που γίνεται viral εκμεταλλεύεται ισχυρά μη λεκτικά σήματα, όπως έντονα συναισθήματα ή εικόνες, διευκολύνοντας τους ανθρώπους να ταυτιστούν και να τα μοιραστούν. Για παράδειγμα, ένα meme με έναν αναγνωρίσιμο χαρακτήρα και μια χαρακτηριστική έκφραση μπορεί να προκαλέσει άμεσα γέλιο ή αγανάκτηση, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον εξήγηση.
Γιατί οι άνθρωποι αυτολογοκρίνονται;
Σαφώς και δεν διαδίδονται όλες οι ιδέες. Κάποιες παραμένουν κλειδωμένες στο μυαλό μας, χωρίς ποτέ να τις μοιραστούμε. Αυτές είναι τα «ανενεργά memes» -πληροφορίες που υπάρχουν αλλά παραμένουν κρυφές λόγω κοινωνικών πιέσεων, προσωπικών εμποδίων ή της δυσκολίας να εκφραστεί μια σκέψη με τρόπο που να γίνεται κατανοητή στους άλλους.
Έρευνες για την αυτολογοκρισία στα κοινωνικά δίκτυα δείχνουν ότι οι άνθρωποι συχνά γράφουν αναρτήσεις που τελικά δεν δημοσιεύουν ή διαγράφουν σύντομα μετά τη δημοσίευση. Αυτή η αυτολογοκρισία γίνεται για να αποφευχθούν οι συγκρούσεις, να διατηρηθεί η αρμονία στην ομάδα ή για να προστατεύσουν την εικόνα τους. («Δεν δημοσιεύω τέτοια πράγματα» ή «Δεν θέλω να φανώ γελοίος»).
Αυτές οι ανείπωτες ιδέες μάς φέρνουν αντιμέτωπους με ένα ενδιαφέρον ερώτημα:
Πώς μπορούμε να μελετήσουμε πληροφορίες που δεν διαδίδονται; Ενώ οι viral ιδέες παρακολουθούνται εύκολα, οι καταπιεσμένες σκέψεις που κρατάει ο καθένας για τον εαυτό του είναι δύσκολο να μετρηθούν. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι κρυφές ιδέες έχουν σημασία.
Κατανοώντας τις πληροφορίες μέσα από το πρίσμα του τι επιλέγουμε να μοιραστούμε και τι κρατάμε για εμάς, καταλαβαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας σε σχέση με την κοινωνία γύρω μας. Αποκαλύπτονται οι σιωπηλές πιέσεις που απαιτούν διατήρηση της αρμονίας στις ομάδες και οι αόρατες γραμμές που οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξεπεράσουν.
Η ένταξη σε μια λειτουργική κοινωνική ομάδα συχνά σημαίνει την παραχώρηση ή αποσιώπηση ορισμένων απόψεων για χάρη της ομαλής συνεργασίας.
Η Σπείρα της Σιωπής
Η θεωρία της «Σπείρας της Σιωπής» προτάθηκε από τη Γερμανίδα πολιτική επιστήμονα Elisabeth Noelle-Neumann και εξετάζει πώς οι άνθρωποι αξιολογούν την κοινωνική αποδοχή των απόψεών τους. Σύμφωνα με τη θεωρία, όταν κάποιος αντιλαμβάνεται ότι οι απόψεις του έρχονται σε αντίθεση με τις κυρίαρχες απόψεις, τείνει να αυτολογοκρίνεται.
Δύο βασικοί παράγοντες επηρεάζουν αυτή τη συμπεριφορά:
1.Το κατά πόσο πιστεύει ότι η άποψή του είναι ευρέως αποδεκτή.
2.Το αν πιστεύει ότι αυτή η άποψη θα γίνει πιο διαδεδομένη στο μέλλον.
Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια μειοψηφική άποψη (ιδιαίτερα αν αυτή η μειοψηφία φαίνεται να μειώνεται), είναι πιο πιθανό να παραμείνουν σιωπηλοί. Αυτό ενισχύει την κοινή αντίληψη ότι η άποψή τους είναι μη δημοφιλής, διαιωνίζοντας τη σιωπή.
Αντίστροφα, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι τάσεις αλλάζουν, είναι πιο πιθανό να εκφράσουν απόψεις που προηγουμένως απέφευγαν.
Περαιτέρω έρευνες αποκαλύπτουν ότι δεν είναι μόνο η δημόσια γνώμη που επηρεάζει τη σιωπή, αλλά και οι απόψεις των στενότερων κοινωνικών κύκλων – φίλων και συγγενών. Επιπλέον, οι ατομικές διαφορές παίζουν ρόλο: ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο πρόθυμοι να εκφράσουν αντίθετες απόψεις, ενώ όσοι κατέχουν υψηλότερες κοινωνικές θέσεις είναι συχνά πιο άνετοι στο να μοιραστούν μη δημοφιλείς ιδέες. Αυτό εξηγεί γιατί κάποιοι εκφράζουν με ενθουσιασμό απόψεις που διαφέρουν από την κοινή γνώμη. Οι απόψεις τους μπορεί να ευθυγραμμίζονται περισσότερο με το άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον.
