ΓΙΑΤΙ ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΤΟ REX?
Hταν η πιο σαφής και ενδιαφέρουσα κριτική του "12" από τον μοναδικό βιρτουόζο στα υπερ-ρεαλιστικά κείμενα Τάσο Θεοδωρόπουλο και το δημοσεύω unplugged αφού κυκλοφορεί λίγο πιο "μαζεμένο" στο Downtown της εβδομάδας..: "Περάσαμε μια βραδιά μαζί με την Άννα Βίσση, τη Μαίρη Λίντα και τους Wedding Singers παρακολουθώντας το «12» και καταλάβαμε γιατί μια βραδιά στο Rex, είναι ο,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί στην διασκέδαση της αθηναϊκής νύχτας". Από τον Τάσο Θεοδωρόπουλο "Σε μερικά πράγματα δεν υπάρχει μέση οδός. Ή σου πετυχαίνουν και κάνεις πάρτι, ή τα ξεχνάς αλλά δυστυχώς τα θυμάται για όλους τους λάθος λόγους, ο κόσμος. Το «12», το φετινό πρόγραμμα της Άννας Βίσση με την καλλιτεχνική επιμέλεια της Μυρτώς Κοντοβά, είναι ένα από αυτά. Θα μπορούσε να είναι η καταστροφή της σεζόν. Και χωρίς να κρύβω την μεροληψία μου, όσον αφορά τα τρυφερά μου αισθήματα απέναντι και στις δύο τους, είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι αν το δοκίμαζε οποιοσδήποτε άλλος, θα δημιουργούσε σχεδόν σίγουρα την καταστροφή της χρονιάς. Θέλει ταλέντο, κόπο, συναίσθημα, πίστη στο στόχο σου και αλογόκριτο πάθος για να παίξεις το παιχνίδι της αποδόμησης και να ροκάρεις πάνω στα οικοδομικά υλικά σου. Θέλει μέτρημα αλλά και τρέλα, με ζυγαριά ακριβείας για να μπορείς να τα ισορροπήσεις. Και πάνω απ’ όλα, θέλει γνώση. Της μουσικής και της εικόνας. Της δικής σου αλλά και της εποχής σου. Θέλει αίσθηση της πιο χαρούμενης εκδοχής του pop και γκαζολίνη που να μπορεί να διατρέξει με ροκ ταχύτητα εικόνες και εποχές, προσδοκίες και συμπεριφορές, λαϊκή πίστα και musical performance. Η Άννα συνηθίζει, όταν αναφέρεται στο «12», να το προσδιορίζει σαν πάρτι. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να κάνεις ένα πετυχημένο πάρτι. Ειδικά όταν λαμβάνει χώρα, σε έναν ιστορικό χώρο μαζικής νυχτερινής διασκέδασης κι όταν έχει σαν επίκεντρο μια φιγούρα του μεγέθους της Βίσση. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το ρολόι αρχίζει και χτυπάει μετρώντας αντίστροφα, ενώ από τον video projector, σκάνε όμορφα γραφιστικά σε παραλλαγές της αφίσας της παράστασης. Ακριβώς στις 12, η Άννα Βίσση εμφανίζεται μπροστά από ένα ‘μαγικό’ ρολόι, με ένα καπέλο ταχυδακτουλουργού, σε ένα φροντισμένα μετακαταστροφικό, ατημέλητο σκηνικό που μοιάζει να έχει φτιαχτεί από τμήματα νεοϋορκέζικων hip νεανικών musical όπως το Rent. Σαν ένα γήινο ξωτικό, μέσα στα χαλάσματα μιας αποθήκης με graffiti που αναλαμβάνει να σε μαγέψει, να σε ταξιδέψει στην πορεία της καριέρας της, στην μουσική της μνήμης σου, στα ακούσματα των νεανικών σου πάρτι. Η ίδια Άννα αλλά αλλιώς. Σαν την ενορχήστρωση του «12» με το οποίο ξεκινάει το πρόγραμμα, μέσα από το tempo και τoν soul ερωτισμό του «Secret” της Μαντόνα. Το τι συμβαίνει ακριβώς από κει και πέρα, μπορεί να