Νεότερες έρευνες δείχνουν ότι όσο πιο ευρεία είναι η διάδοση μιας πληροφορίας, τόσο πιο πιθανό είναι οι άνθρωποι να αυτολογοκρίνονται. Όταν αναρτούν σε δημόσιες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί για το πώς θα γίνουν αντιληπτοί από το ευρύ κοινό, αποφεύγοντας ευαίσθητα ή αμφιλεγόμενα θέματα. Αντίθετα, σε πιο ιδιωτικά περιβάλλοντα, όπως οι κρυπτογραφημένες εφαρμογές μηνυμάτων, οι άνθρωποι νιώθουν μεγαλύτερη ελευθερία να εκφράσουν σκέψεις που δεν θα μοιράζονταν δημόσια.
Όταν σπάσει το φράγμα
Αυτή η δυναμική είναι εμφανής σε σκάνδαλα που αποκαλύπτονται, όπως υποθέσεις εκτεταμένης σεξουαλικής κακοποίησης ή περιπτώσεις συστηματικής διαφθοράς. Συχνά, πολλοί γνωρίζουν την ίδια πληροφορία, αλλά επιλέγουν να σιωπούν, φοβούμενοι τις συνέπειες ή την ανατροπή της κοινωνικής ισορροπίας.
Αυτές οι πληροφορίες παραμένουν ανενεργές έως ότου μια αλλαγή στην κοινή γνώμη προκαλέσει ένα συλλογικό «ξεκλείδωμα».
Αυτό που ήταν προηγουμένως ανείπωτο μπορεί ξαφνικά να συνδεθεί με μια ευρύτερη κοινωνική ή πολιτιστική αλλαγή, δείχνοντας ότι η κοινωνία ίσως πλέον είναι έτοιμη να το συζητήσει ανοιχτά.
Όταν όμως αλλάζει το κλίμα, οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρειάζονται μεγάλο θάρρος για να μιλήσουν, αν και η κοινωνική υποστήριξη μπορεί να τους ενθαρρύνει. Καθώς όλο και περισσότεροι αρχίζουν να εκφράζουν όσα προηγουμένως κρατούσαν για τον εαυτό τους, οι κοινωνικές αντιλήψεις για το θέμα αρχίζουν να μεταβάλλονται. Μόλις η συζήτηση εισέλθει στον δημόσιο διάλογο, αποκτά δυναμική. Άλλοι άνθρωποι αναγνωρίζουν τα ίδια μοτίβα και νιώθουν ενθαρρυμένοι να συμμετάσχουν, μετατρέποντας αυτό που κάποτε ήταν ανείπωτο σε ανοιχτή, κοινή συζήτηση.
Εξετάζοντας ό,τι μένει ανείπωτο
Η κατανόηση τόσο των viral όσο και των ανείπωτων ιδεών προσφέρει μια πληρέστερη εικόνα της πολιτιστικής πληροφορίας. Το viral περιεχόμενο μπορεί εύκολα να παρακολουθηθεί, αλλά και τα «ανενεργά memes» αποκαλύπτουν τις κοινωνικές πιέσεις που επηρεάζουν το πώς επεξεργαζόμαστε και μοιραζόμαστε πληροφορίες.
Αυτό μας παρέχει σημαντική πρακτική καθοδήγηση. Συχνά μας ενθαρρύνουν να σκεφτόμαστε κριτικά για το τι μοιραζόμαστε και να αναλογιζόμαστε τις προθέσεις πίσω από το viral περιεχόμενο. Ωστόσο, εξίσου σημαντικό είναι να σκεφτούμε τι αποφεύγουμε να πούμε.
Γιατί θεωρούμε κάτι ανείπωτο; Ποιες ομαδικές ή προσωπικές ισορροπίες θα διαταράξει αυτή η σκέψη; Τι την καθιστά ασύμβατη με την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας;
Φυσικά, δεν είναι αναγκαίο να μοιραζόμαστε τα πάντα. Πληροφορίες όπως κωδικοί πρόσβασης, ιατρικά δεδομένα και προσωπικά εμπιστευτικά στοιχεία πρέπει να παραμένουν ιδιωτικά. Επίσης, κακεντρεχή και ψευδή κουτσομπολιά δεν χρειάζεται να διαδίδονται. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να αναλογιστούμε ποια πράγματα επιλέγουμε να αποσιωπήσουμε αυτόματα και για ποιους λόγους.
Τα κοινωνικά δίκτυα σχηματίζονται και διατηρούνται τόσο από όσα λέγονται, όσο και από όσα μένουν ανείπωτα.