αποδοθεί μόνο με δονήσεις και συναισθήματα, όχι με λέξεις. Ένα ασταμάτητο σφυροκόπημα γνωστών τραγουδιών, ελληνικών και ξένων, παντρεμένα με δικές της επιτυχίες που έχουν επανεφευρεθεί και προσδιοριστεί σαν τώρα, και όχι σαν λιτανεία στο παρελθόν. Ντυμένη σε νεοgrunge φροντισμένο κάσουαλ από την κόρη της Σοφία, με μια μπάντα σε διάθεση και σε γκάζια κολεγιακού συγκροτήματος σε στάδιο, τίποτα μα τίποτα δε σου θυμίζει πίστα νυχτερινού κέντρου, εκτός από τα λουλούδια που πέφτουν. Από τα γλυκά κορίτσια στα background φωνητικά που δόξα τω θεώ, για πρώτη φορά, δεν επενέβη κάποιος κακός μάγος να τα τυλίξει στο δοξασμένο πλην όμως καραβλάχικο ξέκωλο λαμέ μέχρι τους Wedding Singers που μπλέκουν το χρωματιστό στυλιζάρισμα της παρουσίας τους με τον τσαμπουκά και την ενέργεια ερεθισμένου σεξουαλικά εφήβου, στη Μαίρη Λίντα που κάνει γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα ένα ολόκληρο κέντρο να φωνάζει «Χιώτη Μάμπο» σαν να πρόκειται για επαναστατικό σύνθημα. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, η Άννα, στο ρόλο του μάγου, του στοιχειού που της δώθηκε από την αρχή, στις 12 το βράδυ, να μπαίνει και να βγαίνει στη σκηνή, ενώνοντας με μια αόρατη αλλά έντονη στις αισθήσεις, κόκκινη κλωστή του κόσμου τα αταίριαστα, σε ένα συμπαγές, αυτόνομο, ενιαίο, χορταστικό και λαμπαδιασμένο από τη φλόγα της ενέργειας όσων το αποτελούν, σύνολο που ξεσηκώνει. Στην λειτουργική και ευφάνταστη ως προς τα «υδραυλικά» της τρικ και την χρησιμοποίηση τους, σκηνή του Rex που μεταμορφώνεται από τους disco club θεατρικούς φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ και την σκηνογραφία της Αθανασίας Σμαραγδή σε μία πολύχρωμη φούσκα μέσα στην οποία όλα μπορούν να συμβούν και να μεγεθυνθούν σαν να μην πρόκειται για νυχτερινό κέντρο αλλά για ένα από τα επεισόδια του τηλεοπτικού μιούζικαλ «Glee» με αφιερώματα σε εποχές, τάσεις, παραστάσεις και καλλιτέχνες . Δεν είναι λίγο να βλέπεις, ένα απροετοίμαστο, και απαίδευτο στην πλειοψηφία του κοινό που είναι εθισμένο σε προκάτ καρσιλαμάδες να παραληρεί με το αραμπέσκ, hard rock cover της Άννας στη διασκευή του «Ι’ll put a spell on you» που είχε τραγουδήσει η Νατάσα Άτλας, λίγο μετά να ουρλιάζει από ποπ ευδαιμονία, στην drag show μεταμφίεσή της ίδιας σε Άννα της εποχής που πρωτεμφανίστηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αργότερα, το ίδιο κοινό ακριβώς, να την ακολουθεί στα μονοπάτια των πιο εσωτερικών στιγμών του δικού της ρεπερτορίου, που τα ερμηνεύει στη σκηνή με τη συνοδεία ενός πιάνου και πάθος τόσο ατόφιο και ξεκούραστο λες και τα λέει πρώτη φορά στη ζωή της. Δεν είναι λίγο να ανακαλύπτεις ξανά, μια γνώριμη φιγούρα που αγαπάς ή συμπαθείς ή εν πάσει περιπτώσει απλά γνωρίζεις, με ένα τέτοιο φλογοβόλο τρόπο. Πρέπει να έχεις πρόβλημα για να μην χαμογελάσεις σαν παιδί, και δεν έχεις κανένα άλλοθι για να μη διασκεδάσεις μέχρι το πρωί.